Αρχαιολογικοί χώροι

Αρχαίο Φρούριο Αιγοσθένων

Δυτική Αττική

Χριστίνα Μερκούρη, Ευγενία Τσάλκου, Καλλιόπη Φλώρου, Ελευθερία Ζαγκουδάκη (αρχαιολόγοι)

1
Νοτιοανατολικός Πύργος

Ο ΝοτιοανατολικόςΠύργος (Π1) αποτελεί τμήμα της ακρόπολης του αρχαίου φρουρίου των Αιγοσθένων. Είναι ο μεγαλύτερος και ψηλότερος πύργος του φρουρίου, με τετράγωνο σχήμα, πλευράς περίπου 9 μ., τριώροφος, συνολικού ύψους περίπου 18 μ., με δίριχτη στέγη. Συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα μνημεία της αρχαίας οχυρωματικής τέχνης, καθώς διασώζει πλήθος αυθεντικών στοιχείων της μορφής και της οικοδομικής των αρχαίων πύργων. Αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης από περιηγητές και ερευνητές ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα.

Ο πύργος είναι κτισμένοςμε λίθους από λατυποπαγή ασβεστόλιθο που προέρχεται από την εγγύς περιοχή και διαθέτει διπλή τοιχοποιία. Η εξωτερική παρειά είναι κτισμένη κατά το ισόδομο σύστημα και αποτελείται από μεγάλους λαξευτούς ορθογώνιους λίθους. Η εσωτερική παρειά, η οποία φθάνει έως τον δεύτερο όροφο, είναι κτισμένη με μικρότερους λίθους και ακανόνιστη δόμηση. Οι δύο παρειές συμπλέκονται μέσω διάτονων λίθων, ενώ μεταξύ τους υπάρχει «γόμωση» με χώμα και αργούς λίθους.

Η θύρα του πύργου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά. Στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο υπάρχουν τοξοθυρίδες, ενώ στον τελευταίο όροφο παράθυρα για καταπέλτες, τρία σε κάθε πλευρά.

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ο πύργος δέχθηκε μετασκευές και πιθανώς χρησιμοποιήθηκε από μοναχούς της μονής του Αγίου Γεωργίου, που ιδρύθηκε στο χώρο της ακρόπολης. Συγκεκριμένα, το εσωτερικό του πύργου διαιρέθηκε σε δύο ισοδύναμους επιμήκεις χώρους, με την οικοδόμηση εσωτερικού τοίχου στον άξονα Α–Δ. Οι δύο χώροι στεγάστηκαν με θόλους κυλινδρικής μορφής.

Ο πύργος διέσωζε ολόκληρη τη νότια πλευρά του έως την απόληξη της στέγης μέχρι το 1981, όταν ο ισχυρός σεισμός των Αλκυονίδων έπληξε σοβαρά το μνημείο προκαλώντας εκτεταμένες καταρρεύσεις.

Φυσικό αντικείμενο του έργου που ξεκίνησε το 2011 και αναφέρθηκε παραπάνω ήταν η αναστήλωση και πλήρης αποκατάσταση του μνημείου στη μορφή που είχε στην αρχαιότητα.

Οι εργασίες που εκτελέστηκαν περιελάμβαναν:

–Ανάσυρση και ταύτιση των λιθοπλίνθων που είχαν καταπέσει εντός και εκτός του μνημείου (συνολικά 146 μεγάλες λιθόπλινθοι).

–Τοποθέτηση ισχυρών ικριωμάτων βαρέος τύπου εξωτερικά και εσωτερικά του πύργου.

–Αποσυναρμολόγηση τμήματος του μνημείου, προκειμένου να αρθούν οι σοβαρές βλάβες και παραμορφώσεις που είχε υποστεί.

–Δομική αποκατάσταση και συντήρηση των αρχαίων λιθοπλίνθων που ανασύρθηκαν και αποσυναρμολογήθηκαν.

–Ανατάξεις παραμορφωμένων τμημάτων των εσωτερικών παρειών που είχαν απωλέσει τη σύνδεση με τις εξωτερικές παρειές και παρουσίαζαν σημαντική απόκλιση προς το εσωτερικό του πύργου.

–Επανατοποθέτηση του αρχαίου δομικού υλικού.

–Συμπλήρωση των τμημάτων που είχαν απωλεσθεί με νέες λιθοπλίνθους από λατυποπαγή ασβεστόλιθο της περιοχής, όμοιο με το αρχαίο δομικό υλικό.

–Τοποθέτηση εσωτερικών μεταλλικών κλιμάκων, εξωτερικής μεταλλικής κλίμακας που οδηγεί στη θύρα του πύργου και μεταλλικής κλίμακας στον περίδρομο που οδηγεί στον πύργο.

–Κατασκευή εσωτερικών ξύλινων πατωμάτων, ξύλινης θύρας και ξύλινων παραθύρων, καθώς και ξύλινης δίριχτης στέγης με επικεράμωση.

