Η Δώρα Μονιούδη-Γαβαλά, Καθηγήτρια Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, παρουσιάζει το βιβλίο της Κατερίνας Ριτζούλη Σαντορίνη 1204-1956. Η ιστορία της αρχιτεκτονικής (έκδ. Ίδρυμα Λουκά και Ευαγγέλου Μπελλώνια, 2020, σ. 297, ISBN978-618-81420-3-9):

Η τελευταία έκδοση του κοινωφελούς, μη κερδοσκοπικού, Ιδρύματος Λουκά & Ευαγγέλου Μπελλώνια που κυκλοφόρησε πρόσφατα συνεχίζει την ανταπόκριση στους ιδρυτικούς σκοπούς του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η έκδοση βιβλίων και, ιδιαίτερα, όσων αφορούν τη Σαντορίνη. Το βιβλίο αποτελεί τη διδακτορική διατριβή της συγγραφέως του με αντικείμενο την αρχιτεκτονική κληρονομιά της Σαντορίνης από τη Λατινοκρατία (1204) μέχρι τον καταστροφικό σεισμό του 1956. Η Κατερίνα Ριτζούλη εκπόνησε τη διατριβή της στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επιβλέπουσα την καθηγήτρια Καλλιρόη (Κλαίρη) Παλυβού. Στόχευσε στην ανάλυση και μελέτη των κτιριακών καταλοίπων στο νησί και στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την εξέλιξη των κατασκευών, διαχωρίζοντας το χρονικό διάστημα της μελέτης σε τρεις χρονικές περιόδους (1204-1537, 1537-1774, 1774-1956).

Η εκδοθείσα προστίθεται στη χορεία των μελετών των σχετικών με την εξέλιξη του κτισμένου περιβάλλοντος των νησιών των Κυκλάδων κατά την ίδια χρονική περίοδο ή σε μέρος της: διδακτορικών διατριβών (ενδεικτικά αναφέρω Ιωάννη Κουμανούδη για τη Θήρα, Άλκηστης Δανιήλ για τη Θηρασιά, Ορέστη Βαβατσιούλα και Αθανασίου Κωτσάκη για τη Νάξο), των δημοσιευμένων άρθρων στις ευάριθμες Επετηρίδες της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών (ενδεικτικά αναφέρω Εμμανουήλ Μαρμαρά, Γιώργου Δημητροκάλλη), τις δημοσιεύσεις Δημήτρη Φιλιππίδη, Δημητρίου Βασιλειάδη, Constantin Papas, Μαριγώς Φίλιππα-Αποστόλου και άλλες.

Η Κατερίνα Ριτζούλη, δρ αρχιτέκτων μηχανικός ΑΠΘ (2016), έχει πολυετή θητεία στην αποκατάσταση μεσαιωνικών και νεώτερων μνημείων στις τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου Θήρας και στο Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ διδάσκει ως συμβασιούχος διδάσκουσα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα για την αρχιτεκτονική των Κυκλάδων, για την καταγραφή παραδοσιακών οικοδομικών τεχνών και για τη βιομηχανική κληρονομιά της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο της σχετίζεται, κυρίως, με ζητήματα αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τρία μέρη, αντίστοιχα τριών ιστορικών περιόδων. Το πρώτο αφορά το χρονικό διάστημα από την έναρξη της Λατινοκρατίας στις Κυκλάδες μέχρι την απαρχή της οθωμανικής κυριαρχίας. Το δεύτερο καλύπτει την περίοδο από την έναρξη της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), την οποία θέτει ως χρονικό όριο η συγγραφέας, λόγω των αλλαγών που οι συνέπειές της επέφεραν στον κατασκευασμένο χώρο του νησιού. Το τρίτο μέρος αφορά την περίοδο μέχρι τον καταστροφικό σεισμό του 1956, ο οποίος προκάλεσε τομή στην οικιστική και, γενικότερα, στην πολιτισμική ιστορία του νησιού. Η αναφορά της συγγραφέως στο σεισμό του 1956 είναι εξαιρετικά σύντομη, σε μικρό κείμενο με τίτλο «Η μέρα που σίγησαν οι καμπάνες της Σαντορίνης». Των τριών μερών του βιβλίου δεν προηγείται εισαγωγή, η οποία θα ήταν διαφωτιστική για τον αναγνώστη. Κάθε μέρος του βιβλίου, αντίστοιχο της χρονικής περιόδου που εξετάζει, περιλαμβάνει ιστορική ανάλυση. Ακολουθεί η τεκμηρίωση, η οποία για μεν την πρώτη περίοδο αφορά τα καστέλλια, για δε τις δύο επόμενες περιόδους τα κτιριακά κελύφη και τις χρήσεις τους, για να καταλήξει σε ενδεικτική παρουσίαση κτιρίων. Ακολουθεί η συγκριτική εκτίμηση για την τυπολογία, τη μορφολογία, την κατασκευή και τα επί μέρους κατασκευαστικά στοιχεία. Η συγγραφέας αρχίζοντας από τα ιστορικά σύνολα περνά στα κατάλοιπα των κτιρίων και, στη συνέχεια, στην ανάλυση της κατασκευής. Την ίδια μεθοδολογία εξέτασης εφαρμόζει σε κάθε μια από τις τρεις ιστορικές περιόδους τής μελέτης της. Παραθέτει συγκεντρωτικούς πίνακες, οι οποίοι διευκολύνουν την αντίληψη για τους κτιριακούς τύπους και την εξέλιξή τους. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει γλωσσάρι.

Η συγγραφέας συγκέντρωσε και εξέτασε  αρχειακό υλικό, στοιχεία από δημοσιευμένες μελέτες και μελέτες συναδέλφων της αρχιτεκτόνων μηχανικών κατά την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος για την αποκατάσταση κτιρίων, ενώ είχε την ευκαιρία επιτόπιας μελέτης.  Πραγματοποίησε ερευνητική εργασία σε βάθος κατά τη διάρκεια της εργασίας της στις τεχνικές υπηρεσίες της κοινότητας Οίας και, στη συνέχεια, του Δήμου Θήρας εκτιμώντας την αναγκαιότητά της και επικεντρώνοντας την προσοχή της στα στοιχεία που ήταν βασικής σημασίας.

Η νέα γνώση που έφερε στο φως η συστηματική έρευνα της συγγραφέως είναι ο μεγάλος αριθμός στοιχείων για την αρχιτεκτονική του νησιού, με σχέδια και εικόνες τα οποία συγκέντρωσε. Εξετάζει την αρχιτεκτονική κληρονομιά του νησιού και δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες για την αναγνώριση και τη χρονολόγηση των οικοδομικών φάσεων των οικοδομημάτων. Η ανάλυση της κατασκευής παρέχει πολλές πρακτικές οδηγίες για τεχνικά ζητήματα. Μεταξύ των θεμάτων περιλαμβάνεται συγκριτική εκτίμηση του Κάστρου της Νάξου, με βάση τα στοιχεία που προέρχονται από τη διδακτορική διατριβή του Ορέστη Βαβατσιούλα, με τα πέντε καστέλλια της Σαντορίνης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το πρώτο αποτέλεσε το πρότυπο όλων των υπόλοιπων. Παρουσιάζει αναλυτική μελέτη για το Μέγαρο Γκύζη, το μοναδικό κτίριο της β’ περιόδου, εντασσόμενο στον  λόγιο αρχιτεκτονικό τύπο. Προχωρεί σε διερεύνηση της αρχικής μορφής του κτιρίου και στη σύγκριση της υφιστάμενης κατάστασης με την προϋπάρχουσα, βασιζόμενη στα σχέδια των μηχανικών του ελληνικού στρατού, από το αρχείο Αγγέλου Δαργέντα. Οι μηχανικοί του στρατού μετά τον σεισμό πραγματοποίησαν εργασίες αποτυπώσεων, σε προσπάθεια άμεσης ανασυγκρότησης και διάσωσης της ιστορικής συνέχειας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις της συγγραφέως για τις οικιστικές μονάδες των καστελλιών, για τις οποίες εκτιμά ότι ενδεχομένως δεν κατασκευάστηκαν ταυτόχρονα, αλλά όπως αναφέρει «είναι ξεκάθαρο ότι στους δικαιούχους δόθηκαν πολύ συγκεκριμένες πολεοδομικές οδηγίες για την ανέγερσή τους, οι οποίες και εφαρμόστηκαν απόλυτα. Είναι ορθογώνιες, επιμήκεις, με παρόμοιες διαστάσεις και αναλογίες, με εμμονή στην ομοιομορφία, χαρακτηριστικά στοιχεία που αντανακλούν τους αυστηρούς μηχανισμούς της βενετικής νομοθεσίας και την απουσία σοβαρών ταξικών διαφορών εντός των καστελλιών». Αυτή η ομοιομορφία είναι κοινό χαρακτηριστικό και άλλων οχυρωμένων οικισμών της εποχής, τόσο των Κυκλάδων όσο και των μεσαιωνικών οικισμών της Χίου, των οποίων χρονική αφετηρία ήταν η Γενουοκρατία. Όμως, πρέπει να αναφέρω ότι η έρευνά μου στα Αρχεία της Γένοβας για κανονισμούς δόμησης ή σχέδια ουδέν απέδωσε. Ορισμένα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα, όπως η καταγωγή των υπόσκαφων κατασκευών στη Σαντορίνη. Ωστόσο, η ιστορική έρευνα δεν σταματά ποτέ και, πιθανά, υπάρξει στο μέλλον η σχετική τεκμηρίωση.

