Η περισυλλογή μυκηναϊκής κεραμικής κατά τη διάρκεια περιστασιακών χωροσκοπήσεων σε όλη την επιφάνεια της νησίδας του Κουκονησίου από τα πρώτα κιόλας στάδια της έρευνας (σημ. 1) οδήγησαν τον ανασκαφέα στην εκτίμηση ότι «έχοντας οι Μυκηναίοι σταθμίσει την καίρια γεωπολιτική σπουδαιότητα της Λήμνου για τη διακίνηση στην ευρύτερη περιοχή, τον έλεγχο και τη διείσδυση στον Ελλήσποντο, δεν άφησαν ανεκμετάλλευτα τα πλεονεκτήματα που τους πρόσφερε το νησί, ιδρύοντας εμπορικούς σταθμούς και ορμητήρια στο Κουκονήσι, την Ηφαιστία, την Πολιόχνη, ενδεχομένως δε και σε άλλες θέσεις» (σημ. 2).

Την άποψη αυτή, για το Κουκονήσι ειδικότερα, έρχεται να ενισχύσει η εύρεση πολυάριθμων πήλινων ζωόμορφων και κυρίως ανθρωπόμορφων μυκηναϊκών ειδωλίων, των χαρακτηριστικών τύπων Φ και Ψ, τα οποία «συνηγορούν για μια μονιμότερη εγκατάσταση» (σημ. 3).

Σε μεγαλύτερη πυκνότητα εμφανίζεται η επιφανειακή μυκηναϊκή κεραμική, αφενός στο νότιο έξαρμα της νησίδας, γεγονός που στηρίζει την υπόθεση για την εκεί ύπαρξη ενός συναφούς οικιστικού πυρήνα και, αφετέρου, στα δυτικά του ανασκαπτόμενου οικισμού, σε μια περιοχή όπου περισυνελέγησαν και ανθρωπόμορφα μυκηναϊκά ειδώλια.

Ωστόσο, σκόρπια μυκηναϊκά όστρακα και κάποια τμήματα ζωόμορφων ειδωλίων είχαν εντοπισθεί επιφανειακά, αλλά και μέσα στη στρώση άροσης του ανασκαπτόμενου οικισμού στον Κούκονο. Με την πρόοδο μάλιστα της ανασκαφής του 2005 ήλθε στο φως, σε αδιατάρακτο στρώμα (Τομή 6Α), μετά την αφαίρεση της στρώσης άροσης, μία πυκνή συστάδα οστράκων και σπασμένων αγγείων που αποτελούν, ως φαίνεται, απορρίμματα της Μυκηναϊκής εποχής, χωρίς όμως σύγχρονη αρχιτεκτονική συνάφεια, αφού «πατούν» πάνω σε δάπεδο της αρχόμενης Ύστερης Χαλκοκρατίας.

Στην πλειονότητά τους τα μυκηναϊκά όστρακα προέρχονται από ανοιχτά αγγεία πόσεως, με κυρίαρχες τις κύλικες (διακοσμημένες ή άβαφες), λιγότερους τους σκύφους ή τα κυάθια, ενώ δεν λείπουν χαρακτηριστικά τμήματα κρατήρων. Από τα κλειστά αγγεία, οι μεγάλοι ψευδόστομοι αμφορείς αποτελούν το πλέον αντιπροσωπευτικό σχήμα, που ήταν ιδεώδες για τη φύλαξη και την εμπορική διακίνηση υγρών προϊόντων, όπως ήταν το λάδι και το κρασί.

Η εύρεση μιας πήλινης φραγής στομίου ψευδόστομου αμφορέα (stopper), με εγχάρακτο πάνω της γραμμικό μοτίβο, στηρίζει την εκδοχή κάποια από τα αγγεία του είδους να κατέληξαν στο Κουκονήσι μέσω του εμπορικού δικτύου. Πιθανή και, πάντως, περιορισμένη είναι η παρουσία κλειστών αγγείων του τύπου της πρόχου, της υδρίας και του αμφορέα. Σε μια πρώτη εκτίμηση, η κεραμική αυτή ομάδα ανάγεται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 και ΙΙΙΒ1 (μέσα 14ου-αρχές 13ου αι. π.Χ.).