Σήμερα, ανεβαίνοντας την εξωτερική κλίμακα και περνώντας μέσα από τη θύρα του πύργου ο επισκέπτης εισέρχεται στον πρώτο όροφο. Εκεί μπορεί να παρατηρήσει την εσωτερική τοιχοποιία που διαμορφώνεται με μικρότερους λίθους σε ακανόνιστη δόμηση και συμπλέκεται με την εξωτερική μέσω διάτονων λίθων. Στη νότια πλευρά ανοίγεται μία τοξοθυρίδα που, εκτός της πολεμικής της χρήσης, λειτουργούσε ως φυσική πηγή φωτός. Στο χώρο έχει διατηρηθεί τμήμα του βυζαντινού μεσότοιχου, μαζί με υπολείμματα του δαπέδου της ίδιας φάσης τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφική έρευνα.

Κλίμακα από ανοξείδωτο μέταλλο με ξύλινα πατήματα, κατασκευασμένη σύμφωνα με τις σύγχρονες προδιαγραφές για την ασφάλεια κίνησης των επισκεπτών, οδηγεί στον δεύτερο και τον τρίτο όροφο.

Στον δεύτερο όροφο ανοίγονται πέντε τοξοθυρίδες, από δύο ανατολικά και δυτικά και μία προς νότο, σχεδιασμένες για χρήση από τοξότες.

Τα δάπεδα του δεύτερου και του τρίτου ορόφου είναι ξύλινα, ανακατασκευασμένα βάσει των αρχαίων δοκοθηκών —λαξευμάτων στους λίθους— που μαρτυρούν τις διαστάσεις των ξύλινων δοκών που είχαν χρησιμοποιηθεί. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι τρεις κεντρικές δοκοί των δύο δαπέδων και της στέγης που έχουν εξαιρετικά μεγάλες διαστάσεις με μήκος σχεδόν 9 μ. και διατομή 50×50 εκ.

Στον τρίτο όροφο ανοίγονται δώδεκα παράθυρα, τρία σε κάθε πλευρά, για τη χρήση καταπελτών που εκτόξευαν βέλη. Ο τύπος καταπέλτη που πιθανώς χρησιμοποιήθηκε στον πύργο αυτό ήταν ο επονομαζόμενος οξυβελής. Με βάση το μέγεθος του δωματίου, υπολογίζεται ότι εδώ θα ήταν δυνατόν να έχουν τοποθετηθεί επτά έως εννέα μικρού μεγέθους οξυβελείς καταπέλτες που θα προσέδιδαν σημαντική αμυντική δύναμη.

Και στους τρεις ορόφους υπάρχει εποπτικό υλικό με πινακίδες που παρέχουν πληροφόρηση για το μνημείο και το έργο αναστήλωσης και αποκατάστασής του. Η πινακίδα του τρίτου ορόφου περιέχει πληροφορίες για τον τύπο του οξυβελούς καταπέλτη και τη συνολική αμυντική δύναμη του πύργου.

Στον τελευταίο αυτό όροφο ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται από τη μαγευτική και απρόσκοπτη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις και αποκτά αντίληψη της στρατηγικής θέσης και σημασίας του πύργου για την εποπτεία του φρουρίου και της ευρύτερης περιοχής.

2
Άγιος Γεώργιος και βυζαντινά κελιά

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου ανήκει στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς ναού με ημικυλινδρικό χαμηλό τρούλο, ημικυκλική αψίδα ιερού και μεταγενέστερο ξυλόστεγο νάρθηκα στα δυτικά με λίθινο δάπεδο από ακανόνιστες πλάκες μεγάλου μεγέθους. Οι εξωτερικές τοιχοποιίες του μνημείου είναι επιχρισμένες, ενώ εσωτερικά ο ναός είναι κατάγραφος με πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο αξιόλογης τέχνης, τριών τουλάχιστον χρονολογικών περιόδων. Το παλαιότερο στρώμα τοιχογράφησης, το οποίο συνιστά terminusantequemγια τη χρονολόγηση της αρχικής φάσης του μνημείου, χρονολογείται στους βυζαντινούς χρόνους, όπως μαρτυρεί τοιχογραφία του Παντοκράτορα που αποκαλύφθηκε στον τρούλο, έπειτα από την πτώση, λόγω σεισμού, τμήματος της τοιχογραφίας του 17ου αιώνα, που υπήρχε στο ίδιο σημείο.

Το δεύτερο στρώμα εκτείνεται στον τρούλο και στον κυρίως ναό και ανήκει στη μεταβυζαντινή φάση του μνημείου, όταν ο ναός αποτέλεσε καθολικό μονής. Επιγραφή στον βόρειο τοίχο, δίπλα από την παράσταση του Αγίου Θεοδώρου, αναφέρει τη χρονολογία 1620, ενώ άλλη επιγραφή στην παράσταση του Αγίου Γεωργίου χρονολογεί το νεότερο στρώμα τοιχογραφιών στο 1833. Ο νεότερος τοιχογραφικός διάκοσμος κοσμεί το τέμπλο, το Ιερό Βήμα και το ανατολικό τμήμα του βόρειου και του νότιου τοίχου.

Ο νάρθηκας αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Στην ανατολική πλευρά της νότιας θύρας υπάρχει εντοιχισμένη επιγραφή, στην οποία αναγράφεται η χρονολογία 1789, που ίσως παραπέμπει στο έτος ανέγερσης του νάρθηκα.

