Έφυγε χτες από τη ζωή, σε ηλικία 81 ετών, ο Καθηγητής και Ακαδημαϊκός Άγγελος Δεληβορριάς. Με ανακοίνωσή τους η Διοικητική Επιτροπή του Μουσείου Μπενάκη και το προσωπικό του Ιδρύματος εκφράζουν τη βαθύτατη θλίψη τους για την απώλεια του Άγγελου Δεληβορριά, ο οποίος επί 45 χρόνια ηγήθηκε του Ιδρύματος από τις θέσεις του Διευθυντή και του μέλους της Διοικητικής του Επιτροπής.

«Η ευρύτητα του πνεύματος, η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, η ακατάπαυστη εργατικότητα και η αστείρευτη δημιουργικότητα αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν είτε προσωπικά είτε μέσα από το τόσο σημαντικό έργο του. Η απώλεια είναι δυσβάστακτη» καταλήγει η ανακοίνωση.

«Οραματιστής, καινοτόμος, επιστήμονας υψηλού κύρους ο Άγγελος Δεληβορριάς υπήρξε μια σπουδαία και ξεχωριστή προσωπικότητα στο πολιτιστικό μας γίγνεσθαι» αναφέρει στο συλλυπητήριο μήνυμά της, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λυδία Κονιόρδου. «Κλασικός αρχαιολόγος, ακαδημαϊκός, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, ανήσυχο και ακούραστο πνεύμα, στάθηκε πάνω απ΄ όλα Δάσκαλος με την πιο ουσιαστική σημασία της λέξης. Ένας φάρος πολιτισμού που άνοιγε δρόμους και ενέπνευσε. Η θητεία του στη θέση του διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη από το 1974 και για τέσσερις και πλέον δεκαετίες σηματοδότησε μια νέα εποχή για τα ελληνικά μουσεία. Ο Άγγελος Δεληβορριάς πρότεινε έναν νέο τρόπο οργάνωσης και μετάδοσης της γνώσης, δημιουργώντας επί της ουσίας μια νέα σχέση με το παρελθόν, την τέχνη, την ίδια μας την ταυτότητα. Η προσφορά του Άγγελου Δεληβορριά στο δημόσιο αγαθό του πολιτισμού είναι αναντικατάστατη. Και για αυτήν τον ευγνωμονούμε όλοι μας» καταλήγει.

Η κηδεία του Άγγελου Δεληβορριά θα γίνει δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο, την Παρασκευή 27 Απριλίου, στις 14.00.

Ο Άγγελος Δεληβορριάς

Ο Άγγελος Δεληβορριάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1937. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία στο Πανεπιστήμιο του Freiburg. Κατά την περίοδο 1965-1969 υπηρέτησε ως επιμελητής αρχαιοτήτων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και στη συνέχεια μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στο Tübingen, από το Πανεπιστήμιο του οποίου απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1972. Το 1972-1973 παρακολούθησε σχετικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και στην École pratique des hautes études, αναλαμβάνοντας εν συνεχεία τη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη, όπου παρέμεινε από το 1973 μέχρι το 2015. Το 1992 εξελέγη τακτικός καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε Ιστορία της Τέχνης ως το 2005.

Είχε δώσει διαλέξεις και είχε συμμετάσχει σε συνέδρια πολλών επιστημονικών και μουσειακών κέντρων της Ευρώπης και της Αμερικής. Το συγγραφικό του έργο καλύπτει ζητήματα Κλασικής Αρχαιολογίας, Ιστορίας της Τέχνης, Μουσειολογίας και παραδοσιακού πολιτισμού. Το ερευνητικό ενδιαφέρον του για τον παραδοσιακό πολιτισμό ειδικότερα και τη «Λαϊκή Τέχνη» αναπτύχθηκε στο Μουσείο Μπενάκη, η ριζική ανάπλαση και ο αναπροσανατολισμός της φυσιογνωμίας του οποίου, προσγράφονται και διεθνώς στα επιτεύγματα των νεότερων μουσειακών κατακτήσεων.

Εκτός από τις μονογραφίες Attische Giebelskulpturen und Akrotere des 5. Jh.v.Chr. (Tübingen 1974), Οδηγός του Μουσείου Μπενάκη (Αθήνα 1980), Ελληνικά παραδοσιακά κοσμήματα (Αθήνα 1980), Greece and the Sea, Κατάλογος εκθέσεως (Amsterdam 1987), H Eλλάδα του Μουσείου Μπενάκη (Αθήνα 1997), Οδηγός του Μουσείου Μπενάκη (Αθήνα 2000), Πάρεργα: Άκαιρα, ανεπίκαιρα, επικαιρικά (Αθήνα 2003), The Parthenon Frieze: problems, challenges, interpretations (Athens 2008), ΕΠΑΙΝΟΣ Luigi Beschi (επιμ.), Μουσείο Μπενάκη, 7ο Παράρτημα (2011), κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στις περιοδικές επιστημονικές εκδόσεις ΑΔ, ΑΑΑ, BCH, Antike Plastik, AM, AntK, StäddelJb, MEFRA, σε πρακτικά συνεδρίων, εγκυκλοπαίδειες, λεξικά, τιμητικά αφιερώματα και συλλογικά έργα.

Συμμετείχε ως μέλος σε επιτροπές επιστημονικών εταιρειών, ιδρυμάτων και τιμήθηκε με διακρίσεις από τη Γαλλία, Chevalier de l’Ordre des Arts et des Lettres (1999), την Ελλάδα, Ταξιάρχης του Τάγματος του Φοίνικος, αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών (2000), και την Ιταλία, Ordine della Stella della Solidarieta Italiana (2008). Ήταν επίτιμος διδάκτωρ των πανεπιστημίων του Αιγαίου (2005), της Θεσσαλονίκης (2016), της Θράκης (2016), και μέλος της Academia Scientiarium et Artium Europae (1991), της Academia Europea (1992) και της Academia Nazionale dei Lincei (2015).

Ήταν τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 2016.

«Δεν θεωρώ κανέναν απολύτως πολιτισμό υπέρτερο κάποιου άλλου»: Συνέντευξη του Άγγελου Δεληβορριά στην Αγγελική Ροβάτσου.