Συναγερμός σήμανε στις αιγυπτιακές αρχές λόγω της απώλειας ενός χρυσού βραχιολιού, το οποίο φυλασσόταν στο Αιγυπτιακό Μουσείο του Καΐρου. Το βραχιόλι ανήκε στον Φαραώ Αμενεμοπέ, της 21ης Δυναστείας, και χρονολογείται περίπου στο 1000 π.Χ.

Σύμφωνα με δελτίο τύπου του Υπουργείου Τουρισμού και Αρχαιοτήτων στις 16 Σεπτεμβρίου, το Υπουργείο έλαβε άμεσα νομικά και διοικητικά μέτρα σχετικά με την εξαφάνιση «ενός βραχιολιού από το εργαστήριο συντήρησης του Αιγυπτιακού Μουσείου στην Πλατεία Ταχρίρ». Όπως αναφέρεται, η υπόθεση είχε παραπεμφθεί στην Εισαγγελία και στις αρμόδιες διωκτικές αρχές, με όλες τις συναρμόδιες υπηρεσίες να έχουν ειδοποιηθεί προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα.

Στο πλαίσιο των ερευνών συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή για την καταγραφή και τον έλεγχο όλων των αρχαιοτήτων που φυλάσσονται στο εργαστήριο συντήρησης, ενώ εικόνα του αγνοούμενου αντικειμένου διανεμήθηκε σε όλα τα αιγυπτιακά αεροδρόμια, λιμάνια και χερσαία σύνορα, ως προληπτικό μέτρο για την αποτροπή απόπειρας λαθρεμπορίου.

Στο μεταξύ, εικόνες αντικειμένων που όμως δεν σχετίζονταν με το χαμένο βραχιόλι άρχισαν να κυκλοφορούν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης πλαισιώνοντας την είδηση και παραπλανώντας το κοινό. Έτσι, ο Γενικός Διευθυντής του Αιγυπτιακού Μουσείου στην Ταχρίρ διευκρίνισε ότι οι εικόνες αυτές δεν απεικόνιζαν το χαμένο αντικείμενο αλλά άλλα βραχιόλια που εκτίθενται στις αίθουσες του δεύτερου ορόφου του μουσείου. Ταυτόχρονα, περιέγραψε λεπτομερώς το αντικείμενο ως «χρυσό βραχιόλι διακοσμημένο με σφαιρικές χάντρες από λάπις λάζουλι, το οποίο ανήκε στον βασιλιά Αμενεμοπέ της Τρίτης Ενδιάμεσης Περιόδου».

Το Υπουργείο τόνισε ότι η ανακοίνωση του περιστατικού καθυστέρησε σκόπιμα ώστε να διασφαλιστεί το κατάλληλο περιβάλλον για την πρόοδο των ερευνών.

Λίγο αργότερα, το Υπουργείο Εσωτερικών εξέδωσε στους λογαριασμούς του στα κοινωνικά δίκτυα Δελτίο Τύπου το οποίο συνοδεύτηκε από σχετικό βίντεο, αναφέροντας ότι «το Υπουργείο κατόρθωσε να εντοπίσει τα ίχνη της κλοπής, τα οποία οδήγησαν σε μία συντηρήτρια του μουσείου». Συγκεκριμένα, οι συνθήκες αποκαλύφθηκαν κατόπιν αναφοράς που υποβλήθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών στις 13 Σεπτεμβρίου από τον Υποδιευθυντή του Αιγυπτιακού Μουσείου και μία συντηρήτρια.

Οι έρευνες έδειξαν ότι επρόκειτο για υπάλληλο συντήρησης στο Αιγυπτιακό Μουσείο, η οποία στις 9 Σεπτεμβρίου, κατά τη διάρκεια της εργασίας της και ενώ οι συνάδελφοί της ήταν απασχολημένοι με κάτι άλλο, κατάφερε να πάρει το βραχιόλι. Στη συνέχεια επικοινώνησε με έναν γνωστό της, ιδιοκτήτη αργυροχοείου στην περιοχή Σαγίντα Ζεϊνάμπ στο Κάιρο, ο οποίος πούλησε το βραχιόλι σε ιδιοκτήτη εργαστηρίου χρυσοχοΐας στην ιστορική συνοικία κοσμηματοπωλών αλ-Σάγχα έναντι 180.000 αιγυπτιακών λιρών. Εκείνος το μεταπώλησε σε εργάτη χυτηρίου χρυσού έναντι 194.000 λιρών, όπου και το έλιωσαν μαζί με άλλα κοσμήματα.

Μετά τις νόμιμες διαδικασίες, οι ύποπτοι συνελήφθησαν. Αντιμέτωποι με τα στοιχεία, ομολόγησαν το έγκλημα, ενώ κατασχέθηκαν τα χρήματα από την πώληση του βραχιολιού που είχαν στην κατοχή τους. Για το περιστατικό πραγματοποιούνται οι απαραίτητες νομικές ενέργειες.

Για την ιστορία, το βραχιόλι ανήκε στην ταφική σκευή του Φαραώ Αμενεμοπέ, ο οποίος είχε ταφεί δίπλα στον λίγο μεταγενέστερό του Φαραώ Ψουσέννη Α’, στον τάφο του τελευταίου στην αρχαία πόλη Τάνιδα. Η ανακάλυψη του βασιλικού ταφικού συγκροτήματος της Τάνιδας, το οποίο περιλάμβανε ταφές και άλλων βασιλέων, μελών της βασιλικής οικογένειας και αξιωματούχων, έγινε το 1939 και προκάλεσε αίσθηση, καθώς πολλοί τάφοι βρέθηκαν άθικτοι και γεμάτοι με εντυπωσιακά αντικείμενα, που μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με τους θησαυρούς του Τουταγχαμών. Σε αντίθεση με τα αντικείμενα του Τουταγχαμών, τα οποία θα εκτεθούν στο Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο, οι θησαυροί της Τάνιδας θα παραμείνουν στο Αιγυπτιακό Μουσείο του Καΐρου.

Το χαμένο βραχιόλι συντηρούνταν στα εργαστήρια του Μουσείου μαζί και με άλλα αντικείμενα από την Τάνιδα, πριν από τη μεταφορά τους στη Ρώμη για την έκθεση «Θησαυροί των Φαραώ» τον Οκτώβριο.