Για την εξυπηρέτηση των αναγκών της μοναστικής κοινότητας απαιτήθηκαν διαμορφώσεις και οικοδομικές επεμβάσεις σε τμήματα της ακρόπολης. Από τις εγκαταστάσεις της μονής διατηρείται σήμερα συγκρότημα κελιών, σε κάτοψη Γ, με δύο ορόφους. Στο ισόγειο σώζονται επτά θολωτοί χώροι και στον όροφο τρεις. Τα κτίσματα των κελιών προσαρτήθηκαν σε ανακατασκευασμένο τμήμα του τείχους στην ανατολική πλευρά της ακρόπολης, σε επαφή με τον Πύργο 2 (Π2). Στο εσωτερικό του κελιού που βρίσκεται στη συμβολή των δύο πτερύγων του συγκροτήματος, διατηρούνται κατάλοιπα εγκατάστασης μύλου.

Στην περιοχή όπου διατηρούνται κατάλοιπα της μεταβυζαντινής φάσης εντοπίζεται, επίσης, εκτεταμένη επέμβαση στο τείχος, όπως δείχνει η τοιχοδομία, η οποία είναι κατασκευασμένη από αργούς λίθους, θραύσματα κεραμίδων και κονίαμα και διαφοροποιείται από το τείχος της Ύστερης Κλασικής περιόδου.

3
Πύργος 2

Ο Πύργος 2 (Π2), ο δεύτερος πύργος της ανατολικής οχύρωσης, βρίσκεται σε απόσταση 56 μ. βορείως του Νοτιοανατολικού Πύργου και δίπλα στην πυλίδα που οδηγεί στην ακρόπολη. Είναι σχεδόν τετράγωνος σε κάτοψη, με μήκος πλευράς 5,30-5,50 μ. Σώζεται σε μέγιστο ύψος 10,50 μ. και αρχικά είχε δύο ορόφους. Στη δυτική και νότια πλευρά του πύργου έχουν προσαρτηθεί τα βυζαντινά κελιά της μονής του Αγίου Γεωργίου. Η είσοδος του πύργου βρίσκεται στη νότια πλευρά του και είναι προσπελάσιμη από το εσωτερικό του κελιού Κ1.4. Η πρόσβαση στον άνω όροφο θα γινόταν μέσω εξωτερικού κλιμακοστασίου.

4
Βορειοανατολικός Πύργος

Ο Πύργος 4 (Π4) βρίσκεται στη βορειοανατολική γωνία της ακρόπολης. Είναι τετράπλευρος, πλευράς περίπου 7,40 μ., με δύο ορόφους. Η πρόσβαση στον πύργο γινόταν από τη νότια πλευρά του. Λίθινη κλίμακα οδηγούσε από το εσωτερικό της ακρόπολης στον περίδρομο και στη θύρα του πύργου που βρισκόταν στη στάθμη του περιδρόμου. Η πρόσβαση στον άνω όροφο θα γινόταν πιθανώς μέσω εξωτερικής κλίμακας που θα ξεκινούσε από τον περίδρομο.

Μέχρι το 1981 η κατάσταση διατήρησης του πύργου ήταν εξαιρετικά καλή. Εξαιτίας του σεισμού, η νοτιοανατολική γωνία του μνημείου κατέρρευσε στη βραχώδη και απότομη ανατολική πλαγιά, συμπαρασύροντας τμήματα της νότιας και της ανατολικής τοιχοποιίας του. Επίσης, κατέρρευσαν λίθοι των ανώτερων τμημάτων της βόρειας και δυτικής πλευράς. Έκτοτε, ο πύργος παρουσίαζε έντονα στατικά προβλήματα και εικόνα ετοιμορροπίας.

Το 2013 ξεκίνησε το έργο αναστήλωσης του Βορειοανατολικού Πύργου με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και εκτέλεση από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων. Στο πλαίσιο του έργου εκτελέστηκε υποέργο από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών που περιελάμβανε την περιμετρική ενίσχυση του μνημείου με ισχυρά ικριώματα, ανασκαφική διερεύνηση της θεμελίωσης και εργασίες συντήρησης του δομικού υλικού. Ως στόχος του συνολικού έργου τέθηκε η άρση των στατικών προβλημάτων του μνημείου και η μερική αναστήλωση και αποκατάστασή του. Σήμερα τα στατικά προβλήματα του πύργου έχουν επιλυθεί και το μνημείο έχει αναστηλωθεί σε ύψος που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την αρχική μορφή του. Το σύνολο του έργου αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους.

5
Παλαιοχριστιανική βασιλική και Ι.Ν. Παναγίας ή Αγίας Άννας

Στην κάτω πόλη βρίσκονται τα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Πρόκειται για πεντάκλιτη, ορθογώνιας κάτοψης βασιλική, με προεξέχουσα ημικυκλική αψίδα ιερού και νάρθηκα στη δυτική πλευρά, συνολικών διαστάσεων 25×20 μ. Η βασιλική ανήκει στον λεγόμενο ελληνιστικό τύπο, που δεν απαντά συχνά στην Αττική, και χρονολογείται στον πρώιμο 5ο αιώνα.

