Η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης Ίρις Τζαχίλη γράφει με αφορμή την απώλεια του Κωστή Δαβάρα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Αύγουστο:

«Δεν είχα την τιμή και τη χαρά να είμαι συνάδελφος του Κωστή Δαβάρα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ούτε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον ήξερα μόνο από τις εργασίες του και από τον σεβασμό που είχαν για αυτόν όσοι τον γνώριζαν από κοντά. Παλαιότερα δεν είχα φανταστεί τον σημαντικό ρόλο που θα έπαιζε αργότερα στην επιστημονική και πανεπιστημιακή μου ζωή. Γενικά τον συνάντησα πολύ λίγες φορές, που τις θυμάμαι ωστόσο μία μία.

»Προσωπικά τον γνώρισα μέσω του καθηγητή Χρίστου Ντούμα με τον οποίο αντίθετα συνεργαζόμουν στενά πολλά χρόνια στο Ακρωτήρι Θήρας και ήταν επόπτης της διατριβής μου. Όταν πήγα στην Κρήτη θεώρησα ότι το τεράστιο και αποσπασματικό υλικό ενός Iερού Κορυφής είναι πολύ κατάλληλο για την εκπαίδευση των φοιτητών αρχαιολογίας και άρα ζήτησα μία σχετική άδεια μελέτης. Απέναντι από το Ρέθυμνο στεκόταν ο Βρύσινας με το ιερό του, ενώ τα πάμπολλα ευρήματα από την ανασκαφή του 1973 βρίσκονταν στο μουσείο, κι έτσι σκέφθηκα ότι το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα θα ήταν το καταλληλότερο. Στο μουσείο δεν είχαν αντίρρηση, όλως αντιθέτως. Την ανασκαφή είχε κάνει ο Κωστής Δαβάρας, καθηγητής στο ΕΚΠΑ τότε, και γι’ αυτό παρακάλεσα τον κ. Ντούμα να μας φέρει σε επαφή.

»Έτσι τον συνάντησα, ήταν η μία από τις ελάχιστες φορές που τον είδα. Πήγα στο γραφείο του, στη λαβυρινθώδη Πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου. Έφτασα δύσκολα, ανάμεσα από θορυβώδη νιάτα, φωνές, επάλληλα σβησμένα συνθήματα, αφίσες, φωτογραφίες, εκδηλώσεις, διαφημίσεις και προγράμματα και καμία απολύτως οδηγία για το πώς φτάνει κανείς στα γραφεία της Φιλοσοφικής. Πάντως κάποτε έφτασα. Και όταν μπήκα στο γραφείο του ήταν σαν να άλλαξα τουλάχιστον ήπειρο. Δεν ακουγόταν τίποτα, μία γαλήνη κυριαρχούσε, ένα απαλό φως, ένα χρωματιστό χαλί και η εξαιρετική ευγένεια του κ. Δαβάρα. Συζητήσαμε αρκετή ώρα, όση χρειαζόταν για να καταλάβω τη μεγάλη του γενναιοδωρία και υπευθυνότητα. Δεν παραχωρούσε το αρχαιολογικό υλικό για το οποίο ήταν υπεύθυνος  χωρίς να βεβαιωθεί για την επιστημονική τύχη του. Αυτή την αρχική εικόνα κράτησα πάντα γι’ αυτόν. Την υπευθυνότητα, τη γενναιοδωρία και κυρίως τη γαλήνη του.

