Η Ελλάδα έχει να επιδείξει ένα σημαντικό σύνολο εκπαιδευτικών κτηρίων του 19ου και του 20ού αιώνα, καθώς στα τέλη του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού υλοποιήθηκαν σημαντικά προγράμματα ανέγερσης σχολικών κτηρίων. Αρμόδια υπηρεσία, του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (ΥΕΔΕ) που συστάθηκε με βασιλικό διάταγμα το 1908 και μετονομάστηκε το 1932 σε Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας (ΥΠΕΠΘ), ήταν το Αρχιτεκτονικόν Γραφείον / Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών (ΔΤΥ).

Έτσι, για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και την κατασκευή του τύπου των διδακτηρίων αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΔΕ/ ΥΠΕΠΘ ήταν το Αρχιτεκτονικόν Γραφείον / ΔΤΥ, εφόσον αυτό είχε οριστεί υπεύθυνο για τη μελέτη, την κατασκευή, τη συντήρηση και την επίπλωση των σχολικών διδακτηρίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και μέχρι το 1940 η υπηρεσία ανέλαβε το σχεδιασμό των συγκεκριμένων κτηρίων με ριζοσπαστικό τρόπο, καθώς πολλοί νέοι και σπουδαίοι αρχιτέκτονες συνιστούσαν το ανθρώπινο δυναμικό της.

Στη συνέχεια, μετά τον πόλεμο, συνέχισε τη δραστηριότητά της, αν και το ποιοτικό κριτήριο υποχώρησε σε σχέση με τις άμεσες ανάγκες ποσοτικής αναπλήρωσης των κατεστραμμένων από τον πόλεμο σχολείων. Σημείο καμπής στην ιστορία της ΔΤΥ ήταν η ίδρυση του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων το 1968, στον οποίο ανατέθηκε η μελέτη, η κατασκευή και ο εξοπλισμός όλων των δημόσιων κτηρίων, όλων των βαθμίδων της δημόσιας εκπαίδευσης πλην της Ανωτάτης.

Σε αυτό το ιστορικό εκπαιδευτικό πλαίσιο εντάσσεται και η δημιουργία του ιστορικού σχολείου του οικισμού Κάτω Αμπελοκήπων Μεσσηνίας. Έτσι, στις 2 Ιούνιου 1921, βάσει βασιλικού διατάγματος «περί ιδρύσεως, προαγωγής και συγχωνεύσεως δημοτικών σχολείων», υπογράφεται εν μέσω πολέμου από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ στο Κορδελιό της Σμύρνης (σημ. 1) η ίδρυση κοινού δημοτικού σχολείου στον οικισμό Κάτω Μηνάγια, του τέως Δήμου Μεθώνης, ενώ η απόφαση υπογράφεται και από τον υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Θεόδωρο Ζαΐμη και δημοσιοποιείται στην εφημερίδα της κυβερνήσεως στις 19 Ιουλίου 1921.

Στη συνέχεια, όμως, οι άσχημες ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά εθνικές εξελίξεις (σημ. 2) δεν άφησαν περιθώρια να δρομολογηθεί η κατασκευή του σχολείου, παρότι είχε πλέον θεσμική βάση.

Έτσι, μια δεκαετία αργότερα, στις αρχές του 1930, οι κάτοικοι του οικισμού Κάτω Αμπελοκήπων, έχοντας ως βάση το βασιλικό διάταγμα του 1921 σχετικά με τη θεσμική ίδρυση του σχολείου, ανέλαβαν πρωτοβουλίες ώστε να δρομολογηθεί η κατασκευή του με ιδίους πόρους και μέσα. Πράγματι, το 1932 ξεκίνησε η κατασκευή του δημοτικού σχολείου, ύστερα από δωρεά οικοπέδου στα όρια του σχεδίου του οικισμού, βάσει υποδείγματος αρχιτεκτονικού σχεδίου αγροτικού μονοτάξιου διδακτηρίου της δεκαετίας του 1920 του τότε Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Η κατασκευή του κτηρίου ολοκληρώθηκε το 1934 και το δημοτικό σχολείο εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1935.

