Ο πρώτος γνωστός φάρος στην ιστορία άρχισε να κατασκευάζεται το 296 π.Χ. και ολοκληρώθηκε το 280 π.Χ., στη νησίδα Φάρος, στο ΒΑ άκρο του λιμανιού της Αλεξάνδρειας, από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Σώστρατο του Δεξιφάνους από την Κνίδο της Καρίας, επί εποχής Πτολεμαίου του Φιλάδελφου.

«Ελλήνων σωτήρα φάρου σκοπόν, ω άνα Πρωτεύ / Σώστρατος έστησε Δεξιφάνους Κνίδιος. / Ου γαρ εν Αιγύπτω σκοπιωρείσθ’ απονήσων / αλλά χαμαί χηλή ναύλοχος εκτέταται. / Του χάριν ευθείαν τε και όρθιον αιθέρα τέμνων / πύργος όδ’ απλάτων φαίνεται από σπιλάδων / ήματι˙ παννύχιος δε θέων συν κύμματι ναύτης / όψεται εκ κορυφής πυρ μέγα καιόμενον / και κεν επ’ αυτού δράμοι, Ταύρου Κέρας ουδ’ αν αμάρτοι / Σωτήρος, Πρωτεύ ξείνιε, τήδε πλέων» (σημ. 1).

Είχε ύψος 157 μέτρα και η φωτοβολία του άγγιζε τα 30 ναυτικά μίλια, φωτίζοντας τις ακτές και βοηθώντας τη ναυσιπλοΐα. Η λειτουργία του σταμάτησε το 1303 μ.Χ. ύστερα από ισχυρή σεισμική δόνηση. Το 1326 άρχισε η μερική κατάρρευσή του, ώσπου το 1349 κατέρρευσε ολοκληρωτικά.

Η ίδρυση και η λειτουργία των φάρων, από αρχαιοτάτων χρόνων, συνδέεται με τη γεωγραφική θέση κάθε χώρας και την ανάγκη του ανθρώπου να ταξιδέψει πέρα από τα γνωστά όρια και να ανακαλύψει την άκρη του κόσμου. Οι ανάγκες του θαλάσσιου εμπορίου και της ναυσιπλοΐας επέβαλαν, από τα τέλη του 18ου αιώνα, την ανάπτυξη ενός οργανωμένου δικτύου φάρων που θα προστάτευαν όσους έπλεαν στα στενά περάσματα, σε περιοχές με επικίνδυνες ξέρες και υφάλους και θα τους καθοδηγούσαν στα λιμάνια.

Στη βιομηχανική επανάσταση, σπουδαίοι μηχανικοί και εφευρέτες ασχολήθηκαν με την εξέλιξη της τεχνολογίας των φάρων, των φωτιστικών εξαρτημάτων, μηχανημάτων και φακών. Ενδεικτικά αναφέρονται οι:

– Argent, 1780, εφευρέτης των ομώνυμων λυχνιών πυρακτώσεως.

– Lange, Meunier και Quinquiet, 1783, οι οποίοι εξέλιξαν αυτές τις λυχνίες.

– Sangrain, 1781, τοποθέτησε σφαιρικά κάτοπτρα σε φάρους.

– Lemoyne, 1784, μελέτησε την παραλλαγή του φωτός στους φάρους.

– Teulere, Borda και Lenoir, 1791, τοποθέτησαν παραβολικά κάτοπτρα σε φάρους.

– Bordier και Marcet, 1791, εφευρέτες του reflecteur sideral.

– Lecoat de St Haouen, 1811, μελέτησε το χρωματισμό του φωτός και τα χαρακτηριστικά των φάρων.

– Carcel, 1800, εφευρέτης μηχανικής λυχνίας ελαίου, το όνομα του οποίου δόθηκε στη μονάδα μέτρησης της φωτιστικής έντασης.

– Henry Lepaute, 1825, εφευρέτης του ρυθμιστή ταχύτητας της περιστροφής των μηχανημάτων των φάρων.

– Augustine Fresnel, 1819, εφευρέτης των ομώνυμων καταδιοπτρικών φακών των μηχανημάτων των φάρων που έφεραν την επανάσταση στους φάρους αυξάνοντας δραστικά την εμβέλεια του φωτός.

– Nils Gustav Dalen, 1905, μηχανικός και ιδρυτής της εταιρείας AGA, επινόησε μέθοδο αυτόματης αφής των φάρων με ηλιοβαλβίδα ασετιλίνης, μέσω της οποίας άναβαν αυτόματα οι φάροι με τη δύση του ηλίου. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ φυσικών επιστημών το 1912.

Οι αυτόματοι φάροι AGA έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του παγκόσμιου φαρικού δικτύου και επέτρεψαν, ύστερα από σχετικά σύντομες δοκιμές, να φωτιστούν τα πλέον δυσπρόσιτα σημεία των ελληνικών ακτών.

Η πρώτη προσπάθεια για την οργάνωση του φαρικού δικτύου έγινε από το βασιλιά Όθωνα, με το ΒΔ (ΦΕΚ 4/16-01-1834) «Περί Οργανισμού Λιμενίων Αρχών», όπου για τη μέριμνα των φανών, ορίστηκαν υπεύθυνοι οι αξιωματικοί των λιμένων.

Από τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους μέχρι το 1887, το σύνολο των φάρων υπαγόταν από κοινού στο Υπουργείο Εσωτερικών και στο Υπουργείο Ναυτικών και οι θέσεις των φάρων και των φανών επιλέγονταν χωρίς κεντρικό σχεδιασμό.

To 1887, με τον νόμο ΑΥΠΒ΄ «Περί συστάσεως ταμείου των φάρων» (ΦΕΚ 140/1887), ο Χαρίλαος Τρικούπης, κατόπιν εισήγησης επιτροπής που συστάθηκε με απόφαση του τότε Υπουργού επί των Ναυτικών Γεωργίου Θεοτόκη ως προέδρου και με μέλη τον Ναύαρχο Lejeune (της γαλλικής αποστολής), τον Πλοίαρχο Αριστείδη Ράινεκ, τον Αντιπλοίαρχο Δ. Μιαούλη, τον Ιωάννη Μαρκόπουλο, πρώην Αξιωματικό του Μηχανικού, Διευθυντή των Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Εσωτερικών και μετέπειτα πρώτο Τμηματάρχη των Φάρων επί σειρά ετών, τον Εduard Quellenec (της γαλλικής αποστολής), Αρχιμηχανικό επί των Δημοσίων Έργων και τον Π. Χρυσανθόπουλο, Τμηματάρχη της Εμπορικής Ναυτιλίας, μετέφερε την αρμοδιότητα των φάρων στο Υπουργείο Ναυτικών, όπου και ιδρύθηκε το Τμήμα των Φάρων.

Αργότερα τον ίδιο χρόνο, με δεύτερη απόφαση του τότε Υπουργού επί των Ναυτικών Γ. Θεοτόκη, συγκροτείται επιτροπή με έργο την εξέταση της μελέτης των Ι. Μαρκόπουλου και Ε. Quellenec «Έκθεσις περί του φωτισμού των ελληνικών παραλίων». Πρόεδροι της επιτροπής αυτής ορίστηκαν οι Ναύαρχοι Κανάρης και Lejeune και μέλη της ο Πλοίαρχος Γ. Σταματέλος, οι Αντιπλοίαρχοι Κ. Σαχτούρης και Δ. Μιαούλης, ο Πλωτάρχης Α. Μιαούλης (ο πρώτος υδρογράφος του Πολεμικού Ναυτικού), ο Ι. Μαρκόπουλος και ο Ε. Quellenec. Παρεκλήθη δε ο Άγγλος Ναύαρχος και μέγας υδρογράφος Mansell να συμμετάσχει, εφόσον το επέτρεπε η κατάσταση της υγείας του.

Τόσο οι δύο αυτές επιτροπές, οι πρώτες με εξειδικευμένο αντικείμενο τους φάρους, όσο και οι αποφάσεις που πήραν, θεωρούνται σημαντικότατες, γιατί άλλαξαν την ιστορία των φάρων στην Ελλάδα.

Η μελέτη των Ι. Μαρκόπουλου και Ε. Quellenec, βασισμένη στις τότε 11 διεθνείς γραμμές πελαγοδρομίας και στις τότε 12 ελληνικές γραμμές ακτοπλοΐας, προέβλεπε τη θέση, την τάξη, το μέγεθος, τον προϋπολογισμό και τη σειρά των εργασιών για την κατασκευή 73 φάρων και φανών και τη μετατροπή των 42 υπαρχόντων, ώστε ο συνολικός αριθμός τους να ανέλθει στους 141. Οι φάροι και φανοί αυτοί αποτελούν σημαντικό τμήμα του ελληνικού φαρικού δικτύου σήμερα.

