Την επιστημονική και ερευνητική επανεκκίνηση του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας προωθεί η Εποπτική Επιτροπή, η οποία ανέλαβε καθήκοντα στις αρχές του περασμένου Ιουνίου.

O πρόεδρος της Επιτροπής, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Χρήστος Αραμπατζής, μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για το χθες, το σήμερα και το αύριο του Ινστιτούτου. Τονίζει ότι το Ινστιτούτο Βενετίας πρέπει να αναδειχθεί ως το σημαντικότερο πνευματικό και επιστημονικό κέντρο εκτός Ελλάδας και ισχυρός βραχίονας της πολιτιστικής διπλωματίας.

Το Ινστιτούτο είναι ιδιοκτήτης σημαντικής περιουσίας –ακινήτου και κινητής– η οποία του περιήλθε από δωρεά της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας. Διαθέτει περίπου εξήντα ακίνητα, μεταξύ των οποίων αρχιτεκτονικά μνημεία ιδιαίτερης πολιτιστικής σημασίας, όπως ο ναός του Αγίου Γεωργίου και η Φλαγγίνειος Σχολή. Έχει στην κυριότητά του εκατοντάδες εικόνες (τρεις Παλαιολόγειες), 250 αντικείμενα και σκεύη λατρείας, το Αρχείο της Eλληνικής Αδελφότητας της Βενετίας, καθώς και συλλογή χειρογράφων. Ανάμεσα σε αυτά η «Μυθιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου», βυζαντινό χειρόγραφο με μικρογραφίες, η Συλλογή Μουσικών Βυζαντινών Χειρογράφων, καθώς και Πατριαρχικά έγγραφα του 16ου αιώνα.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του κ. Αραμπατζή στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον Θανάση Τσίγγανα:

Ερ.: Σε ποια κατάσταση βρίσκεται το Ινστιτούτο Βενετίας και ποια η πρώτη σας προτεραιότητα;

Απ.: Με βάση τα όσα προβλέπει ο νέος νόμος 4505/2017 προσπαθούμε αυτή τη στιγμή να επανεκκινήσουμε το Ινστιτούτο, το οποίο μέχρι τότε λειτουργούσε ακόμα με τον νόμο ίδρυσής του το 1951 και με Οργανισμό του Βασιλικού διατάγματος 720/1966. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλά πράγματα που είχαν προβλεφθεί τότε να μην ισχύουν πλέον, ενώ κάποιες ρυθμίσεις της εποχής του 1960 δεν είναι πια λειτουργικές.

Η νεοσυσταθείσα λοιπόν άμισθη Εποπτική Επιτροπή, η οποία ανήκει οργανικά στο υπουργείο Εξωτερικών (3 πανεπιστημιακοί καθηγητές και 2 διπλωμάτες) έθεσε ως στόχο της την προάσπιση της θεσμικής λειτουργίας του Ινστιτούτου. Ήδη προχωρήσαμε στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη θέση του Προέδρου και αυτή τη στιγμή αξιολογούνται οι υποψηφιότητες. Σε ένα επόμενο βήμα και με βάση την αξιολόγηση που γίνεται από ανεξάρτητη άμισθη Επιτροπή Πανεπιστημιακών, η ΕΕ θα προτείνει τον πρόεδρο στα συναρμόδια υπουργεία Εξωτερικών και Παιδείας και κατόπιν θα εποπτεύσει τη λειτουργία του Ινστιτούτου με βάση το νέο νομικό πλαίσιο.

Με ρωτήσατε για την κατάσταση που βρήκαμε όταν αναλάβαμε. Δυστυχώς που θα το πω, ήταν μια κατάσταση η οποία δεν είναι αποδεκτή από κανένα ευνομούμενο κράτος. Το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Ερευνών είναι ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου που ανήκει στο υπουργείο Εξωτερικών εδώ και 65 χρόνια. Όμως από τη σύστασή του μέχρι σήμερα, δεν υπήχθη σε κανένα ελεγκτικό όργανο του Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα ενώ ίσχυαν οι νόμοι του Ελληνικού Κράτους και γι’ αυτό το Ίδρυμα, εννοώ τον έλεγχο της Διοίκησης και των Οικονομικών του, να μην υπάρχει κάποιου είδους έλεγχος από ανεξάρτητες αρχές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαπιστώνουμε σήμερα ότι πολύτιμα κειμήλια που υπήρχαν στις βιβλιοθήκες ή στους χώρους του Ινστιτούτου να μην ανευρίσκονται και να μην ξέρει κανείς τι απέγιναν. Κι αυτό δεν είναι μια δική μας ανακάλυψη. Ορισμένα είναι ήδη γνωστά από τη δεκαετία του 1980, ενώ κάποια διαπιστώθηκαν το 2010 στην απογραφή της περιουσίας που κατά καιρούς κάνουν επιθεωρητές του υπουργείου Εξωτερικών. Επιπλέον αναζητώντας να βρούμε τα πρωτόκολλα παράδοσης-παραλαβής των εκάστοτε διευθυντών δεν βρήκαμε κανένα για τα τελευταία 40 χρόνια. Αυτό μας οδήγησε στην απόφαση να επιχειρήσουμε τη συνολική απογραφή και τεκμηρίωση των κειμηλίων, αμφίων και εικόνων, που βρίσκονται εκτός του Μουσείου με τη βοήθεια και συνδρομή αρχαιολόγων από το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης και το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών.

