Για έκτη χρονιά, στο πλαίσιο νέου τριετούς προγράμματος (2020-2022), συνεχίστηκε η υποβρύχια έρευνα στις ανατολικές ακτές της Σαλαμίνας, με τη συνεργασία του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (ΙΕΝΑΕ) και της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ) του ΥΠΠΟΑ, υπό τη διεύθυνση της δρος Αγγελικής Γ. Σίμωσι, Προϊσταμένης της ΕΦΑ Ευβοίας, και του Γιάννου Γ. Λώλου, Καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Προέδρου του ΙΕΝΑΕ. Πρόκειται για την πρώτη διεπιστημονική υποβρύχια έρευνα, που διενεργείται από το 2016 συστηματικά, από ελληνικούς φορείς, σε χώρους του ιστορικού Στενού, στη θαλάσσια περιοχή Αμπελακίου-Κυνόσουρας.

Η υποβρύχια έρευνα, κατά την πρώτη φάση της, εξελίχθηκε στην βόρεια πλευρά του μυχού του σημερινού Όρμου του Αμπελακίου, όπου ερευνώνται συστηματικά, από το 2016, καταποντισμένα λείψανα της αρχαίας πόλης της Σαλαμίνας, η οποία εκτείνεται στην νότια πλαγιά της χερσονήσου της Πούντας.

Συγκεκριμένα, συνεχίστηκε η ανασκαφική διερεύνηση ενός μεγάλου σκέλους, εν μέρει καταβυθισμένου, του επιθαλάσσιου τείχους της Κλασικής πόλης, με κατεύθυνση Β-Ν. Η διερεύνησή του, βάσει κανάβου με τετράγωνα 4×4 μ., πραγματοποιήθηκε, και πάλι επιτυχώς, με την εφαρμογή «αμφίβιας» ανασκαφικής διαδικασίας, η οποία συνδυάζει μέσα και τεχνικές της χερσαίας και υποβρύχιας αρχαιολογίας, με την εγκατάσταση εύκαμπτου υδατοφράκτη και τη χρησιμοποίηση 3 υδραντλιών, για την καθημερινή αφυδάτωση θαλασσίου πεδίου συνολικής εκτάσεως 140 τ.μ.

Με την πρόοδο της ανασκαφής, σε έκταση 50 τ.μ. περίπου, το ερευνώμενο σκέλος του τείχους, αν και διαλυμένο σε κάποια σημεία, παρακολουθήθηκε περαιτέρω προς τα νότια σε μήκος 16 μ. περίπου. Επιβεβαιώθηκε ότι στη δομή του αντιπροσωπεύονται δύο κατασκευαστικές φάσεις, εντός του 4ου αι. π.Χ., με τελικό πάχος 3 μ., ενώ τεκμηριώθηκε και η σταθερή χρήση λιθοπλίνθων και άλλων μεγάλων ειργασμένων λίθων στα δύο μέτωπα του τείχους, το ανατολικό και το δυτικό (εσωτερικό): το δυτικό αποτέλεσε και το υπόβαθρο για την κατασκευή (με αρχαίο οικοδομικό υλικό), σε Επαναστατικούς ή Προ-επαναστατικούς χρόνους, του υπάρχοντος μακρού μώλου, ο οποίος προβάλλει σήμερα στην επιφάνεια της θάλασσας.

Σημειώνεται ότι το αποκαλυφθέν (κατά το 2020-2021) σκέλος του τείχους, στον άξονα Β-Ν, του οποίου το συνολικό μήκος υπολογίζεται σε τουλάχιστον 57 μ., αποτελεί, μέχρι στιγμής, το μόνο συστηματικά ανεσκαμμένο τμήμα της οχύρωσης της αρχαίας πόλης.

Από την τελευταία ανασκαφή προήλθε σημαντική ποσότητα σωρευμένης ανάμεικτης κεραμικής (οστράκων αγγείων και κεράμων) των ιστορικών, κυρίως των ελληνιστικών-ρωμαϊκών, αλλά και μεταγενεστέρων χρόνων, ενώ μελαμβαφής Αττική κεραμική της Υστεροκλασικής περιόδου σημειώθηκε και στο επίπεδο θεμελίωσης του τείχους. Εντοπίστηκαν, ακόμη, πήλινα πώματα αμφορέων και λίγα θραύσματα μαρμάρινων αντικειμένων.

Γενικότερα, με βάση τα αποτελέσματα των ερευνών της πενταετίας 2016-2021, έχει πλέον αναγνωριστεί οριστικά η πορεία του επιθαλάσσιου τείχους, παρά τον λιμένα της Κλασικής-Ελληνιστικής πόλης της Σαλαμίνας. Αποτελεί σημαντικότατο μέρος του όλου οχυρωματικού συστήματος της αρχαίας πόλης, του οποίου η περίμετρος μπορεί τώρα να ανασυσταθεί σχεδόν πλήρως, με βάση τις επισημάνσεις ερευνητών του 19ου αιώνα (W.M. Leake, H.G. Lolling, A. Milchhöfer), σε αδόμητο τότε τοπίο, και τα στοιχεία από παλαιότερες χερσαίες ανασκαφές μικρής κλίμακας του Αντώνιου Κεραμόπουλλου και της δρος Ιφιγένειας Δεκουλάκου.

Η υποβρύχια έρευνα, κατά τη δεύτερη φάση της, εξελίχθηκε στον εσώτερο Όρμο του Αμπελακίου, δηλαδή στο αγκυροβόλιο μεγάλου μέρους του Ελληνικού στόλου την παραμονή της ναυμαχίας του 480 π.Χ., με τη χρησιμοποίηση πλωτής εξέδρας που σχεδιάστηκε και κατασκευάσθηκε από τους Γ. Αρβανίτη και Ν. Γκόλφη.

Πραγματοποιήθηκαν δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές σε τρία σημεία ενδιαφέροντος (Στόχοι 1, 2, 3), από τα πολλά που έχουν εντοπιστεί από την εντατική γεωφυσική έρευνα προηγουμένων ετών του Πανεπιστημίου Πατρών, υπό τον καθηγητή Γ. Παπαθεοδώρου.

Από τις διερευνητικές τομές, που έφτασαν σε βάθος από 1 έως 2 μ. μέσα στην ιλύ του βυθού και εκτελέστηκαν με δυσκολία σε θολά ύδατα, προέκυψαν στοιχεία τα οποία θα συμβάλουν στη μελέτη της τοπικής ιζηματογένεσης, στην ανασύσταση της παλαιογεωγραφίας του ιστορικού Όρμου, καθώς και στον ακριβέστερο προσδιορισμό της ακτογραμμής του στα Κλασικά χρόνια.

Υλικό αρχαιολογικού ενδιαφέροντος προήλθε μόνο από την τομή στον Στόχο 3, στη βορειοδυτική πλευρά του σημερινού Όρμου. Στην τομή αυτή, μέχρι το βάθος του 1 μ. περίπου, εντοπίστηκε πυκνή σώρευση λίθων ανάμεικτων με θραύσματα αγγείων και κεράμων διαφόρων περιόδων (περιλαμβανομένων και ελληνιστικών αμφορέων). Πρόκειται, πιθανότατα, για παρασυρμένο ανάμεικτο υλικό, πολύ όμοιο με αυτό από τη γειτονική ανασκαφή του τείχους και των άλλων καταβυθισμένων καταλοίπων, που φαίνεται να σχετίζεται με δραστηριότητες σε χερσαίο χώρο κατά την αρχαιότητα.

Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν οι: Γιάννος Γ. Λώλος και Αγγελική Γ. Σίμωσι (Διεύθυνση Έρευνας), Χριστίνα Μαραμπέα (Δρ Αρχαιολόγος, υπεύθυνη εργασιών πεδίου και τεκμηρίωσης), Έφη Ουσταμπασίδου (Αρχαιολόγος) και Άννα Νοτιά (Εκπαιδευτικός), βασικές συνεργάτιδες, Ευάγγελος Σ. Κρουστάλης (Δρ. Αρχαιολόγος, υπεύθυνος φωτογραμμετρικών αποτυπώσεων), Χρήστος Αγουρίδης (Αρχαιολόγος Μ.Α.), Παρασκευή Τακορού (Αρχαιολόγος), Νικόλαος Γκόλφης (Τεχνικός υπεύθυνος), Πέτρος Τσαμπουράκης, Νικόλαος Τζανουδάκης και Κωνσταντίνος Κυρσάνωφ (Δύτες), Χρύσα Φουσέκη (Προϊσταμένη Τμήματος Συντήρησης ΕΕΑ) και Ειρήνη Μάλλιου (Συντηρήτρια ΕΕΑ), Σπύρος Αγιάζι και Μπιλμπίλ Μουσταφά (Εργατοτεχνίτες), Κωνσταντίνος Τσιτλακίδης (Νυκτοφύλακας χώρου ερευνών).