Το έργο του φωτισμού των ελληνικών ακτών τιμήθηκε το 1907 στη διεθνή ναυτική έκθεση του Bordeaux με το μεγάλο βραβείο τιμής (diplôme de Grand Prix). Ο αείμνηστος Yποναύαρχος Σ. Λυκούδης, όταν το μεγαλύτερο μέρος της δόμησης του ελληνικού φαρικού δικτύου ολοκληρώθηκε, ανέφερε χαριτολογώντας ότι «τα παράλια της Ελλάδας μοιάζουν σαν ένας τεράστιος πολυέλαιος»!

Το 1910 με το νόμο ΓΦΠ΄ (ΦΕΚ 80/26-2-1910), συγχωνεύτηκαν τα τμήματα των Φάρων και της Υδρογραφίας του Υπουργείου Ναυτικών και τοποθετήθηκε για πρώτη φορά αντιπλοίαρχος του ΒΝ ως τμηματάρχης. Παράλληλα, το 1914, η αρμοδιότητα ανέγερσης και επισκευών των κτηρίων των φάρων και των φανών του κράτους, με το νόμο 276 (ΦΕΚ 156/30-12-1914), υπάχθηκε στο νεοσύστατο τμήμα των Ναυτικών Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Ναυτικών με τμηματάρχη αξιωματικό του Μηχανικού. Αργότερα το τμήμα αυτό μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Συγκοινωνιών.

Το 1915, με το νόμο 645 (ΦΕΚ 78/23-2-1915), ιδρύεται η Διεύθυνσις Φάρων στο Υπουργείο Ναυτικών, ανεξάρτητη πάσης άλλης υπηρεσίας, με πλήρη αρμοδιότητα στους φάρους και φανούς του κράτους.

Το 1951, ψηφίζεται ο νόμος 1629 «Περί φάρων» (ΦΕΚ 9Α/8-1-1951), ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα και διέπει την αρμοδιότητα των φάρων, φανών και φωτοσημαντήρων του κράτους, η οποία ασκείται διά της Διευθύνσεως των Φάρων του Υπουργείου Ναυτικών. Με την κατάργηση του Υπουργείου Ναυτικών η Διεύθυνση Φάρων μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, υπάχθηκε στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού (ΓΕΝ) του Πολεμικού Ναυτικού και μετεξελίχθηκε στη σημερινή Υπηρεσία Φάρων. Διοικείται δε μέχρι σήμερα από Μηχανικό, Αρχιπλοίαρχο του ΠΝ και στελεχώνεται από ανώτερο και κατώτερο στρατιωτικό προσωπικό του ΠΝ, φαροφύλακες και πολιτικό προσωπικό. Εδρεύει στον δεξιό για τους εισερχόμενους βραχίονα του προλιμένα του Πειραιά, ύστερα από περιπλανήσεις στην Αθήνα, μεταξύ της οδού Φειδίου και της πλατείας Κλαυθμώνος, καθώς και της Ακτής Βασιλειάδη (στις δεξαμενές του ΟΛΠ) όπου έδρευαν οι αποθήκες και τα συνεργεία των φάρων.

Από αρχαιοτάτων χρόνων, για κάθε ναυτικό, φάρος σημαίνει ασφάλεια της ρότας του, οδηγός τη νύχτα, προστάτης αλλά και σύντροφος. Η απαίτηση της ίδρυσης και λειτουργίας των φάρων συνδέεται άμεσα με τη γεωγραφική θέση της χώρας μας, όπου οι ανάγκες της ναυσιπλοΐας επέβαλαν από παλιά την ανάπτυξη ενός οργανωμένου δικτύου φάρων, που θα προστάτευαν όσους έπλεαν σε στενά και επικίνδυνα περάσματα και θα τους οδηγούσαν σε ασφαλή περάσματα και μακρινά λιμάνια.

