Γράφει ο Δημήτρης Αρβανιτάκης*

ΑΓΓΕΛΕ, ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΑΓΑΠΗΣ

ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ…

«Ο κύριος Δεληβορριάς, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη» – έτσι τον γνώρισα, ένα βράδυ του 1998, στη βενετσιάνικη οστερία «Nono risorto». Κι εκείνος, τείνοντας προς το μέρος μου το ποτήρι με το ουίσκι, με τον δείκτη του χεριού του τεντωμένο, σχεδόν αγγίζοντάς με, με βλέμμα χαμογελαστό, ίσως για να συστηθεί ακόμα καλύτερα:

«Εγώ, κύριε, είμαι φίλος του Λέοντος Αυδή!»

Ο Άγγελος Δεληβορριάς, που διεκδικούσε πάντα ολόκληρο τον εαυτό του… Ένας αθώος γόης, ένα παιδί…

Στα χρόνια που ήρθαν –χρόνια πολλά, ευτυχώς, αλλά ποτέ αρκετά, δυστυχώς– είχα την τύχη να είμαι ένας από κείνους που μεγάλωσαν μαζί του, άκουσαν, ένιωσαν, ποτίστηκαν, πίστεψαν, έμαθαν, συμμερίστηκαν το πάθος του. Και τώρα πρέπει, όσο το αίμα της μνήμης είναι ζεστό, όσο πνίγεται η ψυχή από το ασφυκτικό τέλος, να ζωγραφίσω μία εικόνα. Αδύνατο. Αλλά η γλώσσα δεν έχει άλλον τρόπο, παρά να δοκιμάζει τον εαυτό της.

Ο Άγγελος Δεληβορριάς, oραματιστής και εργάτης, γενναιόδωρος και ανυπεράσπιστα ρομαντικός. Αγαπούσε να διηγείται, με αυτονόητη υπερηφάνεια, για το πώς οραματίστηκε το Μουσείο Μπενάκη, για το πώς το άνοιξε στην κοινωνία: για τις δυσκολίες, τις αντιστάσεις, τα στοιχήματα, τις πίκρες, αλλά και για την απέραντη χαρά της δημιουργίας. Μπορούσε να καυχιέται για το ότι επί σαράντα πέντε σχεδόν χρόνια στο τιμόνι αυτού του δύσκολου καραβιού κατάφερε όχι μόνο να δημιουργήσει το πιο “λαμπερό” μουσείο στην Ελλάδα, αλλά και να χτίσει το τεράστιο κύρος του Μουσείου “του” στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Να ανοίξει; Να δημιουργήσει; Να χτίσει; Ναι, γιατί είχε χάρισμα ζηλευτό να εμπνέει: τους συνεργάτες του, τους καλλιτέχνες, την κοινωνία.

«Ο Δεληβορριάς μάς έχει κάνει μουτζαχεντίν», μου είχε πει μία συνάδελφος εδώ και πολλά χρόνια. Και είναι αλήθεια: ένα μελίσσι, ένας οργασμός, ένα διαρκές στοίχημα, ένα ανήσυχο νησί ήταν και είναι το Μουσείο “του”. Και στην καρδιά αυτού του πολύβουου μικρού κόσμου, το αυστηρό, χαμογελαστό, το αληθινά πατρικό βλέμμα ενός ανθρώπου. Ενός δασκάλου, ενός πολίτη βαθιά δημοκρατικού.

Οι δεκαετίες της Μεταπολίτευσης. Εύκολα χρόνια, θα πεις, με όρτσα τα πανιά της κοινωνίας μας. Αλλά, εδώ υπήρξε το δικό του μπόλιασμα. Μέσα σε καιρούς “εύκολους”, αυτός δεν θέλησε τίποτα εύκολο. Η ανησυχία του τον έσπρωχνε: κοιλοπονούσε ιδέες, δεν φοβήθηκε να σχεδιάσει, να δοκιμαστεί, να κάνει ρήξεις.

Ο Άγγελος Δεληβορριάς, ένας έλληνας που αγάπησε βαθιά το φως της γης του, ένας κοσμοπολίτης, ένας αθώος ανεξίθρησκος… Γιατί, αν θέλησε να χτίσει στην καρδιά του Μουσείου Μπενάκη, στην καρδιά της Αθήνας, μια έκθεση-αφήγηση της ιστορίας και της τέχνης της αγαπημένης του Ελλάδας, αν δημιούργησε το πολύμορφο κέντρο της «Πειραιώς», αν έκανε πράξη ένα άλλο όνειρό του («θέλω, παιδί μου, να φτιάξω ένα μουσείο για την Ελλάδα που αγάπησα – κατάλαβες;»), φτιάχνοντας με τα χέρια του –ώρες, μέρες, νύχτες– τη μοναδική έκθεση του ελληνικού εικοστού αιώνα στην Πινακοθήκη Γκίκα, έχτισε μαζί και το πρώτο μουσείο Ισλαμικής τέχνης, τιμώντας την πνευματική ανοιχτότητα και τον πολιτισμό του ιδρυτή του Μουσείου “του”, του Αντώνη Μπενάκη.

