Ενστάσεις σχετικά με τον τρόπο και την ποιότητα εκτέλεσης του έργου αναστήλωσης του Ανακτόρου των Αιγών , αλλά και τη χρονολογία και τις χρήσεις που αποδίδονται στο μνημείο εκφράζει μέσα από Δελτίο Τύπου (3 Μαρτίου 2024) το ελληνικό τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών  – ICOMOS.

Σύμφωνα με το Δελτίο Τύπου που υπογράφεται από τον Πρόεδρο Αναστάσιο Τανούλα και την Γενική Γραμματέα Αναστασία Στασινοπούλου, εκ μέρους του ελληνικού ICOMOS, με ημερομηνία 3 Μαρτίου 2024, η χρήση νέου υλικού πραγματοποιήθηκε κατ’ υπέρβαση, ενώ παρατηρούνται «κακοτεχνίες» που δικαιολογούνται από την ανάθεση του έργου σε μηχανικούς «χωρίς αναστηλωτικές περγαμηνές» και συντελούν στην κακοποίηση του μνημείου. Αναφορικά με την αναστήλωση, παρατηρείται ότι «περιλαμβάνει ανεπίτρεπτα μεγάλο ποσοστό νέου υλικού, κυρίως τραβερτίνη (αντί του αρχαίου πωρολίθου) και τσιμέντου με πρόσμικτα. Σε μεγάλο μέρος οι τοίχοι έχουν αποκατασταθεί με νέο υλικό επάνω από τη θεμελίωση, αποκαθιστώντας τις κατώτατες στρώσεις των τοίχων, καθώς τα υπερκείμενα τμήματα στην αρχική κατασκευή ήταν από ωμές πλίνθους. Αντίστοιχες εργασίες έγιναν και σε κίονες». Αναφορικά με τις τεχνικές αστοχίες δηλώνεται ότι «τα όμβρια ύδατα λιμνάζουν πάνω σε δάπεδα των ανδρώνων και του περίστωου, όπου έχουν μπει τσιμέντα» ενώ το έργο κρίνεται ημιτελές, με ασαφείς τις διαδρομές επισκεπτών και αδύνατη προς το παρόν την πρόσβαση σε ΑΜΕΑ.

Ταυτόχρονα, το ελληνικό ICOMOS κρίνει το Υπουργείο για παραποίηση των ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων «αποδίδοντας αυθαίρετα στο μνημείο χρήσεις και ιδιότητες που δεν αντέχουν σε επιστημονικό έλεγχο» για λόγους «πολιτιστικής αξιοποίησης». Με ένα αναλυτικό κείμενο 1.500 περίπου λέξεων, αναφέρεται ότι:

α. «Χρονολόγηση του κτηρίου στο διάστημα 350-336 π.Χ. και συσχετισμός του με τον Φίλιππο Β’, δεν ευσταθούν». Προγενέστεροι ανασκαφείς του κτηρίου (καθηγητές Κ. Ρωμαίος, Γ. Μπακαλάκης, Μ. Ανδρόνικος, Ν. Μουτσόπουλος, και ο Έφορος Αρχαιοτήτων Χ. Μακαρόνας) το είχαν χρονολογήσει στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ. Αντίθετα, η χρονολόγηση της Αγγελικής Κοτταρίδη βασίζεται στην επιλεκτική παράθεση παραλλήλων και την παράλειψη άλλων (αναφέρεται η μορφολογική συγγένεια των κιονοκράνων του μνημείου με εκείνων του ναού του Διός στη Νεμέα, που τοποθετείται μετά το 330-320 π.Χ.). Αντίθετα, η «χρονολογική αξιοποίηση» από την κα Κοτταρίδη ομοιοτήτων στοιχείων του μνημείου με ευρήματα του Τάφου ΙΙ της Βεργίνας, «οδηγεί σε επιβεβαίωση της χρονολόγησης του “ανακτόρου”, μετά το 317 π.Χ., δεδομένου ότι είναι, πλέον, ευρέως αποδεκτό ότι ο Τάφος ΙΙ χρονολογείται οπωσδήποτε μετά το 317 π.Χ. και άρα δεν είναι ο τάφος του Φιλίππου Β’. Το Υπουργείο Πολιτισμού φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη τη δημοσίευση σχετικής μελέτης, από το 2007, όπου αποδεικνύεται ότι ο Τάφος ΙΙ κτίστηκε μετά το 317 π.Χ. (S. Rotroff, Review of Drougou, «Τα πήλινα αγγεία της Μ. Τούμπας», American Journal of Archaeology 111.4 (2007), σ. 809-810)». Την ίδια στιγμή, «η ενδεχόμενη απόδοση του σχεδιασμού του κτηρίου της Βεργίνας στον αρχιτέκτονα Πύθεο, ο οποίος εργάστηκε στο μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, είναι επίσης ατυχής, καθόσον ο Πύθεος γεννήθηκε το πρώτο τέταρτο του 4ου π.Χ. αι. ή και πριν το 400 π.Χ., κατά τον 5ο π.Χ. αι., και όταν κτίστηκε το κτήριο της Βεργίνας θα ήταν υπεραιωνόβιος, αν ζούσε». Ως εκ τούτου κρίνεται από τους συντάκτες «έωλη» η ταύτιση του χώρου με το σημείο όπου ανακηρύχθηκε βασιλιάς ο Μέγας Αλέξανδρος και όπου ξεκίνησε η μεγάλη εκστρατεία του στην Ασία.

