Ο τόμος Το Εικονοστάσι του Κυριακού Ναού της Ιεράς Κοινοβιακής Σκήτης Προφήτου Ηλιού, που εκδόθηκε από την Ιερά Παντοκρατορινή Κοινοβιακή Σκήτη Προφήτου Ηλιού στο Άγιο Όρος, αποτελεί μια σημαντική έκδοση που εξετάζει λεπτομερώς την ιστορία και την καλλιτεχνική αξία του εικονοστασίου αυτού.
Τον τόμο προλογίζει ο Δικαίος της Ιεράς Κοινοβιακής Σκήτης του Προφήτου Ηλιού, Ιερομόναχος Φιλήμων, καθώς και οι συν αυτώ εν Χριστώ αδερφοί, προσφέροντας μια πνευματική διάσταση και θεσμική υποστήριξη στο έργο. Στην έκδοση αυτή παραθέτονται δύο κείμενα: Το πρώτο είναι το κείμενο της N. Komashko, ιστορικού τέχνης, η οποία εστιάζει κυρίως στον αρχιτεκτονικό ρυθμό του τέμπλου, στα χαρακτηριστικά του εργαστηρίου κατασκευής του, αλλά και σε μια συγκριτική στυλιστική θεώρηση με άλλα εικονοστάσια της ίδιας εποχής. Ακολουθεί το κείμενο της Μαρίας Σκλείδα, αρχαιολόγου στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών, υποψήφιας διδάκτορος της Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ, η οποία αναλύει στυλιστικά και εικονογραφικά το τέμπλο, επισημαίνοντας τη θεολογική σημασία των εικονιζόμενων προσώπων και των σκηνών, και εστιάζοντας στην πνευματική και συμβολική διάσταση του εικονοστασίου. Ο τόμος αυτός δεν συνιστά μόνο μια επιστημονική ανάλυση του συγκεκριμένου εικονοστασίου, αλλά και μια πνευματική εξερεύνηση του καλλιτεχνικού πλούτου που ενσωματώνει. Τελικά, το εικονοστάσιο της Ιεράς Κοινοβιακής Σκήτης του Προφήτη Ηλία στο Άγιο Όρος αποτελεί ένα σημαντικό σημείο αναφοράς στην τέχνη και τη θρησκεία του Αγίου Όρους, λειτουργώντας ως ένα πολυδιάστατο σύμβολο πίστης και καλλιτεχνικής έκφρασης.
Ακολουθεί το κείμενο της Μαρίας Σκλείδα (Αρχαιολόγος Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών, ΜΑ Θεολογίας, Υποψήφια Διδάκτωρ Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ):
Το Εικονοστάσιο της Ιεράς Κοινοβιακής Σκήτης Προφήτου Ηλία Αγίου Όρους: Μορφολογική και συμβολική ανάλυση
Η Ιερά Κοινοβιακή Σκήτη του Προφήτη Ηλία στο Άγιο Όρος ανήκει στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος. Το Κυριακό της Σκήτης ολοκληρώθηκε το 1910, με τη χορηγία της Πριγκίπισσας Αλεξάνδρας. Το επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα είναι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία, την Αγία Αλεξάνδρα και τον Απόστολο Ανδρέα.
Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο, μεγάλων διαστάσεων και επιχρυσωμένο, ακολουθεί τη χαρακτηριστική διάρθρωση των τέμπλων της Μεταβυζαντινής περιόδου, αλλά παρουσιάζει έναν συνδυασμό παραδοσιακών και σύγχρονων στοιχείων, που συνδυάζουν στοιχεία της νεοκλασικής και νεομπαρόκ αρχιτεκτονικής. Διακρίνεται για την τετραμερή καθ΄ ύψος διαίρεσή του, σε αντίθεση με τα συνήθη τριμερή τέμπλα της εποχής, και απουσιάζει η επίστεψη με τον Εσταυρωμένο και τα λυπηρά θέματα. Ανήκει στην κατηγορία των τέμπλων που περιλαμβάνουν τρεις ενότητες, με την κεντρική ενότητα να είναι υπερυψωμένη στη βόρεια άκρη του. Περιλαμβάνει τρία ανοίγματα, τα οποία οδηγούν σε παρεκκλήσια αφιερωμένα στην Αγία Αλεξάνδρα, τον Προφήτη Ηλία και τον Άγιο Ανδρέα, αντίστοιχα.
Η κατώτερη ζώνη του ξύλινου εικονοστασίου αποτελείται από θωράκια που καλύπτουν τα κενά μεταξύ των πεσσών. Αυτά τα θωράκια φέρουν φυτική διακόσμηση με σχηματοποιημένα ανθέμια, ρόδακες και κρινάνθεμα, των οποίων οι μίσχοι καταλήγουν σε σχηματοποιημένους έλικες. Οι παραστάσεις των αγίων μορφών και οι ευαγγελικές σκηνές χωρίζονται μεταξύ τους από λεπτούς κιονίσκους και ορθογώνιους πεσσίσκους, οι οποίοι φέρουν το ίδιο ανάγλυφο φυτικό κόσμημα. Τα τρία βημόθυρα των παρεκκλησίων διαθέτουν την ίδια εικονογράφηση, που διαρθρώνεται σε τρεις ζώνες: η κατώτερη και η ανώτερη ζώνη περιλαμβάνουν διάχωρα με τα μετάλλια των τεσσάρων Ευαγγελιστών, ενώ η μεσαία ζώνη απεικονίζει την παράσταση του Ευαγγελισμού.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα ακολουθεί την παραδοσιακή βασική διάρθρωση. Ο αγιογράφος τοποθετεί τη σκηνή του Ευαγγελισμού και στα τρία βημόθυρα, με την πρώτη σειρά των δεσποτικών εικόνων να έχει τόσο αισθητική όσο και συμβολική σημασία. Οι εικόνες του Ιησού Χριστού, της Παναγίας, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, καθώς και οι εφέστιες εικόνες των Αγίων Αλεξάνδρας, Ηλία και Ανδρέα, λειτουργούν ως προστάτες και διαμεσολαβητές για την ικανοποίηση των αιτημάτων των πιστών. Στη συνέχεια, ο καλλιτέχνης επιλέγει να απεικονίσει τη σκηνή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, αντί για τη Σταύρωση, στις σκηνές δωδεκαόρτου. Στην επόμενη ζώνη διακρίνονται οι εικόνες των Αποστόλων, οι οποίοι απεικονίζονται κάτω από αψιδώματα με ελαφρά οξυκόρυφη απόληξη, με τον Μυστικό Δείπνο να δεσπόζει στο κέντρο, αντικαθιστώντας την παλαιότερη πρακτική της Δέησης. Στην τελευταία ζώνη απεικονίζονται οι προφήτες, με την ιδιαίτερη τοποθέτηση της δυτικότροπης παράστασης της Αγίας Τριάδος στην κεντρική απόληξη του επιστυλίου, ακριβώς πάνω από τον Μυστικό Δείπνο. Τέλος, οι τρεις επιστέψεις του εικονοστασίου, που αντιστοιχούν στα τρία παρεκκλήσια, στηρίζονται σε αετώματα και καταλήγουν σε Σταυρούς με ακτινωτό διάκοσμο. Στα μεταβυζαντινά τέμπλα, στο ίδιο σημείο τοποθετείται ανάγλυφος ο Οφθαλμός του Θεού, περιβαλλόμενος από τριγωνική δόξα ή ακτίνες.
Το περίτεχνο εικονοστάσιο της Ιεράς Κοινοβιακής Σκήτης του Προφήτη Ηλία στο Άγιο Όρος, με την εντυπωσιακή του μορφή, παραπέμπει σε αντίστοιχες ογκώδεις κατασκευές των μέσων του 19ου αιώνα ή των αρχών του 20ού, με νεοκλασικό ύφος και πλούσια διακοσμητικά στοιχεία βυζαντινής και νεογοτθικής προέλευσης, ενώ φέρει επιρροές από την αναγεννησιακή ζωγραφική. Ο καλλιτέχνης, που εμφανώς έχει ναζαρηνές καταβολές, επιδεικνύει εκλεκτικισμό στην επιλογή των εικονογραφικών του προτύπων. Ειδικότερα, αποτυπώνει φυσιοκρατικά ολόσωμες, πανύψηλες, στιβαρές μορφές με προσωπογραφικά χαρακτηριστικά, ακολουθώντας νατουραλιστικά πρότυπα στην απόδοση του τοπίου, π.χ. βουνά, παραποτάμιοι ή παραθαλάσσιοι τόποι και ουρανοί, με μειωμένη χρήση του χρυσού στο φόντο. Η ευσεβιστική στάση, οι γλυκερές εκφράσεις, ο συγκρατημένος συναισθηματισμός, ο ρομαντισμός στο ύφος, η τεχνική επιδεξιότητα, η αναπαραγωγή ακαδημαϊκών προτύπων και η χρήση εικονογραφικών συμβάσεων από τη βυζαντινή τέχνη συνθέτουν τα χαρακτηριστικά του καλλιτέχνη, τα οποία τονίζονται και από τις ρωσικές επιγραφές.
Καταλήγοντας, το εικονοστάσιο με το επιβλητικό του μέγεθος, το εικονογραφικό του νόημα και τα ιδιαίτερα κατασκευαστικά του στοιχεία προσελκύει την προσοχή των πιστών. Η κατασκευή, με τη μορφή πολυτελούς πρόσοψης, λειτουργεί ως συμβολική πύλη εισόδου σε έναν ιερό χώρο. Η παρουσία επάλληλων διακοσμητικών ζωνών, σε συνδυασμό με το υπερυψωμένο κεντρικό τμήμα, τονίζει τον κάθετο άξονα και προσανατολίζει το ενδιαφέρον των προσκυνητών προς την άνω απόληξη, όπου βρίσκεται ο Σταυρός. Εξίσου εντυπωσιακός είναι ο οριζόντιος άξονας, που παρουσιάζεται ως διαδοχή εικόνων, τις οποίες οι προσκυνητές καλούνται να εξετάσουν από αριστερά προς τα δεξιά. Οι εικόνες αυτές λειτουργούν ως συμβολικά παράθυρα που εισάγουν τον πιστό σε μια ιδεαλιστική πραγματικότητα. Στην παράσταση του Ευαγγελισμού, που απεικονίζεται στα βημόθυρα των τριών παρεκκλησίων, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κρατά τον κρίνο της καλής αγγελίας, προσδίδοντας πνευματική ηρεμία και παρηγοριά στους πιστούς, που γεύονται το μεγαλείο της θείας χάρης. Το ίδιο αίσθημα μεταφέρεται και από τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των εφέστιων αγίων και των δεσποτικών γιορτών. Τελικά, ο πιστός συμμετέχει στο Μυστήριο της Θείας Ενανθρώπισης και στην ελπίδα για τη σωτηρία του εαυτού του και της ανθρωπότητας, με τη Θεοτόκο και τους αγίους ως διαμεσολαβητές.