Σε ανάλογο χρονικό ορίζοντα εγγράφονται και κάποια χαρακτηριστικά μυκηναϊκά όστρακα, προφανώς και αυτά απορρίμματα, που βρέθηκαν ομοίως το 2005, σε κλειστό αρχιτεκτονικό χώρο (Τομή 9, Χώρος Ι) της αρχόμενης πάλι Ύστερης Χαλκοκρατίας.

Με αυτά τα δεδομένα, θα πρέπει ίσως να υποθέσουμε ότι και πάνω στον Κούκονο υπήρχαν κτίσματα των μυκηναϊκών χρόνων τα οποία, ως κείμενα υψηλότερα, ήταν αυτά που αφανίσθηκαν πρώτα με την άροση και την αφαίρεση οικοδομικού υλικού από τους κατοίκους της περιοχής του Μούδρου. Τα υπολείμματα ενός μακρύ τοίχου που διατρέχει, σε ελαφρώς υψηλότερο επίπεδο, τμήμα της δυτικής παρυφής του ανασκαπτόμενου χώρου είναι ίσως ό,τι απέμεινε από τέτοιου είδους κτίσματα (ανασκαφή 2005).

Στην περιοχή δυτικά του προϊστορικού οικισμού (Κούκονος), σε χαμηλότερο επίπεδο και, ακριβέστερα, εκεί όπου παλαιότερα είχαν βρεθεί, όπως είδαμε, μυκηναϊκά ανθρωπόμορφα ειδώλια ανοίχθηκε το 2005 δοκιμαστική τομή 5μ.x5μ. (Τομέας Γ). Οι εργασίες, που σταμάτησαν σε βάθος 30-40 εκ., απέδωσαν πληθώρα μικρών μυκηναϊκών οστράκων κυρίως από τη στρώση άροσης, χωρίς όμως να αναφανούν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, τα οποία λόγω των εκεί μεγάλων επιχώσεων θα πρέπει μάλλον να τα περιμένουμε βαθύτερα. Η εύρεση ακέφαλου κορμού ενός ακόμη πήλινου μυκηναϊκού ειδωλίου μεγάλων συγκριτικά διαστάσεων (υπολογιζόμενο αρχικό ύψος περίπου 18-20εκ.), που ήρθε να προστεθεί σε εκείνα της επιφανειακής έρευνας, επιτείνει τη μυκηναϊκή σημασία του Τομέα Γ.

Τα ποικίλα μυκηναϊκά ευρήματα από το Κουκονήσι, που ασφαλώς θα πολλαπλασιασθούν με την ανασκαφική έρευνα, έρχονται να ρίξουν φρέσκο νερό στο μύλο της προβληματικής σχετικά με την παρουσία των Μυκηναίων στο ΒΑ Αιγαίο, συμπεριλαμβανομένης και της Τροίας.

Οι επικείμενες πετρογραφικές αναλύσεις της μυκηναϊκής κεραμικής αναμένεται να αποσαφηνίσουν ζητήματα ως προς την προέλευσή της, σε ποιο βαθμό δηλαδή υπήρξε προϊόν εισαγωγής από σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα και κατά πόσον πρόκειται για ντόπιες απομιμήσεις.

Και στις δύο, πάντως, περιπτώσεις ανοίγονται προοπτικές για μια επαρκέστερη κατανόηση του ιστορικού πλαισίου της εποχής και της επεκτατικής πολιτικής των Μυκηναίων στην κομβική αυτή για το εμπορικό δίκτυο περιοχή.

 

Ελίνα Καρδαμάκη,  Δρ Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης

Τίνα Μπολώτη, Υποψήφια Δρ Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης