Ολοκληρώθηκε το διάστημα από 15 έως 29 Ιουνίου η πρώτη ερευνητική περίοδος της ενάλιας αρχαιολογικής έρευνας της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων στη νήσο Λέβιθα. Η Λέβιθα (αρχ. Λέβινθος) αποτελεί το ανατολικότερο μίας συστάδας τεσσάρων απομονωμένων νησιών (Λέβιθα, Μαυριά, Γλάρος και Κίναρος) που γεφυρώνουν το θαλάσσιο πέρασμα από τις Κυκλάδες στα Δωδεκάνησα στο ύψος του 37ου παράλληλου, μεταξύ Λέρου και Αμοργού.

Η έρευνα συντελείται σε έναν τριετή χρονικό ορίζοντα (2019-2021) και σκοπό έχει τον εντοπισμό και  την τεκμηρίωση και των αρχαίων ναυαγίων στην παράκτια ζώνη του νησιωτικού αυτού συμπλέγματος, που φαίνεται να έπαιξε έναν καίριο ρόλο στην αρχαία και νεώτερη ναυσιπλοϊα. Καίριας σημασίας για την επιτυχή έκβαση της έρευνας υπήρξε η αξιοποίηση πληροφοριών από υποδείξεις ναυαγίων στο αρχείο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων καθώς και η εκτενής συλλογή πληροφοριών από την κοινότητα των αλιέων και σπογγαλιεών που επιχειρούν στην περιοχή.

Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού,  την Βρετανική Ακαδημία Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών (British Academy) και το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια (University of Pennsylvania), το οποίο εκπροσώπησε η ελληνίδα καθηγήτρια Μάνθα Ζαρμακούπη.

Τέλος, το εγχείρημα υποστηρίχτηκε υλικοτεχνικά από τους κατοίκους της Πάτμου Αλέξανδρο Schwarzenberg, Μιχάλη Βαγενά, Διονύσιο Κλεούδη καθώς και από την οικογένεια του Δημητρίου Καμπόσου που κατοικεί μόνιμα στο νησί της Λέβιθας.

Τα ευρήματα της πρώτης ερευνητικής περιόδου

Κατά την πρώτη φάση, η έρευνα περιορίστηκε κυρίως στις νότιες και δυτικές ακτές της Λέβιθας. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 57 ομαδικές καταδύσεις που μεταφράζονται συνολικά σε 92 ώρες ατομικής εργασίας βυθού και καλύφθηκε ερευνητικά περίπου το 30% των 35 χιλιομέτρων ακτογραμμής του νησιού. Εντοπίστηκαν ίχνη από οκτώ συνολικά ναυάγια τα οποία χρονολογούνται κυρίως στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο. Εκτός των ναυαγίων καταγράφηκε και πλήθος μεμονωμένων ευρημάτων, κυρίως απορρίψεις κεραμικής και άγκυρες, που τεκμηριώνουν μία συνεχή χρήση του θαλάσσιου αυτού δρόμου από την Αρχαϊκή έως και την Οθωμανική περίοδο.

Στα πλέον αξιόλογα ευρήματα της έρευνας του 2019 συμπεριλαμβάνονται ένα ναυάγιο με μεικτό φορτίο αμφορέων από το Αιγαίο (Κνίδος, Κως και Ρόδος), την Φοινίκη και την Καρχηδόνα που χρονολογείται λίγο πριν τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., εποχή κατά την οποία οι Πτολεμαίοι και Αντιγονίδες έριζαν για την ναυτική κυριαρχία στο Αιγαίο. Ένα ακόμα ναυάγιο με φορτίο αμφορέων από την Κνίδο χρονολογείται στην ίδια περίοδο, ενώ εντοπίστηκαν τρία ακόμα ναυάγια με φορτία Κώων ή Ψευδο-Κώων αμφορέων (του 2ου και 1ου αι. π.Χ. και του 2ου αι. μ.Χ.), ένα ναυάγιο με φορτίο αμφορέων από το Βόρειο Αιγαίο του 1ου αιώνα π.Χ., ένα ναυάγιο με φορτίο ροδιακών αμφορέων του 1ου αι. μ.Χ. και τέλος ένα ναυάγιο με αμφορείς που χρονολογούνται στην παλαιοχριστιανική περίοδο.   

Εξαιρετικό ενδιαφέρον από τα ανελκυσθέντα ευρήματα παρουσιάζει ένας γρανιτένιος στύπος άγκυρας, που ανελκύστηκε από βάθος 45 μέτρων με το συνολικό του βάρος να φτάνει τα 400 κιλά. Χρονολογείται πιθανότατα στον 6ο  αιώνα π.Χ. και είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος λίθινος στύπος της Αρχαϊκής περιόδου, που έχει εντοπιστεί έως σήμερα στο Αιγαίο, παραπέμποντας προφανώς στη χρήση του από ένα πλοίο κολοσσιαίων για την εποχή του διαστάσεων.