Ένα τείχος, ύψους τουλάχιστον τεσσάρων μέτρων, περιβάλλει μία πόλη με πυκνό πολεοδομικό ιστό. Η βάση του τείχους, πλάτους περίπου 5,5 μέτρων, έχει λίθινο υπόβαθρο, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του αποτελείται από πλιθιά, καλυμμένα με κεραμίδια. Την πύλη του τείχους αυτού και τμήμα της οχύρωσης αρχαίας πόλης έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη λίγο έξω από την πόλη του Κιλκίς, μεταξύ των κοινοτήτων Καμπάνη και Πεδινού του Δήμου Κιλκίς.

Αφήνοντας πίσω κανείς σήμερα τον νομό Θεσσαλονίκης και πηγαίνοντας προς το Κιλκίς, από τα νότια του νομού λίγο μετά τη Νέα Σάντα, θα δει μία σειρά από λοφώδεις σχηματισμούς και αν δεν είναι γνώστης, ίσως υποθέσει ότι πρόκειται για φυσικούς λόφους. Αρκετά όμως από αυτά είναι κολοβωμένοι λοφίσκοι με τραπεζοειδή κορυφή. Στη γλώσσα των αρχαιολόγων, ονομάζονται «τράπεζες» με οικιστικά κατάλοιπα, που άρχισαν να δημιουργούνται από τα επάλληλα στρώματα οικισμών της αρχαιότητας.

Σε μία από τις πιο εντυπωσιακές και περίβλεπτες στο τοπίο «τράπεζες», πραγματοποίησαν αυτοψία, δηλαδή επιφανειακή έρευνα, το 2018, η αρχαιολόγος και προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κιλκίς δρ Γεωργία Στρατούλη και ο αρχαιολόγος δρ Νεκτάριος Πουλακάκης, προϊστάμενος του τμήματος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κιλκίς, σε έναν τόπο που είναι κηρυγμένος από τη δεκαετία του ’80 και προστατεύεται από τον αρχαιολογικό νόμο. Στην περιήγησή τους εκεί εντόπισαν επιφανειακά –μεταξύ άλλων– θραυσμένα τμήματα αγγείων, τα οποία «διάβασαν» για να κάνουν μια πρώτη εκτίμηση χρονολόγησής τους.

«Ήταν τον Νοέμβριο του 2018, όταν για πρώτη φορά πραγματοποιήσαμε στοχευμένη επιφανειακή έρευνα στην περίοπτη τράπεζα Καμπάνη-Πεδινού και αντιληφθήκαμε ότι πατάμε πάνω σε τείχος», δηλώνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Γεωργία Στρατούλη. «Άμεσα αποφασίσαμε να μην αξιοποιήσουμε μόνο τις δυνατότητες της ανασκαφικής διερεύνησης, όπως δοκιμαστικές τομές, αλλά να πραγματοποιήσουμε γεωφυσική διασκόπηση εδάφους, δηλαδή μια μέθοδο σκαναρίσματος του εδάφους, με τη βοήθεια ειδικευμένων ερευνητών και ειδικών μηχανημάτων», συμπληρώνει.

Η προσπάθεια αυτή έγινε σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και συγκεκριμένα το Εργαστήριο Γεωφυσικής Έρευνας υπό τον καθηγητή Γρηγόρη Τσόκα, και κατέδειξε την ύπαρξη τείχους που περιέβαλλε μία αρχαία πόλη με πυκνή πολεοδομική οργάνωση. «Είναι πολύ σημαντική η ανεύρεση μιας οχυρωμένης πόλης ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων στην ενδοχώρα της Κεντρικής Μακεδονίας, γιατί δεν γνωρίζουμε πολλές πόλεις που διασώζουν την οχύρωσή τους. Απ’ ό,τι φαίνεται από τα συνευρήματα και από τις παραδόσεις, που κατά καιρούς έχουν καταχωρηθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κιλκίς, μπορούμε να μιλάμε για μια αρχαία πόλη τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα π.Χ. μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Επίσης, έχουμε τη βεβαιότητα, βάσει της γεωφυσικής έρευνας, ότι εκτός του τείχους και πολύ κοντά σε αυτό υπάρχουν δημόσιοι χώροι, τους οποίους θα επιδιώξουμε να αποκαλύψουμε σε επόμενες ανασκαφικές περιόδους», επισημαίνει.

Τι ήρθε στο φως και ποια είναι τα μελλοντικά σχέδια

Προς το παρόν, στις μικρής έκτασης και περιορισμένου χρόνου ανασκαφές κατά τα έτη 2021 και 2022, με μόλις 130.000 ευρώ και μονοψήφιο αριθμό εργατοτεχνιτών, ήρθαν στο φως η μνημειακή κεντρική πύλη της αρχαίας πόλης, στη νότια πλευρά του τείχους, και περίπου 60 μέτρα του νοτιοανατολικού τμήματός της. Επιπλέον, αποκαλύφθηκε ένας τετράγωνος πύργος, περίπου 30 μέτρα ανατολικά της πύλης, ενώ, όπως εκτιμά η κα Στρατούλη, βασισμένη στη γεωφυσική διασκόπηση, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα βρεθεί και άλλος ένας δυτικά της πύλης. «Έχουμε τουλάχιστον πέντε ή έξι πύργους, τους οποίους αναγνωρίζουμε από τη γεωφυσική έρευνα, με πιθανότητα ενός ακόμη ημικυκλικού στη νοτιοανατολική γωνία του τείχους», αναφέρει.

Το επόμενο διάστημα, η κα Στρατούλη και η ομάδα της πρόκειται να υποβάλουν αιτήματα για μία πιο συστηματική ανασκαφή της περιμέτρου του τείχους, έτσι ώστε σύντομα να αποκαλυφθεί τουλάχιστον η νότια και η ανατολική του πλευρά. Μάλιστα, οι πλευρές αυτές θα είναι ορατές από τον επαρχιακό δρόμο Θεσσαλονίκης-Κιλκίς, ο οποίος διέρχεται από τους οικισμούς Μάνδρες και Καμπάνη. «Αυτό που θέλουμε να κάνουμε άμεσα, εκτός της ανασκαφής, είναι η ανάδειξη του τμήματος του τείχους που έχει ήδη αποκαλυφθεί. Θα μπορούσε να γίνει καθ’ ύψος μερική αποκατάστασή του με συμβατικά μέσα ή και με αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας. Αν καταφέρουμε, επίσης, να έχουμε τουλάχιστον δύο ομάδες ανασκαφής το 2023, θα ήταν εφικτή η ολοκλήρωση της αποκάλυψης ολόκληρου του νότιου τείχους και τα επόμενα δύο χρόνια θα μπορούσαμε να επεκταθούμε στην ανατολική του πλευρά», σημειώνει η κα Στρατούλη.

Ευχής έργο, όπως λέει η κα Στρατούλη, είναι να μπορέσει η Εφορεία Αρχαιοτήτων με τη στήριξη του ΥΠΠΟΑ να διαμορφώσει σταδιακά έναν νέο εμβληματικό αρχαιολογικό χώρο, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του Κιλκίς και της Κεντρικής Μακεδονίας.