β. «Η ερμηνεία του υπόψη κτηρίου ως ανακτόρου δεν υποστηρίζεται από τα ερείπιά του», τα οποία τεκμηριώνονται ως «πολυάριθμοι ευρύχωροι ανδρώνες (αίθουσες συμποσίων), με τους προθαλάμους και τους χώρους εξυπηρέτησής τους, οι οποίοι αναπτύσσονται γύρω από μια περίστυλη αυλή, και δεν υπάρχουν χώροι με άλλη λειτουργία», ενώ δεύτερος όροφος «στον οποίο θα βρίσκονταν οι χώροι διοίκησης, δεν τεκμηριώνεται από τα ευρήματα». Στο κτήριο αποδίδονται λειτουργίες «οι οποίες εντούτοις χαρακτηρίζουν τις δημοκρατικές πόλεις-κράτη και όχι τη Μακεδονία που ήταν βασίλειο, όπου ο βασιλιάς είχε απόλυτη εξουσία και οι υπήκοοι δεν μετείχαν στα κοινά». «Δεν θα μπορούσε, επιπλέον, να αποτελεί τη διοικητική έδρα του Φιλίππου Β’, εφόσον η πρωτεύουσα του βασιλείου ήταν η Πέλλα».

δ. Το κτήριο δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα πολυτελές, ούτε μοναδικό σε μέγεθος. Χαρακτηρίζεται ως «μια κατασκευή από ευτελή υλικά, κυρίως από κακής ποιότητας πωρολίθους και ωμές πλίνθους». Παράλληλα, δεν πρόκειται για το «μεγαλύτερο μνημείο στην ελλαδικό χώρο», καθώς το ανάκτορο της Πέλλας, το κτήριο των Λευκαδίων και το «Θερσίλιον της Μεγαλοπόλεως» είναι μεγαλύτερα.

«Το δήθεν ανάκτορο της Βεργίνας, που κατά το Υπουργείο Πολιτισμού υπερτερεί του Παρθενώνα, προπαγανδίζει πάνω σε μυθεύματα, αβάσιμες ερμηνείες και κοπτοραπτική των δεδομένων, την υλοποίηση ενός δήθεν μεγαλειώδους αναστηλωτικού εγχειρήματος με εθνική σημασία, δεν κατορθώνει, όμως, να συγκαλύψει την πραγματικότητα αυτού του πανάκριβου και ημιτελούς έργου και του συνόλου των θεμελιωδών προβλημάτων του αφηγήματος της Βεργίνας», καταλήγει η ανακοίνωση της επιτροπής του ICOMOS.

Το Υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει απαντήσει σχετικά.

Εξέλιξη: το Υπουργείο Πολιτισμού απάντησε με Δελτίο Τύπου (06/03/32024) όπου επισυνάπτεται άμεση απαντητική επιστολή της Αγγελικής Κοτταρίδη. Δείτε το εδώ