Η φετινή ανασκαφική έρευνα της Ακρόπολης της αρχαίας πόλης της Κύθνου (σημερινό «Βρυόκαστρο»), συνεργατικό πρόγραμμα του Τομέα Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων του ΥΠΠΟΑ πραγματοποιήθηκε από τις 22 Αυγούστου έως τις 25 Σεπτεμβρίου 2022, με ιδιαίτερα σημαντικά αποτελέσματα.

Η πόλη της Κύθνου κατοικήθηκε αδιάκοπα από τον 12ο αιώνα π.Χ. έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. (εικ. 1). Οι φετινές εργασίες εστίασαν στην ανασκαφή των κτιρίων της Ακρόπολης που είχαν έρθει στο φως κατά το 2021. Το Νότιο τμήμα της Ακρόπολης προοριζόταν για εγκαταστάσεις στρατιωτικού χαρακτήρα, αναμφίβολα και της Μακεδονικής φρουράς που εγκατάστησε στην Κύθνο το 201 π.Χ. ο Φίλιππος Ε’ (εικ. 2, αριστερά). Φέτος, στον τομέα αυτό, πραγματοποιήθηκαν μόνο ορισμένοι καθαρισμοί που έφεραν στο φως μια σειρά από δεξαμενές, οι οποίες προφανώς εξασφάλιζαν αποθέματα νερού σε καιρό πολιορκίας.

Tο Βόρειο τμήμα του πλατώματος καταλαμβάνει ιερό, το οποίο ταυτίστηκε πέρυσι με βεβαιότητα με ιερό της Δήμητρας και της Κόρης (εικ. 2, δεξιά, εικ. 3-4). Εδώ συνεχίστηκαν φέτος οι έρευνες σε τρία κτίρια (αρ. 3, 4 και 6) καθώς και σε υπαίθριους χώρους.

Αρχικά ολοκληρώθηκε η έρευνα του διμερούς Κτιρίου 4, διαστάσεων 7,50×5,70 μ., που αναμφίβολα ταυτίζεται με ναό των κλασικών χρόνων. Στον Δυτικό χώρο, το 2021 είχαν βρεθεί τρεις θήκες από όρθια τοποθετημένες λίθινες πλάκες, εν μέρει μέσα σε στρώμα στάχτης που περιείχε πολλά καμένα οστά ζώων. Από το πίσω (Ανατολικό) δωμάτιο («άδυτο»), προέρχονται επίσης πολλά οστά μικρών ζώων, κυρίως όμως γνάθοι από χοιρίδια, θυμιατήρια πολύμυξα φωτιστικά σκεύη, καθώς και πήλινα γυναικεία ειδώλια.

Ανάμεσα στον ναό αυτό και το επίμηκες Κτίριο 3 νοτιότερα, παρεμβάλλονται δύο σχεδόν τετράγωνα μικρά οικοδομήματα, 5 και 6, με αντικρυστές εισόδους (βλ. εικ. 3-4). Φέτος ολοκληρώθηκε η έρευνα του Δυτικού Κτιρίου 6 (διαστ. 4,85×4,25 μ.). Το εσωτερικό του διαμορφώνεται εσωτερικά σε τουλάχιστον τρία επίπεδα. Φαίνεται ότι εδώ βρισκόταν αρχικά η κύρια βαθμιδωτή πρόσβαση στο τέμενος, η οποία καταργήθηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και ενσωματώθηκε στο Κτίριο 6, πιθανώς για την εξυπηρέτηση λατρευτικών αναγκών (ίσως ως μια προσομοίωση της καθόδου στον Άδη;).

Επίσης ολοκληρώθηκε η έρευνα περιμετρικά από το αντικρυστό πρωιμότερο Κτίριο 5 (βλ. εικ. 3-4), που μάλλον ταυτίζεται και αυτό με δεύτερο μικρότερο ναό (διαστ. 3,80×3,30 μ.) καθώς, όπως φάνηκε το 2021, περιείχε κάτω από το τελευταίο δάπεδό του ποικίλα αναθήματα. Αποκαλύφθηκε ένα φροντισμένο πλακόστρωτο δάπεδο στον στενό διάδρομο ανάμεσα στα Κτίρια 4 και 5, ο οποίος υποδηλώνει ότι τα δύο αυτά οικοδομήματα ήταν ταυτόχρονα σε χρήση.

