«Η πνευματική πορεία του Γένους με όχημα το χειρόγραφο και το έντυπο βιβλίο» (εκδόσεις Άτων) είναι ο τίτλος της τετράτομης μελέτης του Κωνσταντίνου Σ. Στάικου, της οποίας μόλις κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος. Επιδιώκει να δείξει το ρόλο τον οποίο έπαιξαν το ελληνικό χειρόγραφο και το έντυπο βιβλίο όχι μόνον ως φορείς εκπαίδευσης και γνώσης, αλλά και ως συνδετικοί κρίκοι για τη διαμόρφωση της συνείδησης του Γένους από την Άλωση έως και τα προεπαναστατικά χρόνια, στο πλαίσιο της συνεχούς διαπάλης μεταξύ καθολικισμού και ορθοδοξίας.

Πώς ακριβώς, όμως, έχει σχεδιάσει την τετράτομη ιστορία του ο συγγραφέας; «Ο πρώτος τόμος δίνει το οδηγητικό νήμα για όσα θα ακολουθήσουν» λέει ο ίδιος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και προσθέτει: «Οι επόμενοι τόμοι εξετάζουν την πορεία του Γένους σε Δύση και Ανατολή, ο καθένας για μια χρονική περίοδο της τάξης του ενός αιώνα. Σε κάθε περίοδο καταγράφονται οι πνευματικές και οι πρακτικές επιδόσεις της ελληνικής λογιοσύνης, καθώς και η συμβολή τους στην ανάπτυξη (όχι μόνο πνευματική αλλά και κοινωνική) διαφόρων τόπων. Όλο αυτό το γίγνεσθαι είχε ως βασικό του σκοπό να δημιουργηθούν σχολές ικανές να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο χαρακτήριζε τον δυτικό κόσμο».

Ποιες είναι οι διαδρομές που διερευνά ο πρώτος τόμος; «Εκείνο το οποίο πρωτεύει εν προκειμένω», εξηγεί ο κ. Στάικος, «είναι το ιδεολογικό κλίμα το οποίο διαμορφώνεται μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Από τα διάφορα ανεξάρτητα βυζαντινά κράτη, όπως της Νίκαιας και της Τραπεζούντας, αλλά και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, γίνεται προσπάθεια να βασιστεί η εκπαίδευση των ελληνόφωνων πληθυσμών στις ρίζες της αρχαιότητας (από τον Πλάτωνα μέχρι τον Ισοκράτη). Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι η ταυτότητα του χριστιανού ορθόδοξου αποτελούσε συνδετικό στοιχείο της ενότητάς τους, από την άλλη όμως, δίπλα σε αυτήν την ταυτότητα έβαζαν, ως απαραίτητο συμπλήρωμα, τον τόπο της ιδιαίτερης καταγωγής τους. Κι αυτό, βεβαίως, παραπέμπει στις αρχαίες πόλεις-κράτη. Έτσι σχηματίζονται οι πρώτες ρίζες του Γένους, η συμμετοχή στην “ημετέρα παιδεία” μέσω της ελληνικής γλώσσας».

Ποια είναι τα βήματα που θα οδηγήσουν στην αναγεννησιακή εποχή; «Οι Ιταλοί της Αναγέννησης θέλουν να αντιτάξουν από τα μέσα του 14ου αιώνα στη μονολογική μεσαιωνική παιδεία ένα δικό τους γέννημα-θρέμμα: το πρότυπο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, ο οποίος είχε μπει ήδη από τον 5ο αιώνα στο περιθώριο. Και κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβεί μόνο αν έθεταν στο κέντρο του προβληματισμού τους τον άνθρωπο ως αυτόνομη οντότητα, βασισμένοι στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Το ζήτημα είναι πως για να γίνει αυτό χρειάζονταν βιβλία, και βιβλία δεν υπήρχαν. Έτσι επιλέγονται οι Έλληνες δάσκαλοι στην Ιταλία: με στόχο να διαμορφώσουν ένα ουμανιστικό εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο με την πάροδο του χρόνου έγινε αποδεκτό σε όλη την Ευρώπη. Είναι ένα εκπαιδευτικό κίνημα που πήρε τεράστιες διαστάσεις μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας. Έργα της ελληνικής γραμματείας άρχισαν να εκδίδονται είτε στο πρωτότυπο είτε σε λατινικές μεταφράσεις, διευκολύνοντας ένα καλλιεργημένο κοινό να έρθει σε επαφή με έργα για τα οποία μέχρι τότε δεν ήξερε το παραμικρό. Το 1495 είναι το έτος-ορόσημο: το ελληνικό βιβλίο καλείται να καλύψει τις ανάγκες του μεγαλύτερου πανεπιστημιακού κέντρου της εποχής, της Πάντοβας. Και οι Έλληνες, που είναι πρωταγωνιστές στη δραστηριότητα των τυπογραφείων, συνειδητοποιούν ότι η καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας και η προβολή της ελληνικής γραμματείας αποκτούν πλέον έναν καινούργιο ορίζοντα για τους τόπους στους οποίους γεννήθηκαν. Το βιβλίο μετατρέπεται κατ’ αυτόν τον τρόπο σε διδακτικό εργαλείο για περιοχές που δεν είχαν τη δυνατότητα να στήσουν δικά τους σχολικά κέντρα. Ο φωτισμός του Γένους είναι πλέον προ των πυλών».