Η σπουδαιότητα των φάρων γίνεται άμεσα εμφανής, αν λάβουμε υπόψη το μεγάλο ανάπτυγμα των ακτών της χώρας μας, το μεγάλο πλήθος των νήσων, νησίδων, βραχονησίδων, στενών, διαύλων και λιμανιών, καθώς επίσης και την εξαιρετικά μεγάλη ναυτιλιακή κίνηση λόγω της γεωγραφικής θέσης της.

Η Υπηρεσία Φάρων έχει ως αποστολή την ίδρυση, εγκατάσταση, συντήρηση και λειτουργία των αναγκαιούντων φάρων, φανών και φωτοσημαντήρων για την ασφαλή ναυσιπλοΐα στις θάλασσες της ελληνικής επικράτειας, καθώς επίσης και την ενημέρωση των ναυτιλλομένων μέσω της Υδρογραφικής Υπηρεσίας για τις σβέσεις, επαναλειτουργία και νέες τοποθετήσεις πυρσών, μέσω αγγελιών. Επιπρόσθετα σε συνεργασία με την Υδρογραφική Υπηρεσία, εκδίδει τον Φαροδείκτη των ελληνικών ακτών.

Από όλα αυτά συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι παρά τον εκσυγχρονισμό των μέσων ναυσιπλοΐας, οι φάροι εξακολουθούν να παραμένουν σημαντικά ναυτιλιακά βοηθήματα και, κατ’ επέκταση, η αποστολή της Υπηρεσίας Φάρων στο να διατηρεί σε λειτουργία τους 1.533 πυρσούς του ελληνικού φαρικού δικτύου είναι εξαιρετικά σημαντική και πολυδάπανη.

Από την προαναφερθείσα αποστολή της Υπηρεσίας Φάρων απορρέει άμεσα το μεγάλο κοινωνικό της έργο που θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής:

– Συντελεί αποφασιστικά στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας προφυλάσσοντας ανθρώπινες ζωές και πλωτά μέσα, με το να κατευθύνει τα πλοία σε σωστές πορείες και με ασφαλή προσέγγιση στα λιμάνια. Για κάθε ναυτικό, φάρος σημαίνει ελπίδα, αισιοδοξία και ασφάλεια της ρότας του.

– Συντελεί στην αποφυγή οποιασδήποτε ατυχηματικής καταστροφής ή ρύπανσης του θαλασσίου οικοσυστήματος, που ως γνωστόν έχουν ολέθριες συνέπειες στις παράκτιες περιοχές, τον τουρισμό, την αλιεία και την εν γένει οικονομική δραστηριότητα των περιοχών.

– Αναδεικνύει την πολιτιστική αξία των πέτρινων φάρων ως ιστορικών, βιομηχανικών και ναυτικών νεότερων μνημείων με την αποκατάσταση και την ένταξή τους στην πολιτιστική μας κληρονομιά.

– Οι φαροφύλακες και τα φαρόπλοια, ως εκ της αποστολής τους και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, περισυνέλεξαν ναυαγούς ή ρυμούλκησαν ακυβέρνητα σκάφη, ενημερώνοντας και συνδράμοντας τις αρμόδιες αρχές.

– Τέλος, η σημασία της παρουσίας του φαροφύλακα σε παραμεθόριες περιοχές ήταν και παραμένει εξαιρετικά σημαντική. Η καθημερινή έπαρση της ελληνικής σημαίας και ο έλεγχος του χώρου που επιτηρεί αποτελούν εθνική υπηρεσία υψίστης σημασίας.

Από τους αρχαίους χρόνους, τους βυζαντινούς μετέπειτα και την τουρκοκρατία ακόμη, οι φρυκτωρίες, οι βίγλες και οι πύργοι στα νησιά και τα παράλια της ηπειρωτικής ελληνικής ενδοχώρας είχαν πολυσχιδείς σκοπούς. Αμυντικούς κυρίως, ειδοποιούσαν τους κατοίκους για την εμφάνιση εχθρών και πειρατών, αλλά φαίνεται ότι εξυπηρετούσαν και τα διερχόμενα πλοία, παίζοντας το ρόλο των φάρων.

Από διαφορετικές πηγές προκύπτει ότι φάροι στο ελληνικό αρχιπέλαγος ανάβουν από τον 15ο αιώνα. Στα λιμάνια της Χίου το 1420 (C. Buondelmonti), του Ρεθύμνου το 1651 (Marco Boschini), του Πειραιά (English Pilot 1671) και της Μυτιλήνης το 1782 (J.B. Hilaire, Choiseul-Gouffier).