Οι ανασκαφικές εργασίες επικεντρώθηκαν ωστόσο στο Κτίριο 3, μήκους 21 και πλάτους 8,50 μέτρων. Χαρακτηρίζεται από τραπεζιόσχημη τοιχοποιία και διαθέτει μνημειώδη είσοδο στο μέσον του επιμήκη Βόρειου τοίχου (βλ. εικ. 3-5). Φέτος ανασκάφηκαν δύο ζώνες τετραγώνων εσωτερικά του κτιρίου που επέτρεψαν να αποσαφηνιστεί ως έναν βαθμό η διαρρύθμισή του. Είναι αξιοσημείωτο ότι το μεγαλύτερο μέρος των αναθημάτων του ιερού προέρχεται από τις επιχώσεις εγκατάλειψης του εν λόγω οικοδομήματος (εικ. 6-9). Στο Ανατολικό τμήμα του κτιρίου αποκαλύφθηκαν μια σειρά από οδοντωτές εσοχές του φυσικού βράχου, οι οποίες ορίζονται από τοιχάρια, που φαίνεται ότι διαμόρφωναν χώρους και «θήκες» για τη φύλαξη και απόθεση αναθημάτων, καθώς στις περιοχές αυτές υπήρχε έντονη συγκέντρωση ευρημάτων όλων των κατηγοριών (εικ. 10-12). Στο τμήμα αυτό του κτιρίου αποκαλύφθηκε και λίθινη πεταλόσχημη εσχάρα, διαστ. περ. 2,50×2 μ. (εικ. 10), πλήρης με στάχτη και διάσπαρτες πυρακτωμένες πλίθρες και με αρκετά καμένα οστά ζώων, καθώς και σημαντική συγκέντρωση αναθημάτων. Η όλη διαμόρφωση εδώ δημιουργεί αμφιβολίες για το αν το τμήμα αυτό του οικοδομήματος ήταν στεγασμένο. Μεγάλη συγκέντρωση αναθημάτων παρατηρήθηκε και σε λωρίδα κατά μήκος του πίσω (Νότιου) τοίχου του Δυτικού μισού του κτιρίου. Από τον τοίχο αυτό προβάλλουν εσωτερικά σε τακτά διαστήματα και στο ίδιο χαμηλό ύψος διάτονοι επίπεδοι λίθοι, υποδηλώνοντας την παρουσία εδώ ενός ξύλινου ραφιού πάνω στο οποίο θα πρέπει να ήταν τοποθετημένα αναθήματα (εικ. 13).

Ανάμεσα στους δύο ναούς (αρ. 4 και 5) και το επίμηκες Κτίριο 3, διαμορφώνεται ένα ανάλημμα με είσοδο από τα Ανατολικά, που οριοθέτησε κάποια στιγμή, κατά τη μακρόχρονη πορεία χρήσης του ιερού (7ος αι. π.Χ. έως 3ος–4ος αι. μ.Χ.), έναν εκτεταμένο «αποθέτη» ο οποίος περιείχε αναρίθμητα αναθήματα (εικ. 4). Η έρευνα εδώ ολοκληρώθηκε φέτος φέρνοντας στο φως πολλές εκατοντάδες ακέραια ή σχεδόν ακέραια ευρήματα, κυρίως πήλινα ειδώλια και πολύμυξα φωτιστικά σκεύη.