Το σχολείο βρίσκεται επί της 12ης επαρχιακής οδού (Πύλος–Καλλιθέα–Άγ. Ανδρέας) και σε απόσταση 400 μέτρων περίπου από το κέντρο του οικισμού με κατεύθυνση προς τον οικισμό Μηλίτσα. Αποτελείται από μία αίθουσα διδασκαλίας και δύο μικρότερους χώρους. Αναπτύσσεται, στη μεγάλη του πλευρά, στην κατεύθυνση Ανατολή–Δύση με την αίθουσα να «βλέπει» όμοια Βορρά και Νότο, ενώ η είσοδος είναι στη νότια όψη. Αποτελείται από φέρουσα εξωτερική περιμετρική λιθοδομή με κοινούς λίθους της περιοχής και συνδετικό κονίαμα σε όλο το ύψος της. Οι εσωτερικοί τοίχοι είναι μικρού πάχους, κατασκευασμένοι από καλαμωτή επιχρισμένη εκατέρωθεν με ασβεστοκονίαμα.

Πρώτη εκπαιδευτικός του δημοτικού σχολείου ήταν η δημοδιδασκάλισσα Όλγα Β. Σαρατσιώτου (1913-1979), η οποία καταγόταν από τον οικισμό Καλλιθέα Μεσσηνίας. Γόνος μικροαστικής οικογένειας της περιοχής, με πατέρα δάσκαλο και αδερφό ιατρό, είχε σπουδάσει στο Μονοτάξιο Διδασκαλείο Σπάρτης (1928-29). Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο Μονοτάξιο Διδασκαλείο Σπάρτης (λειτούργησε από το 1924 έως το 1929) εκπαιδεύονταν απόφοιτοι γυμνασίου για ένα χρόνο, οι οποίοι στη συνέχεια διορίζονταν ως διδάσκαλοι (Διάταγμα «Περί λειτουργίας κ.λπ. μονοταξίων Διδασκαλείων», ΦΕΚ Α΄ 143/26.6.1924), ενώ τα μονοτάξια διδασκαλεία καταργήθηκαν το 1929 (Νόμος 4368, ΦΕΚ 291/17.8.1929). Χαρακτηριστικό είναι ότι η εκπαίδευση των μελλοντικών δασκάλων, δεδομένων των μειωμένων απαιτήσεων της εποχής και της ανάγκης για διδακτικό προσωπικό, διαρκούσε μόλις ένα έτος. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής στις αρχές του 20ού αιώνα αξίζει να αναφέρουμε ότι ένα από τα μαθήματα των Μονοτάξιων Διδασκαλείων ήταν ο «Στρατιωτικός κώδικας».

Η Σαρατσιώτου θα διδάξει στο δημοτικό σχολείο Κάτω Αμπελοκήπων (τότε Κάτω Μηνάγια) μέχρι τον Οκτώβριο του 1937, οπότε μετατίθεται στο δημοτικό σχολείο Πύλου και τη θέση της καταλαμβάνει ο δημοδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Γέμελος (1908-1963). Ο Γέμελος, που είχε γεννηθεί στη Μικρά Ασία, έφτασε στην Ελλάδα το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή και έζησε στον προσφυγικό καταυλισμό της συνοικίας της Κοκκινιάς του Πειραιά. Ο Μικρασιάτης δάσκαλος φέρνει μια νέα πολιτισμική αύρα στον εκπαιδευτικό ρόλο του σχολείου, μέσα από ένα καινοτόμο εκπαιδευτικό και πολιτισμικό έργο. Όμως αυτή η πολιτιστική Άνοιξη δεν θα κρατήσει για πολύ, καθώς τον Οκτώβριο του 1940 η Ελλάδα θα βρεθεί σε εμπόλεμη κατάσταση και το σχολείο θα κλείσει, ενώ ο δάσκαλος θα επιστρατευτεί στο πλαίσιο του πολέμου της χώρας με την Ιταλία.

Τον Σεπτέμβριο του 1941 το σχολείο θα ανοίξει ξανά εν μέσω γερμανικής και ιταλικής κατοχής της χώρας. Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν το κτήριο του σχολείου στο επίκεντρο των γεγονότων της περιοχής καθώς, λόγω της γεωγραφικής θέσης του οικισμού, το σχολείο, με απόφαση της επαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ της Πυλίας, μετατρέπεται σε αρχηγείο της Εθνικής Αντίστασης της Νότιας Μεσσηνίας. Έτσι το κτήριο του σχολείου για το χρονικό διάστημα 1941-44 αποτελεί το επίκεντρο των συμβουλίων και των αποφάσεων των διοικητικών υπηρεσιών της Εθνικής Αντίστασης, μέλος της οποίας ήταν και ο δάσκαλος Γέμελος. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Γέμελος είχε ενεργό ρόλο στους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης, όπου και διακρίθηκε με τη δράση του και το ήθος του, ενώ κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου στάλθηκε προς κράτηση στη Μακρόνησο, όπου υπέστη σκληρά βασανιστήρια.