Οι εξωτερικές τοιχοποιίες είναι κατασκευασμένες από αργούς λίθους, σχετικά μικρού μεγέθους και ακανόνιστου σχήματος, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται, ανά περίπου ένα μέτρο, μία μονή στρώση οριζόντιων οπτοπλίνθων. Περισσότερο επιμελημένης κατασκευής είναι ο τοίχος που διαχωρίζει το νάρθηκα από τον κυρίως ναό, στον οποίο ενσωματώνονται, σε όρθια θέση, μεγάλοι ορθογώνιοι δόμοι, προφανώς προερχόμενοι από τα τείχη του αρχαίου φρουρίου. Οι δόμοι λειτουργούν ως παραστάδες των θυρών επικοινωνίας με τον κυρίως ναό, με τα ενδιάμεσα τμήματα του τοίχου να πληρώνονται με αργολιθοδομή και άφθονο κονίαμα ως συνδετικό υλικό. Η ημικυκλική αψίδα του ιερού παρουσιάζει σχετικά μικρό πάχος και εσωτερικά περιτρέχεται στη βάση της από κτιστό πεζούλι, πλάτους 0,34 μ. και ύψους 0,55 μ. (εν είδει συνθρόνου).

Ο νάρθηκας επικοινωνούσε με τα πέντε κλίτη του κυρίως ναού μέσω ισάριθμων θυρών, εκ των οποίων η κεντρική ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη ως προς το άνοιγμα από τις άλλες. Τέσσερις κιονοστοιχίες που έβαιναν σε στυλοβάτες χωρίζουν τον κυρίως ναό στα πέντε κλίτη. Οι δύο κεντρικοί στυλοβάτες απέχουν μεταξύ τους 5,90 μ., ενώ οι δύο πλευρικοί είναι στενότεροι και βρίσκονται σε απόσταση 2,85–3 μ. από τους κεντρικούς στυλοβάτες και 2,55 μ. από τους πλάγιους εξωτερικούς τοίχους του ναού. Από τους κίονες διατηρείται κατά χώραν μόνο μία ιωνική βάση, σε απόσταση 4,80 μ. από τον ανατολικό τοίχο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το συνολικό μήκος της βασιλικής, επιτρέπει τη διατύπωση της υπόθεσης ότι σε κάθε έναν από τους πλάγιους στυλοβάτες —πιθανόν και επί των κεντρικών— θα εδράζονταν επτά κίονες.

Ο κυρίως ναός διέθετε πιθανόν μία πλευρική θύρα στο μέσον περίπου της βόρειας πλευράς, όπου παρατηρείται κενό στον βόρειο τοίχο, καθώς και μία ακόμη θύρα στο δυτικό τμήμα της νότιας πλευράς, μέσω της οποίας επικοινωνούσε με το βαπτιστήριο.

Πρόκειται για κτίσμα ορθογώνιας κάτοψης, αποτελούμενο από εγκάρσιο στενό ορθογώνιο προθάλαμο ή φωτιστήριο, πλάτους 1,65 μ., στο βόρειο τμήμα, και τετράγωνο κυρίως χώρο βαπτίσματος, διαστάσεων 3,50×3,40 μ., στα νότια, στους τρεις τοίχους του οποίου διαμορφώνονται τυφλά αψιδώματα. Στο κέντρο υπήρχε κτιστή κολυμβήθρα, τετράγωνη εξωτερικά (1,25×1,25 μ.) και οκτάγωνη εσωτερικά, διαμέτρου 0,70 μ., η οποία βαθύτερα γίνεται εξάγωνη, με διάμετρο 0,38 μ. Τα τοιχώματα της κολυμβήθρας ήταν επενδυμένα με μαρμάρινες πλάκες. Οπή παροχέτευσης του ύδατος ανοίγεται στον επίσης μαρμάρινο πυθμένα.

Ανατολικά του βαπτιστηρίου εφάπτεται διμερής τραπεζιόσχημος χώρος, με εσωτερική επένδυση από υδραυλικό κονίαμα, πιθανόν δεξαμενή σχετιζόμενη με τη λειτουργία του βαπτιστηρίου.

Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν το 1954 από τον καθηγητή Αν. Ορλάνδο αποκαλύφθηκαν τμήματα του επιδαπέδιου ψηφιδωτού διάκοσμου του μνημείου, ο οποίος κάλυπτε το κεντρικό κλίτος και το νάρθηκα της βασιλικής, καθώς και τον προθάλαμο του βαπτιστηρίου, και ανάγεται στα τέλη του 5ου–αρχές 6ου αιώνα.

Ο ψηφιδωτός διάκοσμος της βασιλικής αποτελείται ως επί το πλείστον από γεωμετρικά μοτίβα (τετράγωνα διάχωρα με ρόδακα, εγγεγραμμένο σε κύκλο, οκτάγωνο με εγγεγραμμένο τετράγωνο και συνεχόμενα τετράγωνα, διαχωριζόμενα σε τρίγωνα, παραλληλόγραμμα διάχωρα με σταυρούς σχηματιζόμενους από ρόμβους, κατά κορυφήν τετράγωνα και ακτινωτές πέλτες κ.ά.) και σχηματοποιημένα φυτικά θέματα (αλυσοειδής πλοχμός, ελισσόμενος βλαστός με κισσόφυλλα), ενώ στο νάρθηκα σώζεται και τμήμα ψευδοεμβλήματος, με παράσταση πτηνών που ραμφίζουν άνθη. Στο δάπεδο του προθάλαμου του βαπτιστηρίου εντοπίζεται ψηφιδωτή παράσταση με φολιδωτό μοτίβο και σπάραγμα ψηφιδωτού με αλυσοειδή πλοχμό και σπειρομαίανδρο.