Η ακριβής χρήση και η χρονολόγηση όλων των αποκαλυφθέντων οικοδομημάτων θα προσδιοριστεί όταν θα ολοκληρωθεί η μελέτη των ευρημάτων και των ανασκαφικών δεδομένων. Εν γένει, η έρευνα του εσωτερικού των κτιρίων οδήγησε στην εύρεση πολυάριθμων αναθημάτων. Ο κύριος όγκος προέρχεται ωστόσο από το Κτίριο 3 και από τον «αποθέτη» (εικ. 14-24). Συλλέχτηκαν πολλές εκατοντάδες πήλινα αρχαϊκά-ελληνιστικά ειδώλια (τα ακέραια ή σχεδόν ακέραια ξεπέρασαν τα 2.000), γυναικεία (εικ. 14-16), και παιδικά (εικ. 17), λιγότερα ανδρικά, ιδιαίτερα ηθοποιών και συμποσιαστών (εικ. 18), ερμαϊκές στήλες (βλ. εικ. 9), χοιρίδια, χελώνες, λέοντες, κριοί, πτηνά (εικ. 19), κ.ά. Συλλέχτηκαν επίσης εξίσου πολλοί λύχνοι αρχαϊκών-ρωμαϊκών χρόνων (εικ. 20) και πολύμυξα τελετουργικά φωτιστικά σκεύη (εικ. 21), δακτυλιόσχημοι «κέρνοι» με επίθετα μικρογραφικά αγγεία, πλήθος επίθετων μικρογραφικών υδριών που έχουν αποκολληθεί από τελετουργικά σκεύη (εικ. 22), εξαιρετικής ποιότητας κεραμική, κυρίως Αττική μελανόμορφη και ερυθρόμορφη (υδρίες, κάλπεις κ.λπ., εικ. 23), αλλά και άλλων εργαστηριακών κέντρων (Κορινθιακά, Κυκλαδικά και Ανατολικού Αιγαίου). Στα αναθήματα συγκαταλέγονται και ορισμένα χάλκινα, αργυρά (εικ. 24), οστέινα και υάλινα κοσμήματα, μαρμάρινα και αλαβάστρινα αγγεία (φιάλες, πυξίδες) κ.ά. Βρέθηκαν και ορισμένα χάλκινα ρωμαϊκά νομίσματα (π.χ. sestertius του Τραϊανού, μετά το 106 μ.Χ., εικ. 25 πάνω, και νόμισμα Διοκλητιανού του 285 μ.Χ., εικ. 25 κάτω). Ωστόσο, ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα αργυρό νόμισμα Κύθνου με κεφαλή Απόλλωνα στον εμπροσθότυπο και λύρα στον οπισθότυπο, καθώς τα έως σήμερα γνωστά Κυθνιακά νομίσματα των Ελληνιστικών χρόνων είναι όλα χάλκινα (εικ. 26).

Αρκετά αγγεία πόσεως, κυρίως ρωμαϊκών χρόνων, προερχόμενα τόσο από το εσωτερικό του ναού (Κτίριο 4), όσο και από τις διάφορες επιχώσεις εντός του Κτιρίου 3 και από τον «αποθέτη», ταυτίζονται ως τελετουργικά καθώς έχουν επιγραφές που χαράχθηκαν πριν από την όπτηση και αποτελούν αφιερώματα γυναικών, ενώ επιβεβαιώνουν ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο στη λατρεία τόσο της Δήμητρας όσο και της Κόρης (εικ. 27). Προσωρινά, θα μπορούσαμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι το Κτίριο 4 ήταν ο ναός της Δήμητρας, ενώ το παρακείμενο μικρότερο Κτίριο 5 αυτός της Κόρης.

Εσωτερικά της θύρας του Κτιρίου 3 βρέθηκε, μετακινημένο από την αρχική θέση του, ενεπίγραφο μνημειώδες βάθρο διαστάσεων 1,43×0,47×0,21 μ. (πάχ.), το οποίο σώζει την επιγραφή των ύστερων ελληνιστικών χρόνων «Νηρηίς δαμιουργός», που πιθανώς αναφέρεται σε κάποια αξιωματούχο του ιερού (εικ. 28). Η χρήση της δωρικής διαλέκτου επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά την παράλληλη χρήση της με την ιωνική στην Κύθνο.

Πολλά από τα προαναφερθέντα αναθήματα παραπέμπουν και αυτά έμμεσα ή άμεσα στη λατρεία των δύο θεοτήτων, όπως άλλωστε και διάφορα μεμονωμένα ευρήματα, λ.χ. ένα ακόμη ειδώλιο κιστοφόρου (εικ. 29) ή αρκετά θραύσματα εισαγμένων Ελευσινιακών κέρνων.

Το πενταετές ανασκαφικό πρόγραμμα στο Βρυόκαστρο Κύθνου (2021-2025) διενεργείται υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας Αλεξάνδρου Μαζαράκη Αινιάνος και του Εφόρου Αρχαιοτήτων δρος Δημήτρη Αθανασούλη. Οι έρευνες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και της ΕΦΑ Κυκλάδων στηρίζονται επίσης από τη ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, τον Δήμο Κύθνου, τον Σύλλογο Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Κύθνου, τον καπετάνιο του πλοίου «ΜΑΡΜΑΡΙ», και κυρίως τον γενναιόδωρο χορηγό του ανασκαφικού προγράμματος, Θανάση Μαρτίνο. Τη διεπιστημονική ερευνητική ομάδα αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, συντηρητών, ζωοαρχαιολόγου, αρχαιομέτρη κ.ά. πλαισίωσαν 33 φοιτητές και φοιτήτριες της αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, καθώς και 2 φοιτήτριες  από τη Γαλλία (εικ. 30).

* Ψηφιακή επεξεργασία φωτογραφιών: Εύα Κολοφωτιά.