»Η δεύτερη φορά που τον συνάντησα ήταν έμμεση. Έκανα μία περιήγηση στην ανατολική Κρήτη με φοιτητές και με την ευκαιρία μελέτησα το επιστημονικό έργο του για την περιοχή. Είχα ανά χείρας τις μελέτες του και έτσι περιπλανηθήκαμε στον χώρο. Κυρίως συγκεντρώθηκα στη μελέτη του για την έπαυλη στον Μακρύγιαλο που απ’ ό,τι φαίνεται είχε ιδιαίτερη σημασία γι’ αυτόν ως ένα μικρό ανάκτορο, κάτι σαν επανάληψη σε μικρότερες διαστάσεις ενός τύπου που είχε ερευνήσει και βάσει του οποίου είχε αναπτύξει τις μορφές λατρείας. Με το κείμενό του στο χέρι γυρίσαμε με φοιτητές στους χώρους, που έπαιρναν μορφή καθώς διαβάζαμε τη μελέτη. Θυμάμαι ένα τελετουργικό επιφανείας της θεότητας που περιέγραφε εγγράφοντας και τις πιθανές κινήσεις των λάτρεων στους ανεσκαμμένους χώρους. Νομίζω ότι η βαθιά βοήθεια για την κατανόηση ερχόταν από την εξαιρετική λεκτική απόδοση, από την ακρίβεια των φράσεων. Παρά τον πλούτο τους καμία ρητορεία. Σεμνότητα. Τίποτα δεν ήταν περιττό. Έτσι η έπαυλη υψώθηκε με τη δύναμη των λέξεων, ευθύβολα, με τον νου, τις ιδέες, την ύλη και το αίσθημα που εξέπεμπε. Κατάλαβα τότε και την υπόγεια επιρροή του στους άλλους (ένα μέρος της τουλάχιστον). Οι λέξεις του “έμπαιναν σαν πρόκες, δεν τις έπαιρνε ο άνεμος” (Μανόλης Αναγνωστάκης ).

»Σε όλο αυτό το διάστημα με ομάδα συνεργατών από το 2000 μελετούσαμε το υλικό από τον Βρύσινα: τόνους κεραμεικής και σπασμένων ειδωλίων. Επιπλέον είχαμε ανοίξει μία νέα ανασκαφή. Για πολλά χρόνια ήταν η κύρια απασχόλησή μου. Ο Κωστής Δαβάρας ήταν συνεχώς παρών στις συζητήσεις μας κυρίως για την ονομασία που είχε δώσει. Είχε ονομάσει τα Ιερά Κορυφής προσφυέστατα  “ακρώρειες”, στις άκρες των ορέων. Κάναμε πολλές συζητήσεις για αυτόν τον όρο. Οι συνεργάτες μου ήταν ενθουσιασμένοι. Μα μήπως είναι υπερβολικά γεωγραφικός, έλεγα; Έχοντας στο νου μου την “πολιτική” τους υπόσταση σαν πρώιμη μορφή αμφικτιονίας. Τώρα βλέπω ότι η πρωτοτυπία του όρου έγκειται ακριβώς σε αυτό. Στο ότι μπορεί να δεχτεί ερμηνείες ενώ το “ιερό κορυφής” μάλλον αποκλείει γιατί δίνει έναν ορισμό εξ αρχής.

»Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν στην τελετή παράδοσης του τιμητικού του τόμου, του Φιλίστορα στο INSTAP, στην Παχυάμμο της Κρήτης. Ο Κωστής ήταν το κέντρο της βραδιάς, παρατηρούσε γύρω του προσεχτικός, χαιρετούσε, δεχόταν συγχαρητήρια,  άκουγε τους νεότερους συναδέλφους που μιλούσαν για αυτόν. Τότε είχα αναρωτηθεί αν αναγνωριζόταν σε εκείνα τα λόγια και σε όλη τη γιορτή που του την είχαν κρατήσει για έκπληξη. Το οικείο και το δημόσιο πρόσωπό του συνέπιπταν;

»Νομίζω ότι αν μπορούσα να του μιλήσω θα του έλεγα να μην ανησυχεί. Η μελέτη του υλικού του Βρύσινα προχωρεί και θα τελειώσει. Από τότε που άρχισε, πριν από 20 χρόνια, πολλοί φοιτητές μπήκαν στην ομάδα, πολλοί συνάδελφοι, άλλοι έφυγαν, άλλοι ακολούθησαν κατόπιν με άλλες ιδέες. Βγήκαν τόμοι, έγιναν μεταπτυχιακές εργασίες, έγιναν διατριβές. Αλλά η σκέψη που θα ήθελα να τον συνοδεύσει δεν έχει σχέση με αρχαία ούτε είναι και δική μου. Είναι η διήγηση του Χρίστου Ντούμα για τα νιάτα τους, όταν  ταξίδευαν στα καράβια, μετά τον πόλεμο, με μύριες κακουχίες γύρω από τα νησιά του Αιγαίου, πάνω στα κύματα, να γνωρίσουν τις θάλασσες και τα βουνά, έτοιμοι για τις μεγάλες συναντήσεις, ο Χρίστος με τις Κυκλάδες, ο Κωστής με την  Κρήτη».