Η βασιλική πιθανότατα καταστράφηκε τον 7ο αιώνα. Επάνω στα ερείπια του ανατολικού τμήματος του κυρίως ναού, μπροστά από την αψίδα του ιερού, κτίστηκε μικρό τρίκογχο ναΰδριο με κυλινδρικό τρούλο, αφιερωμένο στην Παναγία ή στην Αγία Άννα. Το ναΰδριο χρονολογείται στον 11ο–12ο αιώνα. Eίναι κατασκευασμένο, ως επί το πλείστον, από αρχαίο αρχιτεκτονικό υλικό σε δεύτερη χρήση, συμπεριλαμβανομένων αρχαίων επιγραφών. Συγκεκριμένα, το υπέρθυρο της εξωτερικής θύρας του ναϋδρίου διαμορφώνεται από ενεπίγραφη στήλη του 3ου αιώνα π.Χ., κατάγραφη με τιμητικά ψηφίσματα και καταλόγους εφήβων. Στον δυτικό τοίχο έχει ενσωματωθεί επιτύμβια στήλη που φέρει την επιγραφή «Μελαμποδώρα Αχέλωνος», ενώ στη βορειοανατολική γωνία του ναού είναι εντοιχισμένο βάθρο χάλκινου ανδριάντα που φέρει επιγραφή με το όνομα του Φλάβιου Κλαύδιου Κωνσταντίνου. Στο εσωτερικό του ναού σώζονται και ελάχιστα σπαράγματα τοιχογραφικού διάκοσμου.

Ο ναός πιθανόν λειτούργησε ως καθολικό μονής, όπως συνάγεται από κτηριακά κατάλοιπα που εντοπίζονται στον περιβάλλοντα χώρο του, ενώ σε μεταγενέστερη εποχή ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και ως νεκροταφείο, γεγονός στο οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η καταστροφή του ψηφιδωτού επιδαπέδιου διάκοσμου της παλαιοχριστιανικής βασιλικής.

Σήμερα, τα κατάλοιπα του ψηφιδωτού διάκοσμου της βασιλικής και του βαπτιστηρίου δεν είναι ορατά, καθώς έχουν καλυφθεί προκειμένου να προστατευτούν από τις καιρικές συνθήκες.

6
Πύργος 6 του βόρειου μακρού τείχους και παρακείμενη πύλη

Ο Πύργος 6 του βόρειου μακρού τείχους (Β.Π6) βρίσκεται σχεδόν στα μισά της απόστασης από τη βορειοδυτική γωνία της ακρόπολης έως την ακτή. Είναι σχεδόν τετράγωνος εξωτερικά, με μήκος πλευράς περίπου 6 μ. και εκτιμώμενο συνολικό αρχικό ύψος περίπου 9 μ. από τη στάθμη του εδάφους.

Ο πύργος προστατεύει μία πύλη που οδηγεί στην κάτω πόλη και δείχνει να έχει κατασκευαστεί ειδικά για την άμυνά της. Συγκεκριμένα, εξέχει από τη θύρα της πύλης με τέτοιο τρόπο, ώστε να την προστατεύει αποτελεσματικά από οποιοδήποτε πλήγμα. Η πύλη, από την οποία σώζονται οι παραστάδες, έχει άνοιγμα 2,45 μ. και, όπως μαρτυρούν εγκοπές, πιθανότατα έκλεινε εσωτερικά με διπλή «μπάρα».

7
Τελευταίος πύργος του βόρειου μακρού τείχους

Στο δυτικότερο άκρο του βόρειου μακρού τείχους βρίσκεται ο τελευταίος πύργος της οχύρωσης (Β.Π9), βυθισμένος εν μέρει στη θάλασσα. Η ακτογραμμή κατά την αρχαιότητα θα βρισκόταν αρκετά μέτρα δυτικότερα. Ο πύργος θα ήταν κτισμένος στην ξηρά, αλλά πολύ κοντά στην ακτή, χρησιμεύοντας πιθανότατα ως φυλάκιο και παρατηρητήριο του λιμανιού. Ήταν πιθανότατα ορθογώνιος και προεξείχε από το βόρειο τείχος προς ανατολικά κατά περίπου 5,35–5,40 μ. Η βόρεια πλευρά που σώζεται καλύτερα έχει μέγιστο ορατό μήκος 5,85 μ. Η δυτική και η νότια πλευρά δεν σώζονται.

Δεν είναι βέβαιο εάν ο πύργος αποτελούσε το τελευταίο στοιχείο του βόρειου μακρού σκέλους ή εάν ήταν γωνιακός και συνδεόμενος με ένα παραθαλάσσιο τείχος που θα έκλεινε δυτικά το λιμάνι. Το 1819, ο H. Inwood σχεδιάζει την κάτοψη της οχύρωσης του φρουρίου κλειστή από όλες τις πλευρές, με ένα παραθαλάσσιο τείχος, στη συνέχεια της δυτικής πλευράς του πύργου. Ο E. Ziller εκτελεί το 1876 τοπογραφικό σχέδιο του φρουρίου, με σχεδιασμένο μικρό τμήμα παραθαλάσσιου τείχους που συνάπτεται με τη νότια πλευρά του πύργου. Τίθεται το ερώτημα εάν την εποχή εκείνη υπήρχαν ορατά ίχνη παραθαλάσσιου τείχους, τα οποία σε μεταγενέστερα σχέδια δεν αποτυπώνονται.