Αντίθετα, οργανωμένο φαρικό δίκτυο συναντάμε στα νησιά του Ιονίου από τις αρχές του 19ου αιώνα, που τελούσαν υπό τη διοίκηση της Αγγλίας. Το 1822 ανάβει ο πρώτος φάρος στο φρούριο της Κέρκυρας και ο δεύτερος το 1824 στους Βαρδιάνους. Το 1825, στη Λευκίμμη της Κέρκυρας, τοποθετείται το πρώτο καραβοφάναρο και ανάβουν οι φάροι της Λάκκας και της Μαντόνας των Παξών. Το 1828 ανάβουν οι φάροι στους Αγ. Θεοδώρους του Αργοστολίου και στο Καπαρέλλι. Το 1829 ανάβει ο φάρος στη μυθική κατοικία των Αρπυιών, τις Στροφάδες. Το 1832 στο Κρυονέρι της Ζακύνθου, το 1834 στον Αγ. Ανδρέα και το Λοιμοκαθαρτήριο της Ιθάκης, το 1857 στο Μουδάρι των Κυθήρων και, τέλος, το 1859 στο λιμάνι της Ζακύνθου. Με την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1863, οι φάροι αυτοί προστίθενται στο ελληνικό φαρικό δίκτυο.

Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας με τη βοήθεια των τοπικών αρχών άρχισε την τοποθέτηση φανών στις εισόδους των λιμανιών, και ο πρώτος φάρος άναψε το 1829 στο λιμάνι της Αίγινας επί της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του Θαλασσινού.

Το 1831 τοποθετήθηκαν οι επόμενοι δύο φανοί: στο παλιό λιμάνι των Σπετσών, με δαπάνη της οικογενείας Γουδή, και επί της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στην είσοδο του φυσικού λιμανιού της Κέας.

Μέχρι το 1848, το ελληνικό φαρικό δίκτυο αποτελείτο από πέντε φανούς και ένα φάρο και συντηρούνταν με μέριμνα των δημοτικών αρχών: τους τρεις φανούς που αναφέρθηκαν πιο πάνω και δύο φανούς στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά, έναν παρά τον τάφο του Θεμιστοκλέους, στη σημερινή Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου (ΝΔΑ) και έναν στη θέση Πυροβολείο, στην προβλήτα του αργότερα προπολεμικού εργοστασίου λιπασμάτων του Μποδοσάκη. Τέλος, από τον πρώτο φάρο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στο Γαϊδουρονήσι, στην είσοδο του λιμανιού της Σύρου. Χτίστηκε προ του 1848, χωρίς να είναι εξακριβωμένο ακριβώς το έτος, με σχέδια και επίβλεψη του Βαυαρού αρχιτέκτονα Johann B. Erlacher και με δαπάνες του ελληνικού κράτους. Ο στρόγγυλος πύργος του έχει ύψος 29,3 μ., ο υψηλότερος στην Ελλάδα, με 125 σκαλοπάτια.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Στυλιανός Λυκούδης, Υποναύαρχος του ΒΝ και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Διευθυντής της Υπηρεσίας Φάρων επί σειρά ετών, συνέδεσε το όνομά του με την ανάπτυξη του φαρικού δικτύου στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Ερμούπολη το 1878 και ήταν γιος του νομικού και λογοτέχνη Εμμανουήλ Λυκούδη και της Δήμητρας Μπλατσή. Εισήχθηκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1891, απ’ όπου αποφοίτησε το 1895 με το βαθμό του σημαιοφόρου. Να σημειωθεί ότι ήταν ο νεότερος τότε σε ηλικία αξιωματικός του ΒΝ. Το 1910 ανέλαβε κυβερνήτης στο αντιτορπιλικό «Λόγχη», το 1914 έγινε πλωτάρχης, το 1920 πλοίαρχος, για να αποστρατευθεί τελικώς το 1941 με το βαθμό του υποναυάρχου. Διετέλεσε διευθυντής της Υπηρεσίας Φάρων από το 1913 μέχρι το 1941, καθώς και καθηγητής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Η υπηρεσία του στο ΒΝ υπολογίζεται σε 53 έτη, 8 μήνες και 5 ημέρες, που τον καθιστά τον μακροβιότερο αξιωματικό που υπηρέτησε ποτέ στο ΒΝ. Το 1928 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1939 ομόφωνα τακτικό μέλος αυτής. Να σημειωθεί ότι μετά το θάνατό του, την έδρα του στην Ακαδημία Αθηνών την αναπλήρωσε, ύστερα από αρκετά χρόνια, ο Υποναύαρχος Δημήτριος Φωκάς, ο οποίος διετέλεσε και αυτός διευθυντής της Υπηρεσίας Φάρων. Ο Λυκούδης συνέγραψε διάφορες μελέτες για τους φάρους, με κυριότερη το «Ιστορικόν περί των φάρων των ελληνικών ακτών» (σημ. 2), καθώς και ιστορικές. Ασχολήθηκε με τη γλωσσολογία και τη ναυτική ορολογία. Παράλληλα συνεργαζόταν με ελληνικές εγκυκλοπαίδειες, λεξικά και εφημερίδες. Το Πολεμικό Ναυτικό τον τίμησε ονομάζοντας «Λυκούδη» ένα από τα εν ενεργεία σήμερα πλοία φαρικών αποστολών (ΠΦΑ). Απεβίωσε στην Αθήνα το 1958. Ήταν παντρεμένος με την Αγγελική Λουγγή και απέκτησε μια κόρη, την Μπέλλα.

