Εργασίες συντήρησης και δομικής στερέωσης στο Μινωικό Ανάκτορο στα Μάλια δρομολογεί το Υπουργείο Πολιτισμού. Τα Μάλια βρίσκονται στον κατάλογο με τους αρχαιολογικούς χώρους υψηλής επικινδυνότητας εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, καθώς έντονες βροχοπτώσεις έχουν προκαλέσει, την τελευταία πενταετία, πλημμυρικά φαινόμενα στον αρχαιολογικό χώρο. Το Υπουργείο Πολιτισμού έχει εντάξει στον σχεδιασμό του την υλοποίηση έργου αντιπλημμυρικής θωράκισης, προϋπολογισμού 3.360.000 ευρώ, με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε: «Για το Υπουργείο Πολιτισμού αποτελεί πολιτική προτεραιότητα η πρόληψη, η συστηματική παρακολούθηση και η θωράκιση του πολιτιστικού αποθέματος της χώρας μας από την κλιματική κρίση, όπως και η προστασία, η αποκατάσταση και η ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων, και η αναβάθμιση των υποδομών εξυπηρέτησης των επισκεπτών. Ο επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει το Μινωικό Ανάκτορο και τα ανεσκαμμένα τμήματα της αρχαίας πόλης που το περιβάλλουν. Ακραία καιρικά φαινόμενα άρχισαν να παρατηρούνται από το 2019, όταν οι έντονες πλημμύρες που έπληξαν το νησί οδήγησαν σε κατολισθήσεις και καταστροφές και στον αρχαιολογικό χώρο. Η υλοποίηση εργασιών στερέωσης και συντήρησης κρίθηκε απαραίτητη για την προστασία των μνημείων, ενώ σε εξέλιξη είναι και το έργο αντιπλημμυρικής προστασίας, με την κατασκευή εκτεταμένου αποστραγγιστικού δικτύου και την αντικατάσταση των κατεστραμμένων στεγάστρων με νέα υψηλής ανθεκτικότητας. Η κατασκευή του ανακτόρου των Μαλίων χρονολογείται στην αρχή της Πρωτοανακτορικής περιόδου. Η ανακάλυψη αρχαιολογικού υλικού που χρονολογείται μεταξύ 1900-1700 π.Χ. ενισχύει την υπόθεση ότι το παλάτι των Μαλίων είναι προγενέστερο αυτών της Κνωσού και της Φαιστού.  Το Μινωικό Ανάκτορο των Μαλίων περιλαμβάνεται στα μινωικά ανακτορικά κέντρα που έχουμε προτείνει για τη σειριακή εγγραφή των μινωικών ανακτόρων στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO».

Η μελέτη συντήρησης και στερέωσης δομικών υλικών, που ολοκληρώθηκε, αφορά στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του αρχαιολογικού χώρου των Μαλίων, ενός χώρου με εκτενή πολιτική, οικονομική και πολιτισμική δραστηριότητα και με διευρυμένες εμπορικές συναλλαγές. Η μελέτη αποτυπώνει τα υλικά κατασκευής του μνημείου, περιγράφει την κατάσταση διατήρησης των επιμέρους στοιχείων του και περιλαμβάνει προτάσεις συντήρησης. Στον αρχαιολογικό χώρο Μαλίων, το ανάκτορο δεν είναι στεγασμένο, αλλά είναι εκτεθειμένο στα καιρικά φαινόμενα, σε αντίθεση με τις ανατολικές Αποθήκες, την Κρύπτη και τη συνοικία Μ, όπου υπάρχουν επιχρίσματα και κατασκευές από εδαφικό υλικό, και καλύπτονται με στέγαστρα. Σχετικά με την παθολογία, εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, προβλήματα διάβρωσης και θραύσης λίθων, κατάρρευσης και παραμόρφωσης, βιολογικού εποικισμού. Κατά τις έντονες βροχοπτώσεις του Νοεμβρίου του 2020, η ευρύτερη περιοχή των Μαλίων και ο αρχαιολογικός χώρος –η κεντρική αυλή του ανακτόρου, κάποιοι εσωτερικοί περίκλειστοι χώροι, και χώροι που βρίσκονται σε χαμηλές στάθμες (Κρύπτη, Συνοικία Μ)– πλημμύρισαν. Λόγω της ευδιάλυτης φύσης των υλικών και της κακής κατάστασης διατήρησης, προκλήθηκαν σημειακές καταρρεύσεις λίθων και λιθοδομών, καθώς και τμημάτων των τοιχοποιιών από εδαφικό υλικό. Στις προβλεπόμενες επεμβάσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, καθαρισμοί λίθων και αντιμετώπιση βιολογικών παραγόντων, συγκολλήσεις, συμπληρώσεις-σφραγίσεις, στερέωση τοιχοποιιών, συντήρηση δαπέδων.

Οι ανασκαφές στα Μάλια ξεκίνησαν το 1915 από την Εφορεία Κρήτης. Το 1921 ξεκίνησε η συνεργασία με τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, η οποία ανασκάπτει το κτηριακό συγκρότημα του Χρυσόλακκου. Στον χώρο έχει βρεθεί κεραμική από την 3η χιλιετία π.Χ., αλλά η συστηματική κατοίκηση της περιοχής χρονολογείται μεταξύ 2450-2200 π.Χ. Γύρω από το παλάτι αναπτύχθηκαν κατά την Πρωτοανακτορική περίοδο μεγάλες αρχιτεκτονικές ενότητες, όπως η συνοικία Μ, ή η υπόστυλη κρύπτη που ενώνεται με την αγορά. Στο τέλος της Πρωτοανακτορικής περιόδου (περ. 1700 π.Χ.) ο χώρος των Μαλίων καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό και επακόλουθη πυρκαγιά. Μετά την καταστροφή έγιναν προσπάθειες ανακατασκευής του στην αρχή της Νεοανακτορικής περιόδου (1700-1430 π.Χ.). Όμως το 1530 π.Χ. το παλάτι καταστράφηκε ξανά, πιθανώς από το σεισμό που προκλήθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Περί το 1390 π.Χ. εντοπίστηκε ξανά δραστηριότητα στον χώρο.