«Η απομόνωση του τοπίου διέσωσε για εμάς μια ελληνική οχυρωμένη πόλη στην καλύτερη κατάσταση και μεγαλύτερη πληρότητα από οποιαδήποτε άλλη… ένα μέρος, που όσοι το έχουν δει, το αναπολούν με θαυμασμό και τείνουν να επιστρέφουν». Με τα λόγια αυτά περιγράφει ο Βρετανός αρχαιολόγος E.F. Benson το αρχαίο φρούριο των Αιγοσθένων σε άρθρο που δημοσιεύει στα τέλη του 19ου αιώνα.

Ακόμη και σήμερα, το φρούριο των Αιγοσθένων, στο Πόρτο Γερμενό της Δυτικής Αττικής, αποτελεί ένα από τα επιβλητικότερα και εντυπωσιακότερα αρχαία φρούρια στον ελλαδικό χώρο.

Η θέση που επελέγη για να κτιστεί η αρχαία πόλη των Αιγοσθένων βρίσκεται σε ένα τοπίο μοναδικού φυσικού κάλλους. Περιβάλλεται από ορεινούς όγκους που της παρέχουν γεωγραφική απομόνωση και φυσική προστασία, ενώ παράλληλα η άμεση πρόσβαση στη θάλασσα της ανοίγει ορίζοντες επικοινωνίας. Συγκεκριμένα, η αρχαία πόλη είναι κτισμένη στην ανατολική πλευρά του Κορινθιακού κόλπου, στον όρμο των Αιγοσθένων, και περιβάλλεται από τις οροσειρές του Κιθαιρώνα προς βορρά, του Μύτικα προς νότο και του Μακρού όρους προς τα νοτιοδυτικά. Η θέση θεωρείται στρατηγικής σημασίας λόγω της εγγύτητάς της —σε απόσταση μόλις 10 χλμ.— με έναν από τους κύριους στρατιωτικούς δρόμους ο οποίος, διερχόμενος από τη βόρεια Μεγαρίδα, συνέδεε την Πελοπόννησο με τη Βοιωτία.

Η θέση της αρχαίας πόλης των Αιγοσθένων φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί από τα γεωμετρικά έως τα μεταβυζαντινά χρόνια.

Το φρούριο κτίστηκε στο β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. προσδίδοντας στη θέση οχυρωματικό χαρακτήρα. Αποτελείται από την ακρόπολη και την κάτω πόλη, η οποία προστατευόταν από μακρά τείχη που φθάνουν μέχρι τη θάλασσα.

Η ακρόπολη είναι κτισμένη σε χαμηλό λόφο, σε απόσταση 450 μ. από τη θάλασσα. Έχει ορθογώνιο σχήμα (190×80 μ.) και ορίζεται περιμετρικά από περίβολο με πύργους. Η ανατολική της πλευρά σώζεται σε μεγάλο ύψος, ενισχύεται από τέσσερις πύργους και έχει μικρή πυλίδα.

Το πλέον εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του φρουρίου είναι ο πύργος της νοτιοανατολικής γωνίας της ακρόπολης, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος και ψηλότερος πύργος του φρουρίου. Είναι σήμερα αναστηλωμένος στην πλήρη μορφή του και προσβάσιμος εσωτερικά και στους τρεις ορόφους του.

Η ακρόπολη συνδεόταν με το λιμάνι με μακρά τείχη, τα οποία περιλάμβαναν τουλάχιστον επτά πύργους και δύο πύλες. Από τα τείχη μόνο το βόρειο είναι σήμερα ορατό.

Στα Αιγόσθενα μαρτυρείται λατρεία του μάντη και θεραπευτή Μελάμποδα, το ιερό του οποίου εκτιμάται ότι βρίσκεται κάτω από την ακρόπολη, στο χώρο εντός των μακρών τειχών.

Ένδειξη για τη συνέχιση της κατοίκησης κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους αποτελεί η πεντάκλιτη βασιλική του 5ου αιώνα. Στην Ύστερη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο, ο χώρος της ακρόπολης φιλοξένησε μοναστήρι, από το οποίο σώζονται ερείπια κελιών, καθώς και το καθολικό.

Το 1981, ο ισχυρός σεισμός των Αλκυονίδων στον Κορινθιακό κόλπο επέφερε σημαντικές βλάβες και καταρρεύσεις σε όλο το φρούριο.

Από το 2011 το Υπουργείο Πολιτισμού έχει ξεκινήσει σημαντικά έργα αναστήλωσης και αποκατάστασης του φρουρίου.

Συγκεκριμένα, το 2011 ξεκίνησε το έργο αναστήλωσης του Νοτιοανατολικού Πύργου της ακρόπολης (Π1) που χρηματοδοτήθηκε από το ΕΣΠΑ – Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Αττική 2007–2013» και εκτελέστηκε με αυτεπιστασία αρχικά από την Γ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και στη συνέχεια από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών. Το έργο ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2016 και πριν από περίπου ένα χρόνο εγκαινιάστηκε από την αρμόδια για το χώρο Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής και άνοιξε ο χώρος για το κοινό.

Το 2013 ξεκίνησε το έργο αναστήλωσης του Βορειοανατολικού Πύργου της ακρόπολης (Π4) με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και εκτέλεση από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων. Το έργο αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους. Στο πλαίσιο του έργου εκτελέστηκε υποέργο αρχαιολογικών εργασιών από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών.