Επίσης, η βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου μπορεί να φιλοξενεί εκατοντάδες ερευνητές κάθε χρόνο αλλά δεν έχει ακόμη καταλογογραφηθεί ηλεκτρονικά παρά τη διάθεση πόρων από το ΕΣΠΑ τη δεκαετία του 2000 και τις γενναιόδωρες δωρεές Ιδρυμάτων και Ιδιωτών προς το Ινστιτούτο.

Γενικότερα θα έλεγα πως χρέος και καθήκον της Εποπτικής Επιτροπής είναι να προασπίσει τη θεσμική λειτουργία και την επιστημονική προβολή του Ινστιτούτου, να το θωρακίσει με τον έλεγχο ανεξάρτητων αρχών, οι οποίες παρότι από το Σύνταγμα έχουν το δικαίωμα προληπτικών και κατασταλτικών ελέγχων στα ΝΠΔΔ του Ελληνικού Δημοσίου, δεν προσκλήθηκαν να τον ασκήσουν στο Ινστιτούτο. Και δεν αποτελεί δικαιολογία ότι δεν βρίσκεται σε ελληνικό έδαφος. Είναι ΝΠΔΔ και ισχύουν και γι’ αυτό όλα όσα προβλέπονται στην Ελληνική Νομοθεσία.

Σε ένα άλλο επίπεδο σκοπός της Εποπτικής Επιτροπής είναι να συνδράμει με όλες τις δυνάμεις της και την τεχνογνωσία που διαθέτουν τα μέλη της, στην πορεία που θα χαράξει ο νέος πρόεδρός του, στην έρευνα και ανάπτυξη των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στην καρδιά της Ευρώπης και στην υλοποίηση των σκοπών του Ινστιτούτου. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το Ινστιτούτο από την ίδρυσή του οφείλει να προωθεί και να αναδεικνύει με κάθε μέσο τις διάφορες πτυχές του ελληνισμού, όπως αυτές αναπτύχθηκαν και εκφράστηκαν στα μνημεία λόγου και τέχνης τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι αυτή η επιστημονική παρουσία στην καρδιά της Ευρώπης αποτελεί ένα δυναμικό εργαλείο άσκησης της πολιτιστικής μας διπλωματίας που τόσο ανάγκη έχουμε, ως κράτος και ως έθνος. Αυτό για το οποίο μας θαυμάζει ο σύγχρονος κόσμος είναι ο πολιτισμός μας και οι διάφορες εκφράσεις του διαχρονικά.

Ερ.: Πιστεύετε ότι η αξία και η αποστολή του ΙΒ είναι αντιληπτή στην ελληνική κοινωνία;

Απ.: Η αποστολή του Ινστιτούτου είναι πάρα πολύ σοβαρή. Είναι η γνωστοποίηση, η έρευνα, η επιστημονική προσέγγιση όλων των πτυχών του ελληνικού πολιτισμού, που σε διάφορες μορφές λόγου και τέχνης αναπτύχθηκαν στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο. Το Ινστιτούτο είναι ανεξάρτητο οικονομικά με βάση την ελληνο-ιταλική συμφωνία του 1951 και με την οικονομική του ευρωστία μπορεί να αναπτύξει έρευνα, σπουδές και δομές πολιτιστικής διπλωματίας που χρειάζεται η ελληνική επιστημονική κοινότητα αλλά και το ελληνικό κράτος. Η οικονομική του ευρωστία γρήγορα θα προσδώσει την δυναμική που αρμόζει στο Ινστιτούτο. Μετά την εκλογή προέδρου και τη σύνταξη του νέου Οργανισμού του θα προκηρυχθούν υποτροφίες μέχρι το τέλος του χρόνου και θα γίνει προσπάθεια να ενταχθεί σε μεγάλα ερευνητικά προγράμματα της Ευρώπης και της Αμερικής για την πραγμάτωση όλων των ιδρυτικών σκοπών του.

Ερ.: Οι αλλαγές συχνά φέρνουν και αντιδράσεις…

Απ.: Οι σχέσεις του Ινστιτούτου με την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα της Βενετίας, που αποτελεί την ιστορική συνέχεια της Αδελφότητας των Ελλήνων του 15ου αιώνα, είναι αγαστές και μέσα σε πνεύμα αλληλοεκτίμησης και κατανόησης. Όποια σύννεφα δημιουργήθηκαν αρχικά δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν ρήξεις και αντιπαραθέσεις. Στην τελευταία μας συνάντηση με τα μέλη της Κοινότητας των Ελλήνων της Βενετίας συνομολογήσαμε ότι το Ινστιτούτο μπαίνει σε μια νέα φάση και σε μια νέα εποχή. Η αμοιβαία ειλικρίνεια, η υποστήριξη της νομιμότητας και χρηστής διοίκησης που πρέπει να διέπουν τη λειτουργία του Ινστιτούτου και η τήρηση των υποχρεώσεών του έναντι της Ιστορικής Ελληνικής Κοινότητας, που το προίκισε με την ακίνητη και κινητή του περιουσία, αποτελούν το πλαίσιο συνύπαρξης και συμπόρευσης. Άλλωστε οι επιστημονικοί σκοποί του Ινστιτούτου, η διαφύλαξη, προάσπιση και γνωστοποίηση της τεράστιας πολιτιστικής του κληρονομιάς θεωρώ ότι αποτελούν προτεραιότητα για όλους μας.