Το 1915, μετά τους βαλκανικούς πολέμους, την απελευθέρωση των νέων χωρών και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, προστέθηκαν στο ελληνικό φαρικό δίκτυο 35 φάροι και φανοί. Οι φάροι αυτοί είχαν κατασκευαστεί και συντηρούνταν από τη γαλλική ομόρρυθμο εταιρεία «Administration Générale des Phares de l’Empire Ottoman» έπειτα από συμφωνία με την οθωμανική κυβέρνηση. Η ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από διαπραγματεύσεις δύο ετών περίπου, κατέβαλε στη γαλλική εταιρεία αποζημίωση για τον προσεταιρισμό αυτών των φάρων.

Tο 1920, λίγο πριν από τη Μικρασιατική Kαταστροφή, το ελληνικό φαρικό δίκτυο ανθούσε, ήταν πια καλά οργανωμένο και αριθμούσε 214 φάρους και φανούς (πίν. 1).

Η γερμανική κατοχή άφησε τα σημάδια της στην Ελλάδα. Η απελευθέρωση βρήκε το φαρικό δίκτυο τελείως κατεστραμμένο από τους Γερμανούς και, στο τέλος του 1944, λειτουργούσαν μόνο 28 φάροι και φανοί, οι 19 επιτηρούμενοι από φαροφύλακες.

Από το 1945, αν και άρχισε η προσπάθεια αποκατάστασης του φαρικού δικτύου, ουσιαστικά αποτελέσματα φάνηκαν μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Η μετέπειτα πρόοδος ήταν τεράστια (πίν. 2, 3).

Ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού φαρικού δικτύου αποτελούν οι πέτρινοι παραδοσιακοί φάροι και φανοί. Σήμερα, έπειτα από προσπάθειες πολλών ετών και πολλών ανθρώπων, είναι καταγεγραμμένοι 141 πέτρινοι παραδοσιακοί φάροι και φανοί, από τους οποίους oι 58 είναι επανδρωμένοι ή επιτηρούμενοι από φαροφύλακες, ενώ για τους υπόλοιπους 83 δεν υφίσταται αυτή η δυνατότητα λόγω της πολύ κακής τους κατάστασης.

Οι πέτρινοι αυτοί φάροι και φανοί κατασκευάστηκαν στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα. Οι περισσότεροι εξ αυτών καταστράφηκαν και επισκευάστηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποτελούν δε παραδοσιακά βιομηχανικά μνημεία με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική κατασκευή, εξακολουθούν και συμβάλλουν στην ανάπτυξη και ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, είναι συνδεδεμένοι με τη ναυτική παράδοση της Ελλάδας και αποτελούν σημείο αναφοράς για τους ναυτικούς. Προστατεύονται από τον Ν. 3028/02 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», καθώς επίσης και από τον Ν. 2039/92 «περί Κύρωσης της Σύμβασης για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Ευρώπης». Μέχρι σήμερα έχουν χαρακτηριστεί με αποφάσεις του ΥΠΠΟΤ ως Νεότερα Διατηρητέα Ιστορικά Μνημεία 36 εξ αυτών, περίπου το 1/4 δηλαδή του συνολικού αριθμού τους, ενώ η Υπηρεσία Φάρων αιτεί συνεχώς τον χαρακτηρισμό από το ΥΠΠΟΤ ως Ιστορικών Μνημείων, όσο το δυνατόν περισσοτέρων πέτρινων φάρων και φανών.

Η συντήρηση των 58 επανδρωμένων ή επιτηρούμενων από φαροφύλακες φάρων και φανών εκτελείται από την Υπηρεσία Φάρων, ανάλογα με τις εκάστοτε διατιθέμενες πιστώσεις.

Λόγω των εγγενών αδυναμιών χρηματοδότησης για την αποκατάσταση και συντήρηση των κτηρίων των φάρων του εκτεταμένου φαρικού δικτύου, προτάθηκε το 2007 από την Υπηρεσία Φάρων η ένταξη στο ΕΣΠΑ 2007-2013, μέσω του προγράμματος «Ανάδειξη Πολιτισμικής Αξίας Πέτρινων Φάρων», και η αποκατάσταση 46 φάρων.

Στην παρούσα φάση, έπειτα από προσπάθειες πολλών ετών, μέσω του ΕΣΠΑ 2007-2013, έχουν ήδη χρηματοδοτηθεί ο Φάρος Κοκκινόπουλο Ψαρών, συνολικού προϋπολογισμού 497.000€, και ο Φάρος της Μονεμβασίας, συνολικού προϋπολογισμού 667.000€, ενώ διαφαίνεται ότι μόνο τρία επιπλέον έργα αποκατάστασης έχουν ελπίδα να χρηματοδοτηθούν ακόμη. Πρόκειται για τους φάρους στο Τρίκερι Μαγνησίας, την Κόγχη Σαλαμίνας και τον Αγ. Ηλία Αμοργού.

Την εξαετία 2007-2013, ύστερα από συνεχείς προσπάθειες της Υπηρεσίας Φάρων, αποκαταστάθηκαν 17 φάροι: 10 φάροι με χρηματοδότηση εξ ιδίων πόρων της Υπηρεσίας Φάρων (Σπαθί Σερίφου, Κόρακας Πάρου, Καψάλι Κυθήρων, Γουρούνι Σκοπέλου, Σίγρι Μυτιλήνης, Κασσάνδρα Χαλκιδικής, Αγ. Νικόλαος Κέας, Δρέπανο Χανίων, Σουσάκι Κορινθίας και Βρυσάκι Λαυρίου). Τέσσερις φάροι με δημόσια χρηματοδότηση, μέσω τοπικών φορέων Δήμων και Νομαρχιών (Αγ. Σώστης Μεσολογγίου, Μ. Έμβολο Αγγελοχωρίου, Φανάρι Ίου και Κάστρο Μυτιλήνης). Τρεις φάροι με ιδιωτική χρηματοδότηση μέσω του Μη Κερδοσκοπικού Ιδρύματος «Αικατερίνης Λασκαρίδη» (Ντάνα Πόρου, Ταίναρο και Μαλέας Λακωνίας).

Η αποκατάσταση των ιστορικών και θρυλικών τριών αυτών φάρων, που επιτέλεσε το Ίδρυμα «Αικατερίνης Λασκαρίδη» την τετραετία 2008-2011 με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Ευταξιόπουλο, ήταν αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον των ελληνικών πέτρινων φάρων, που μέχρι εκείνη τη στιγμή φαινόταν δυσοίωνο. Η αγάπη του προέδρου του Ιδρύματος κ. Πάνου Λασκαρίδη για τους ελληνικούς φάρους και η σημαντική συμβολή του στη διατήρηση αυτών των μνημείων σηματοδότησε μια νέα αρχή στη διατήρηση και αποκατάστασή τους.

Από το 1981 η Υπηρεσία Φάρων είναι μέρος του διεθνούς μη κερδοσκοπικού οργανισμού φαρικών αρχών IALA (International Association Lighthouse Authorities). Ιδρύθηκε το 1957 και καθιέρωσε ένα ενιαίο σύστημα ναυτιλιακής σήμανσης, στη βάση του σύγχρονου φαρικού υλικού και της διεθνούς εμπειρίας.