Από το 2018 ξεκίνησαν πρόδρομες εργασίες για την αναστήλωση του Μεσοπυργίου 3-4 — του τμήματος δηλαδή του τείχους που παρεμβάλλεται μεταξύ των Πύργων 3 και 4 της ακρόπολης. Οι εργασίες εκτελούνται από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής.

Επιπλέον, στην παρούσα φάση η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής προχωρά στην υποστύλωση των βυζαντινών κελιών στην ακρόπολη του φρουρίου, ενώ παράλληλα προετοιμάζει την ολοκληρωμένη μελέτη αναστήλωσης και αποκατάστασης του συγκροτήματος των βυζαντινών κελιών και του αρχαίου Πύργου 2, με στόχο την υλοποίηση του συγκεκριμένου έργου στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενου προγράμματος.

Συνοπτική ιστορία της πόλης

Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, τα Αιγόσθενα αποτελούσαν κώμη που ανήκε γεωγραφικά και διοικητικά στην πόλη–κράτος των Μεγάρων, τουλάχιστον έως τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.. Το φρούριο, που χρονολογείται στο β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ., πιθανολογείται ότι κτίστηκε από τους Μεγαρείς με τη βοήθεια των συμμάχων τους Αθηναίων, προκειμένου να δημιουργηθεί μια οχυρή θέση στα βορειοδυτικά σύνορα της Αττικής για να αναχαιτισθούν τα στρατεύματα των Μακεδόνων υπό τον Φίλιππο Β’.

Επιγραφή μαρτυρεί ότι στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. εγκαταστάθηκε στα Αιγόσθενα μακεδονική φρουρά του βασιλέως Δημητρίου του Πολιορκητή, υπό Βοιώτιο φρούραρχο. Σε αυτή την επιγραφή στηρίχτηκε η άποψη ότι ίσως τα Αιγόσθενα οχυρώθηκαν από τον Δημήτριο. Η πόλη παραμένει την εποχή εκείνη στην επικράτεια των Μεγάρων, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη επιγραφή αποτελεί τιμητικό ψήφισμα που εκδίδουν τα Μέγαρα προς τον επικεφαλής Βοιώτιο φρούραρχο των Αιγοσθένων, ο οποίος ήταν στην υπηρεσία του Δημητρίου του Πολιορκητή.

Τον 3ο αιώνα π.Χ. η πόλη αυτονομείται και στα τέλη του ίδιου αιώνα εντάσσεται ως αυτόνομη πόλη στο Κοινό των Βοιωτών, όπου παραμένει πιθανώς έως τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.

Στα ρωμαϊκά χρόνια, η πόλη συνδέεται με τον αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος αναφέρεται σε επιγραφή ως «οικιστής».

Ενεπίγραφο βάθρο του 4ου αιώνα μ.Χ. συνδέει την πόλη με τον Φλάβιο Κλαύδιο Κωνσταντίνο, γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στην περίοδο αυτή ανήκουν πιθανόν κάποιες ανακατασκευές σε τμήματα των τειχών. Η κατοίκηση της πόλης συνεχίζεται τον 5ο–6ο αιώνα, όπως μαρτυρείται από την πεντάκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική που ανασκάφηκε στην κάτω πόλη, καθώς και από οικιστικά κατάλοιπα που εντοπίζονται εντός του φρουρίου και κατά μήκος του βόρειου σκέλους.

Επάνω στα ερείπια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, χτίστηκε στη Μεσοβυζαντινή περίοδο το ναΰδριο της Παναγίας ή Αγίας Άννας.

Στην Ύστερη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο, στο χώρο της ακρόπολης λειτούργησε μονή με καθολικό το ναό του Αγίου Γεωργίου. Ως χώροι διαμονής και χρήσης από τους μοναχούς λειτούργησαν τα κελιά που διαμορφώθηκαν στο Μεσοπύργιο 1–2, καθώς και στο εσωτερικό του Νοτιοανατολικού Πύργου.

Αναφορές της πόλης των Αιγοσθένων στον Ξενοφώντα

Η πόλη των Αιγοσθένων αναφέρεται δύο φορές στο έργο του Ξενοφώντος Ελληνικά, ως σταθμός του στρατού των Σπαρτιατών κατά τη διέλευσή τους από την περιοχή:

Η πρώτη αναφορά γίνεται με αφορμή την ισχυρή ανεμοθύελλα που συνάντησε ο στρατός των Σπαρτιατών στην περιοχή, περιστατικό που τοποθετείται στο 378 π.Χ. Σύμφωνα με την περιγραφή του Ξενοφώντος, ο στρατός των Σπαρτιατών με επικεφαλής τον Κλεόμβροτο επιστρέφοντας στην πατρίδα έπειτα από εκστρατεία σε θηβαϊκά εδάφη, βγαίνοντας από την Κρεύση και διασχίζοντας το βουνό που κατεβαίνει μέχρι τη θάλασσα, συνάντησαν πρωτοφανή θύελλα που μερικοί τη θεώρησαν σημαδιακή για το μέλλον. Η θύελλα ήταν τόσο βίαιη, ώστε εκτός πολλών άλλων γκρέμισε πολλά γαϊδούρια μαζί με το φορτίο τους και άρπαξε και πέταξε στη θάλασσα πολλά όπλα. Τελικά πολλοί, μην μπορώντας να βαδίσουν με τον οπλισμό τους, άφησαν στην κορυφή τις ασπίδες τους, τοποθετημένες ύπτια και γεμάτες πέτρες, και κατέβηκαν για να διανυκτερεύσουν στα Αιγόσθενα. Την άλλη μέρα επέστρεψαν, πήραν τις ασπίδες και συνέχισαν το δρόμο τους.

