Επτά εθιμικές πρακτικές και κοινωνικές τελετουργίες εγγράφονται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, εγγράφονται οι Τηγανίτες τ’ Αγιού στην Κέρκυρα, το Αμπαλί, παραδοσιακό παιχνίδι της Λευκάδας, η Λευκαδίτικη λαδόπιτα, οι χορευτικές παραδόσεις της Νισύρου, τα Καλήμερα Ευρυτανίας, η τέχνη της παραδοσιακής παρασκευής του τυριού Μανούρι Βλάστης και τα Σάγια Νέας Καρβάλης.

Οι τηγανίτες τ’ Αγιού στην Κέρκυρα

Κατά τη διάρκεια του τριήμερου εορτασμού του Αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα, παρασκευάζονται κατ’ οίκον, πωλούνται από καταστήματα και πλανόδιους πωλητές ή προσφέρονται από διάφορους Φορείς, Σωματεία ή Συλλόγους οι «τηγανίτες τ’ Αγιού». Πρόκειται για ένα προϊόν ζύμης που τηγανίζεται σε λάδι και σερβίρεται με κρυσταλλική ή άχνη ζάχαρη και κανέλα. Αρχικά συνδέθηκε με την ολονύχτια λειτουργία την παραμονή στην εκκλησία του Αγ. Σπυρίδωνα (βεγιόνι), καθώς οι πιστοί κατανάλωναν τηγανίτες που θα τους βοηθούσαν να αντεπεξέλθουν στην κούραση. Σταδιακά αυτό μετατράπηκε σε έθιμο που αποτελεί αναπόσπαστη τελετουργία στη συνείδηση των απανταχού Κερκυραίων σε σχέση με την εορτή του προστάτη Αγίου. Την πρωτοβουλία για την εγγραφή του στοιχείου είχε η κερκυραϊκή κοινότητα.

Αμπαλί

Το «Αμπαλί» είναι παραδοσιακό ομαδικό παιχνίδι που παίζεται με ξύλινες μπάλες σε ειδικά διαμορφωμένο γήπεδο ανοιχτού χώρου. Το «Αμπαλί» φαίνεται να προέρχεται από το παιχνίδι Bocce το οποίο αναπτύχθηκε στην Αρχαία Ρώμη. Διαμορφώθηκε στη σύγχρονή του μορφή στην Ιταλία και στη Γαλλία και εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στους Λευκαδίτες πέρασε κατά την Ιταλική κατοχή (μέσα 14ου αιώνα μέχρι και τέλη του 18ου) και εξακολούθησε να παίζεται μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970. Σήμερα ο Σύλλογος Λευκαδίων Ηλιούπολης και γύρω Δήμων «Η Φανερωμένη» διοργανώνει τουρνουά στα οποία καλούνται και παλαιότεροι γνώστες του παιχνιδιού με στόχο να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις και το ζήλο τους στους νεότερους. Ύστερα από πρόταση του βουλευτή Λευκάδος Αθανάσιου Καββαδά, το Δ.Σ. του Συλλόγου Λευκαδίων Ηλιούπολης και γύρω Δήμων «Η Φανερωμένη» αποφάσισε ομόφωνα να προβεί στη διαδικασία εγγραφής του στοιχείου «Αμπαλί» στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Λευκαδίτικη λαδόπιτα

Η λευκαδίτικη λαδόπιτα είναι παραδοσιακό γλυκό και αποτελεί σήμα κατατεθέν της λευκαδίτικης γαστρονομίας. Για την παρασκευή της χρησιμοποιούνται απλά υλικά που υπήρχαν ανέκαθεν σε κάθε λευκαδίτικο σπίτι και τα βασικά συνίστανται στα εξής: Ελαιόλαδο, αλεύρι, ζάχαρη (ή μέλι), πετιμέζι σταφυλιού. Η λαδόπιτα αποτελεί το κατεξοχήν προσφερόμενο γλύκισμα σε κάθε είδους κοινωνική εκδήλωση των Λευκαδιτών. Τη συναντάμε σαν κέρασμα σε όλες τις χαρούμενες περιστάσεις όπως ορκωμοσίες, αρραβώνες, γάμους, βαπτίσεις, αγορές αυτοκινήτων, χτίσιμο σπιτιού, ενώ δεν λείπει και από τις δύσκολες στιγμές όπως είναι οι κηδείες και τα μνημόσυνα. Την Πρωτοχρονιά, προσθέτοντας ένα φλουρί, αποτελεί τη βασιλόπιτα των νοικοκυριών. Η τοπική κοινωνία επέδειξε μεγάλο ενδιαφέρον ώστε να δρομολογηθεί η σύνταξη της συγκεκριμένης έκθεσης και να συμπεριληφθεί η λαδόπιτα στα στοιχεία της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Χορευτικές παραδόσεις Νισύρου

Το πανηγύρι της Παναγιάς, τον Δεκαπενταύγουστο, είναι η σημαντικότερη ημέρα για τον όπου γης Νισύριο και γι’ αυτό επιδιώκει να βρίσκεται στο νησί την ημέρα αυτή για να συμμετάσχει στην πάνδημη χαρά. Ο «Χορός της Κούπας», σε συνάρτηση με τον χαρακτήρα των νισυριακών πανηγυριών στα οποία χορεύεται, προάγει την κοινωνική αλληλεγγύη και τη συνοχή της κοινότητας των Νισυρίων, όπου και αν διαβιούν. Ο Χορός Καμάρες, επίσης, αποτελεί συστατικό στοιχείο της παράδοσης και θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα των μουσικοχορευτικών εκδηλώσεων του νησιού. Το γεγονός ότι τα βήματά του είναι διαφορετικά από τους κυκλικούς χορούς, που είναι οι συνηθισμένοι χοροί, τουλάχιστον για τα νησιά του Αιγαίου, προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις νέες γενιές. Την πρωτοβουλία για την εγγραφή των Χορευτικών Παραδόσεων Νισύρου Κούπα και Καμάρες στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας είχαν η Εταιρεία Νισυριακών Μελετών σε συνεργασία με την τοπική κοινότητα Νισύρου.

Καλήμερα Ευρυτανίας

Τα Καλήμερα τραγουδιούνται στην τοπική κοινότητα του Μεγάλου Χωριού Ευρυτανίας την παραμονή των Φώτων (5 Ιανουαρίου) από ομάδες ανδρών, τις οποίες συνοδεύουν νταούλια και κλαρίνο. Πρόκειται για ευχές «Καλής Ημέρας», που απευθύνονται ξεχωριστά στον νοικοκύρη, τη νοικοκυρά, τα παιδιά τους, τη χήρα, τον ξενιτεμένο και τον παπά και λέγονται τραγουδιστά σε κάθε σπίτι του χωριού από τους Καλημεράδες. Οι οικοδεσπότες κερνάνε την ομάδα μεζέδες και ποτά και τους δίνουν χρήματα, τα οποία συγκεντρώνονται σε ένα κοινό ταμείο. Ανήμερα των Φώτων οργανώνεται μεγάλο γλέντι που πληρώνεται αποκλειστικά από το ταμείο των Καλημεράδων και στο οποίο συμμετέχει ενεργά όλο το χωριό και οι επισκέπτες του. Την πρωτοβουλία για την εγγραφή του στοιχείου Καλήμερα στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας είχε η κοινότητα του Μεγάλου Χωριού Ευρυτανίας.

Η τέχνη της παραδοσιακής παρασκευής του τυριού Μανούρι Βλάστης

Η βιοτεχνική-χειροτεχνική τυροκόμηση του Μανουριού στη Βλάστη γίνεται από τους κτηνοτρόφους που κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού διατηρούν τα κοπάδια τους στον ορεινό και ημιορεινό χώρο που ορίζεται από τα βουνά Άσκιο και Μουρίκι. Η παραδοσιακή παρασκευή του Μανουριού γίνεται αποκλειστικά εποχικά, δηλαδή μόνο κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, γιατί τότε το γάλα έχει την απαραίτητη ποσότητα λίπους για να γίνει το τυρί. Το μανούρι στη Βλάστη παρασκευάζεται από κατσικίσιο γάλα και η τυροκόμηση γίνεται καθημερινά, αμέσως μετά το άρμεγμα των ζώων, στη στάνη. Για τους Βλατσιώτες το Μανούρι είναι «ο βασιλιάς των τυριών», για αυτό και διοργανώνουν τη «Γιορτή του μανουριού» κάθε Αύγουστο. Παράλληλα, εκτός από ένα εκλεκτό τυροκομικό προϊόν, το μανούρι αποτελεί ένα σύμβολο, ένα στοιχείο αναφοράς της συλλογικής ταυτότητας της κοινότητας. Για αυτούς που δεν ζουν πλέον στη Βλάστη, το μανούρι έχει έναν ακόμη λόγο να είναι «νόστιμο»: έχει τη γεύση του σπιτιού στο οποίο με λαχτάρα επιστρέφουν κάθε καλοκαίρι.

Σάγια

Κάθε χρόνο στις 5 Ιανουαρίου, παραμονή των Θεοφανείων στη Νέα Καρβάλη Καβάλας, έναν προσφυγικό οικισμό που ιδρύθηκε το 1925 από Καππαδόκες πρόσφυγες από την Καρβάλη (Γκέλβερι), επιτελείται ένα δρώμενο που είναι από παλιά γνωστό ως «Σάγια». Σύμφωνα με τοπικές μαρτυρίες και τη ζώσα εν γένει καππαδοκική παράδοση, επιτελούνταν στην Καππαδοκία την παραμονή των Φώτων με πάνδημη συμμετοχή. Οι νέοι του οικισμού μεταμφιέζονται σε κερασφόρα όντα με μάσκες και κουδούνια (Σάγια), ξεχύνονται στους δρόμους, περιφέρουν την Καμήλα, καλαντίζουν και πειράζουν τους περαστικούς και τις νοικοκυρές. Καταλήγουν στην πλατεία του χωριού όπου ανάβουν μεγάλη φωτιά, πηδούν από πάνω, χορεύουν και γλεντούν. Η τελετή αυτή σύμφωνα με τη ζωντανή παράδοση σφραγίζει το τέλος του Δωδεκαημέρου και με την καθαγιαστική δύναμη της φωτιάς αλλά και τις προσευχές διώχνει τους καλικάντζαρους (Σάγια) πάλι στα έγκατα της γης, μέχρι τον επόμενο χειμώνα, όταν θα ξαναβγούν στην επιφάνεια για να ταλαιπωρήσουν για δώδεκα ημέρες μέχρι τις 5 Ιανουαρίου ανθρώπους και ζωντανά. Την πρωτοβουλία για την εγγραφή του στοιχείου Σάγια στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας είχε το Κέντρο Καππαδοκικών Μελετών.