Τον Μάιο του 2001 η Υπηρεσία Φάρων διοργάνωσε με επιτυχία στις Σπέτσες τη 10η Σύνοδο του IALA για τη «Διατήρηση των Ιστορικών Πέτρινων Φάρων», στην οποία συμμετείχαν σύνεδροι από πολλές χώρες. Συγχαρητήριες επιστολές απέστειλαν στην Υπηρεσία Φάρων για την επιτυχή διοργάνωση, μεταξύ άλλων, το Trinity House Lighthouse Service (Φαρική Αρχή της Αγγλίας) και η CETMEF (Φαρική Αρχή της Γαλλίας).

Τον Ιούνιο του 2013, ύστερα από 12 χρόνια, η Υπηρεσία Φάρων διοργάνωσε με επιτυχία στον Πειραιά εκ νέου αυτή την παγκόσμια σύνοδο για την αποκατάσταση των Ιστορικών Πέτρινων Φάρων, με την ελπίδα να ευαισθητοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι αρμόδιοι φορείς, τόσο παγκόσμια όσο και στην Ελλάδα, για τη διάσωση αυτών των μνημείων. Στην εν λόγω εκδήλωση με θέμα «Διατήρηση της Κληρονομιάς των Φάρων» συμμετείχαν 65 σύνεδροι από 15 χώρες.

Ακόμη η Υπηρεσία Φάρων, στο πλαίσιο ενημέρωσης των νέων τεχνολογιών και εμπλουτισμού της τεχνογνωσίας της στις μεθόδους αποκατάστασης πέτρινων φάρων, συνεργάζεται με πανεπιστημιακά ιδρύματα (ΑΠΘ, ΕΜΠ, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πανεπιστήμιο Κρήτης και Πανεπιστήμιο Ιονίου) για τη σύνταξη μελετών παθογένειας και προτάσεων αποκατάστασης σε πολλούς φάρους. Ιδιαίτερα πρέπει να αναφερθούν η καθηγήτρια του ΑΠΘ κα Ιωάννα Παπαγιάννη και ο αναπλ. καθηγητής του ΕΜΠ κ. Νίκος Μπελαβίλας, για την τεράστια επιστημονική αλλά και προσωπική συμβολή τους στη διάσωση των φάρων στην Ελλάδα, τη διάδοση των ιδεών της διατήρησης αυτών των μνημείων και την αμέριστη βοήθειά τους στην Υπηρεσία Φάρων.

Αντί επιλόγου και ως ιδιαίτερη τιμή θα ήθελα να παραθέσω μια μικρή αναφορά στους ερημίτες των φάρων, τους φαροφύλακες, ιδιαίτερο σώμα του ΠΝ από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των ελληνικών φάρων, διά της γραφίδας του Σ. Λυκούδη: «Ήδη επιτραπήτωσαν ημίν ολίγαι λέξεις διά τους ταπεινούς όσον και ταλαιπωρουμένους μαρτυρικώς πολλάκις υπαλλήλους, τους αποτελούντας το προσωπικόν, το οποίον χειρίζεται την ψυχήν των μηχανημάτων, το τόσον ευεργετικόν διά τους πλωιζομένους φως του φάρου. Οι ημέτεροι φαροφύλακες […] είναι ουχ ήττον και ούτοι από πολλών απόψεων μάρτυρες, βρίθει δε και αυτών ο βίος επεισοδίων ικανών όπως παράσχωσιν αμυδράν εικόνα του ταλαιπώρου επαγγέλματος των βιοπαλαιστών τούτων […]. Πολλοί τούτων υπήρξαν ναυτικοί τραγικής τύχης, απολέσαντες τα πάντα εις την θάλασσαν, πλοίον, περιουσίαν, οικείους…» (σημ. 3).

 

Παναγιώτης Χιώτης

Μηχανολόγος Μηχανικός

Προϊστάμενος Ναυτικών Δημοσίων Έργων των Φάρων

της Υπηρεσίας Φάρων του ΠΝ

 

* Το άρθρο αποτελεί αναθεωρημένο κείμενο από την έκδοση Κ. Παγουλάτου-Κυπαρίσση (επιμ.), Πετρόκτιστοι φάροι. Ταίναρο και Μαλέας, ΊδρυμαΑικατερίνης Λασκαρίδη, 2013.