Η δεύτερη αναφορά του Ξενοφώντος στα Αιγόσθενα γίνεται με αφορμή τα γεγονότα μετά τη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ. Οι Λακεδαιμόνιοι, μετά την ήττα τους από τους Θηβαίους και έχοντας συμφωνήσει ανακωχή μαζί τους, έφυγαν μέσα στη νύχτα και ακολουθώντας τον δύσβατο δρόμο της Κρεύσιδος έφτασαν στα Αιγόσθενα, όπου συναντήθηκαν με το στρατό του Αρχιδάμου. Αυτός περίμενε ώσπου να παρουσιαστούν όλοι οι σύμμαχοι και κατόπιν πήρε ολόκληρο το στράτευμα μαζί ώς την Κόρινθο.

Και στις δύο αναφορές υποδεικνύεται η στρατηγική θέση των Αιγοσθένων, πλησίον ενός από τους κύριους στρατιωτικούς οδικούς άξονες της αρχαιότητας.

Το ιερό του Μελάμποδος

Στην πόλη των Αιγοσθένων μαρτυρείται ιερό αφιερωμένο στο μάντη και θεραπευτή σωμάτων και ψυχών Μελάμποδα.

Ο περιηγητής Παυσανίας αναφερόμενος στα Αιγόσθενα μιλά μόνο για το ιερό αυτό, αποδίδοντάς του ιδιαίτερη σημασία. Συγκεκριμένα γράφει: «Στα Αιγόσθενα υπάρχει ιερό του Μελάμποδα, του γιου του Αμυθάονα, και παράσταση ενός άνδρα, όχι μεγάλη, σκαλισμένη πάνω σε στήλη. Για τον Μελάμποδα υπάρχει θυσία και μια εορτή που γίνεται κάθε χρόνο. Αυτός λένε πως δεν προμηνύει το μέλλον ούτε με όνειρα ούτε με κανένα άλλο τρόπο».

Σύμφωνα με το μύθο, όταν ο Μελάμπους γεννήθηκε, η μητέρα του τον απόθεσε κάτω από μία συστάδα δέντρων και ενώ η σκιά των δέντρων προστάτευε το σώμα του, τα πόδια του έμειναν έκθετα στον ήλιο και μαύρισαν. Γι’ αυτό ονομάστηκε Μελάμπους, δηλαδή αυτός που έχει μαύρα πόδια.

Σε νόμισμα των Αιγοσθένων, κομμένο στα αυτοκρατορικά χρόνια, απεικονίζεται ένα παιδί που θηλάζει από κατσίκα. Ίσως υπήρχε κάποια τοπική παράδοση για ένα παιδί που το εγκατέλειψαν στον Κιθαιρώνα —ο Μελάμπους (;)— και που μεγάλωσε εκεί τρεφόμενο από θεόσταλτη αίγα. Ο μύθος που απεικονίζεται στο νόμισμα συνδέεται πιθανότατα με το όνομα που δόθηκε στην πόλη, το πρώτο συνθετικό του οποίου προέρχεται από τη λέξη «αἴξ».

Η θέση του ιερού δεν είναι γνωστή. Εκτιμάται ότι βρίσκεται στην κάτω πόλη, στον εντός των μακρών τειχών χώρο.

Επιγραφές επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ιερού αφιερωμένου στον Μελάμποδα στην πόλη των Αιγοσθένων και τη διοργάνωση αγώνων στη γιορτή που γινόταν κάθε χρόνο προς τιμήν του. Το ιερό φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και για την πολιτική ζωή της πόλης, καθώς αποτελούσε τον επίσημο χώρο όπου στήνονταν τα ψηφίσματα του δήμου.

Περιήγηση στο χώρο

Η διαδρομή περιήγησης που προτείνεται στους επισκέπτες ξεκινάει από την ανατολική πλευρά του φρουρίου. Ασφαλτοστρωμένος δρόμος οδηγεί από την παραλιακή οδό του Αγίου Νικολάου στα ανατολικά της ακρόπολης. Ακολουθώντας την πινακίδα του αρχαιολογικού χώρου, ο επισκέπτης αφήνει τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και οδηγείται προς τα αριστερά, σε χωμάτινη οδό που καταλήγει σε μικρής έκτασης ελεύθερο χώρο στάθμευσης οχημάτων, εξωτερικώς της ανατολικής πλευράς του φρουρίου. Στο χώρο αυτό έχει δημιουργηθεί σημείο θέασης και πληροφόρησης ΑμΕΑ, με δύο ενημερωτικές πινακίδες, εκ των οποίων η μία σε γραφή Braille.

Ακολουθεί χωμάτινο μονοπάτι προς την αρχαία πυλίδα, πλησίον του Πύργου 2, από την οποία ο επισκέπτης εισέρχεται στο εσωτερικό του φρουρίου.