Από το 1942 έως το 1944 το εκπαιδευτικό έργο του σχολείου θα αναλάβει ο δάσκαλος Γεώργιος Β. Κυριαζόπουλος, καταγόμενος από τον ίδιο οικισμό. Καταρτισμένος και μαχητικός, ο Κυριαζόπουλος θα ακολουθήσει τα βήματα των προκατόχων του και θα αντιμετωπίσει δυναμικά τις αυθαιρεσίες των κατακτητών. Είναι χαρακτηριστικό ότι έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στην κατοχική διοίκηση της Τρίπολης, μαζί με τον Πρόεδρο του οικισμού Κωνσταντίνο Λ. Κορδό (Λαμπράκο), σχετικά με τις λεηλασίες τροφίμων από τους κατακτητές. Ως αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών θα συλληφθούν από τους Ιταλούς και θα οδηγηθούν για ανάκριση στην Πύλο. Η μεσολάβηση όμως του μεγαλύτερου αδερφού του δασκάλου, Αθανασίου Κυριαζόπουλου, ο οποίος ήταν προϊστάμενος των Τ.Τ.Τ. (Ταχυδρομεία-Τηλεγραφεία-Τηλεφωνεία) στην Πύλο, είχε ως αποτέλεσμα να αφεθούν ελεύθεροι οι δύο κρατούμενοι. Στη συνέχεια, το 1945, για ένα μικρό χρονικό διάστημα το ΕΑΜ θα διορίσει ως δάσκαλο τον Ιωάννη Λ. Κορδό (Λαμπρόγιαννης), ο οποίος και αυτός καταγόταν από τον ίδιο οικισμό.

Στα μεταπολεμικά χρόνια το σχολείο θα αποτελέσει πηγή γνώσης για δεκάδες μαθητές που διέπρεψαν σε σημαντικούς τομείς της κοινωνίας. Όμως, τον Ιούνιο του 1970 το κουδούνι του ιστορικού σχολείου θα χτυπήσει για τελευταία φορά, καθώς ύστερα από αυτοψία επιτροπής τεχνικού ελέγχου, λόγω σημαντικής ρωγμής, κρίθηκε σκόπιμη η διακοπή λειτουργίας του. Στη συνέχεια, τον Σεπτέμβριο του 1975, τα μαθήματα θα συνεχιστούν σε βοηθητικό κτήριο της εκκλησίας του οικισμού (το κτήριο είχε κατασκευαστεί το 1960 για την κάλυψη αναγκών διαμονής του ιερέα) μέχρι τον Ιούνιο του 1981, οπότε, λόγω έλλειψης του απαιτούμενου αριθμού μαθητών, θα κλείσει οριστικά. Έτσι, με προεδρικό διάταγμα που υπογράφηκε στις 31 Αυγούστου 1982 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Υφυπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Πέτρο Μώραλη και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 13 Σεπτεμβρίου 1982 και αφορούσε την κατάργηση, τον υποβιβασμό και τη διαίρεση δημοτικών σχολείων, καταργήθηκε το δημοτικό σχολείο του οικισμού Κάτω Αμπελοκήπων. Η επιλογή εγκατάλειψης των κλειστών σχολείων τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν σε συνδυασμό με την περαιτέρω καταπόνηση του κτηρίου από τις καιρικές συνθήκες, θα οδηγήσουν το ιστορικό μνημείο πέρα από τα όρια αντοχής του, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι ρηγματώσεις, να υποχωρήσουν η ξύλινη στέγη, η οροφή και το ξύλινο δάπεδο.