Αλλά πήγε πολύ παραπέρα. Οραματίστηκε και δημιούργησε έναν πολυεπίπεδο πολιτιστικό οργανισμό, που υπερέβαινε διαρκώς τον εαυτό του, και τον προίκισε με όλη την αυστηρότητα που απαιτείται για να μπορεί να εδραιωθεί και να εξελιχθεί. Πέρα από την οργάνωση και τον εμπλουτισμό των συλλογών που συνιστούν τη γενέθλια προίκα του Μουσείου Μπενάκη (αρχαία, βυζαντινή, νεότερη και σύγχρονη τέχνη), δημιούργησε ένα ακτινωτό σύστημα μουσειακής οργάνωσης, που όχι μόνο εγγυάται την αναγκαία φιλοσοφία της εκθεσιακής πολιτικής, αλλά και εξασφαλίζει τις δομές για τη συγκέντρωση, τη συντήρηση, την τεκμηρίωση και την ανάδειξη των βασικών ψηφίδων του νεοελληνικού πολιτισμού: αρχιτεκτονική, φωτογραφία, πάσης φύσεως αρχειακό υλικό. Θεωρούσε διαρκώς απαραίτητη (πόσο αυτονόητο είναι αυτό;) τη συνεργασία του Μουσείου “του” με μουσειακούς οργανισμούς, με πνευματικά ιδρύματα, εντός και εκτός Ελλάδας, για την οργάνωση εκθέσεων, ερευνών, εκδόσεων. Η μέριμνά του έφερε το Μουσείο “του” να είναι το πρώτο που οργάνωσε εκπαιδευτικά προγράμματα στη χώρα, να έχει σήμερα τη μεγαλύτερη Βιβλιοθήκη στην Ελλάδα, να έχει ένα εξαιρετικά πλούσιο εκδοτικό πρόγραμμα – και τόσα άλλα, που θα ‘ρθει η ώρα να ειπωθούν και να εκτιμηθούν.

«Και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι», ήταν το μότο του, που το πρόφερε καπνίζοντας το αγαπημένο του τσιγάρο και αφήνοντας το βλέμμα του ξεκρέμαστο, στο κενό – «κατάλαβες;»: σκέψεις, σχέδια, αγωνίες, υποχρεώσεις, στοιχήματα. Πού να προλάβεις; Το Μουσείο, οι άνθρωποί του, η «οικογένειά μας», η Ελλάδα του, και πάλι το Μουσείο… Και η αγαπημένη του αρχαιολογία, το μεράκι της Σπάρτης, το βιβλίο που δεν έλεγε να τελειώσει, ο χρόνος που δεν έφτανε ποτέ. Σαν τον Καζαντζάκη, που ήθελε να βγει στον δρόμο, να ζητιανέψει: «Άνθρωποι, χαρίστε μου ένα τέταρτο από τη ζωή σας…»

Αλλά, χάρηκε τον καλό ιδρώτα των κόπων του. Την ειλικρινή πανελλήνια και διεθνή αναγνώριση: για το έργο του στο Μουσείο Μπενάκη, για τις αρχαιολογικές του έρευνες, για την πολιτιστική πολιτική που υπηρέτησε, για το ήθος και την επιστημονική του συνεισφορά…

… Αλλά, τώρα, τέλος, «κύριε Δεληβορριά», αγαπημένε μας Άγγελε. Τα κίτρινα χαρτάκια και το μπλε μαρκαδοράκι θα περιμένουν μάταια. Το βιβλίο της Αφροδίτης δεν θα τελειώσει. Κι ούτε θα ξανακούσουμε ποτέ, νωρίς το πρωί, να βγαίνει από το γραφείο σου η αραχνοΰφαντη φωνή της νεράιδας να τραγουδάει τη Νόρμα, ούτε τη μακρινή νιότη σου να τραγουδάει με τη φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη «Πέρα στο θολό ποτάμι έσκυψε η νύχτα να λουστεί…». «Ποτέ πια»!

Ξέρω ότι οι φωνές των ζωντανών δεν μπορούν να τρυπήσουν το παχύ σκοτάδι που τους χωρίζει από το βασίλειο των νεκρών, που τώρα ανήκεις. Αλλά, η φωνή της αγάπης αυταπατάται πως η δύναμή της μπορεί να τρυπώσει στα πέπλα του Μεγάλου Τίποτα και να ψιθυρίσει τις τελευταίες της λέξεις.

Ήταν χαρά και μάθημα η ζωή μαζί σου, Άγγελε Δεληβορριά. Έναν κόσμο μας φώτισες: τη δική σου Οδό Ονείρων. Και τώρα που είναι δειλινό κι έξω μυρίζουνε οι πρώτοι βασιλικοί και η λουίζα, η δική μου φωνή λυγίζει, άλλο δεν έχει, και λέω να κλέψω μουσική που σου ταιριάζει, να στη στείλω – αλλά πού; Αρχή:

«Γεια σας… Ήρθα για να σας δείξω ο ίδιος την Οδό Ονείρων. … Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας …, μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός, μα κι απέραντα ευγενικός. … Εδώ, σ’ αυτό τον δρόμο γεννιώνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών, ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με τ’ ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί…».

Και τέλος: «Εδώ τελειώνει η μουσική για την Οδό Ονείρων. Εδώ τελειώνουν τα όνειρα που μου δανείσατε εσείς οι ίδιοι μια βραδιά, δίχως να το γνωρίζετε… Τώρα είναι αργά κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί. Εγώ, αθεράπευτα πιστός σ’ αυτό τον δρόμο, θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί, για να μαζέψω τα καινούργια όνειρα που θα γεννήσετε, να τα φυλάξω και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά, πάλι σε μουσική. Καληνύχτα».

Εκεί που τώρα πας, τίποτα δεν θυμάσαι. Αλλά, εμείς εδώ, όσο ακόμα είμαστε εδώ, θέλουμε να σε τυλίξουμε με την αγάπη μας. Θυμόμαστε, υποσχόμαστε και σε ευχαριστούμε γι’ αυτό που ήσουν. Πλούσιος, χαμογελαστός, αθώος: ένα παιδί.

 

* Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης είναι ιστορικός, υπεύθυνος των εκδόσεων του Μουσείου Μπενάκη.