Το βιβλίο είναι χρήσιμο στη σύγχρονη πραγματικότητα, σε όσους εργάζονται για την αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Διευρύνει τον χρήσιμο Πρακτικό Οδηγό για αρχιτεκτονικές επεμβάσεις μικρής κλίμακας με το παράδειγμα του Πύργου Καλλίστης, το οποίο συνέγραψε με την Κλαίρη Παλυβού (2014). Η πρόσφατη έκδοση είναι βιβλίο αναφοράς για την ιστορία του τόπου, παρέχοντας πληροφορίες για την αναγνώριση και τη χρονολόγηση των οικοδομικών φάσεων. Είναι χρήσιμο για όσους θέλουν να διακρίνουν το αυθεντικό από το προσποιούμενο «παραδοσιακό» και να αντιληφθούν τις μεγάλες διαφορές ζωής και αντίληψης μεταξύ της προβιομηχανικής κοινότητας και της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.

Η τουριστική πλημμυρίδα των προηγούμενων ετών ώθησε στην αύξηση του αριθμού των τουριστικών καταλυμάτων και χρήσεων με αλματώδεις ρυθμούς, προκαλώντας μεγάλη οικιστική επέκταση, δυστυχώς, σε βάρος των αμπελώνων. Η διαπίστωση, εκ μέρους των επιχειρηματιών του τουρισμού, ότι το «παλαιό» είναι ελκυστικό οδήγησε στην παραγωγή νεο-παραδοσιακών σε ευρεία κλίμακα, δημιουργώντας ένα «τουριστικό σκηνικό». Η μορφολογία της «παράδοσης» χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά, αποφέροντας οικονομικά οφέλη και σε αυτήν εξαντλείται κυρίως η σύγχρονη οικοδόμηση στο νησί. Αν μετά τον σεισμό του 1956 είχε δημιουργηθεί από τους αρχιτέκτονες που εργάστηκαν για την ανοικοδόμηση ένα τοπικό στυλ ενσωμάτωσης στοιχείων της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του νησιού στο μοντερνιστικό ιδίωμα, η τουριστική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών οδήγησε στην κυριαρχία της νεο-παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Το «Σπίτι των Ανέμων» της Αγνής Κουβελά στο Ακρωτήρι αποτελεί ευτυχή εξαίρεση του κανόνα, ένα επιτυχημένο παράδειγμα σύγχρονης οικοδόμησης. Σαφέστατα αναζητείται ένας κατάλληλος τρόπος διατήρησης των αξιών οι οποίες αφανίζονται ή αλλοιώνονται, μια απάντηση στην χωρίς όρια «ανάπτυξη», και σε αυτά ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο η πρόσφατη έκδοση.