Σήμερα, έχει ξεκινήσει από το Εικονικό Μουσείο Πολιτισμού (http://kato-minagia.blogspot.gr/) ένα φιλόδοξο εγχείρημα, ιδιαίτερα σημαντικό για την εκπαιδευτική ιστορία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης της Νότιας Μεσσηνίας, στο πλαίσιο ενός πιλοτικού ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Καταγραφή και ανάδειξη Δημοτικών Σχολείων Νότιας Μεσσηνίας». Στόχος είναι η διάσωση, η αποκατάσταση και η αξιοποίηση του ιστορικού μνημείου πολιτισμού και ιστορίας της Μεσσηνίας. Στο πλαίσιο αυτού του φιλόδοξου προγράμματος, γίνεται έρευνα και καταγραφή των σχολείων του Δήμου Πύλου Νέστορος, με τεχνογνωσία της Monumenta (μη κερδοσκοπική εταιρεία για την προστασία της φυσικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ελλάδας και της Κύπρου), από ομάδα εθελοντών, με σκοπό τη μελέτη, την προστασία και την ανάδειξή τους. Το σύνολο των στοιχείων, ανά σχολείο, θα παρουσιαστεί στη διαδικτυακή σελίδα του Εικονικού Μουσείου Πολιτισμού, ενώ απώτερος στόχος του προγράμματος είναι το σύνολο των ιστορικών τεκμηρίων των δημοτικών σχολείων να παρουσιαστούν σε μόνιμη έκθεση στο ιστορικό κτήριο του Δημοτικού Σχολείου Κάτω Αμπελοκήπων, μετά τη σχεδιαζόμενη αποκατάστασή του από την Περιφέρεια Πελοποννήσου, ώστε να λειτουργήσει ως «Μουσείο Σχολικού Πολιτισμού».

Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι το ιστορικό μνημείο συμμετείχε πρόσφατα σε φωτογραφικό διαγωνισμό ιστορικών κτηρίων της Monumenta με τίτλο «Κτήρια σε κίνδυνο στην Ελλάδα», με στόχο την ευαισθητοποίηση και την ενεργοποίηση πολιτών και φορέων της πολιτείας για τη διάσωση αυτού του σημαντικού μνημείου της Μεσσηνίας. Στο πλαίσιο αυτό θα ακολουθήσει παρουσίαση των κτηρίων του διαγωνισμού σε έκθεση φωτογραφίας καθώς και συλλεκτική έκδοση με όλα τα ιστορικά κτήρια που συμμετείχαν στον φωτογραφικό διαγωνισμό.

Επίσης, προκειμένου το αποκατεστημένο κτήριο να αξιοποιηθεί ώστε να λειτουργήσει ως Μουσείο Σχολικού Πολιτισμού, έχει προταθεί προς την Περιφέρεια Πελοποννήσου να λειτουργήσει πιλοτικά και ως Παρατηρητήριο πολιτιστικών και περιβαλλοντικών πόρων της περιοχής, και να συνδεθεί έτσι με τη σχεδιαζόμενη κατασκευή του Μηναγιώτικου φράγματος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρόταση αυτή, στο κτήριο θα μπορούσαν να παρουσιάζονται πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της κατασκευής του φράγματος. Παράλληλα, το Παρατηρητήριο θα μπορούσε να αποτελέσει έναν βασικό πυλώνα, στο πλαίσιο της αειφόρου διαχείρισης, ανάπτυξης και αποτελεσματικής διατήρησης της βιοποικιλότητας αυτής της ιδιαίτερης περιοχής, παρουσιάζοντας πληροφορίες ευαισθητοποίησης και προστασίας σχετικά με το φυσικό περιβάλλον, όπως τους υδάτινους πόρους, τη χλωρίδα, την πανίδα, τη γεωλογία, το κλίμα κ.λπ. Ακόμη, το Παρατηρητήριο θα μπορούσε να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τους ιδιαίτερους πολιτιστικούς πόρους της περιοχής, στην οποία υπάρχουν σημαντικά ιστορικά τεκμήρια πολιτισμού και ιστορίας, όπως δύο βενετικά οχυρά και ο ιστορικός τόπος όπου έγινε η πρώτη μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τουρκοαιγυπτίων το έτος 1825.

Η παρούσα ιστορική ερευνητική μελέτη του κτηρίου και η πρόταση ανάδειξης και αξιοποίησής του στόχο έχει να αποτελέσει τη βάση στη σχεδιαζόμενη διάσωση και αποκατάσταση του ιστορικού μνημείου από την Περιφέρεια Πελοποννήσου, ενώ εντάσσεται σε μια γενικότερη αντίληψη για την ανάδειξη του ημιορεινού πολιτισμού, μέσω της αποκατάστασης και αξιοποίησης του ιστορικού κτιριακού, φυσικού και πολιτισμικού υπόβαθρου της περιοχής. Τέλος, αποτελεί μια ήπια και εναλλακτική αναπτυξιακή πρόταση για την περιοχή, ώστε να διασωθεί ένα συμβολικό και ιστορικό μνημείο της Μεσσηνίας στο πλαίσιο του δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος που επικρατεί.

 

Δημοσθένης Κορδός

Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου