«Ζωντανοί-νεκροί από εδώ περνάμε όλοι». «Άμα περάσεις τις Καμάρες άστα να πάνε…». «Ωραίο και εντυπωσιακό το σπίτι σου, μάταια όμως κομπάζεις, δεν χωράει να περάσει από τις Καμάρες». «Άμα μπουν τζάμια στις Καμάρες θα κόβονται οι βοριάδες».

Οι παραπάνω φράσεις μπορεί να ακούγονται ακατάληπτες στους περισσότερους, αλλά είναι απόλυτα κατανοητές για τους κατοίκους της Καβάλας. Οι Καμάρες, το εντυπωσιακό αυτό μεσαιωνικό υδραγωγείο, δεν είναι μόνο το πιο εμβληματικό μνημείο της πόλης και το πιο αναγνωρίσιμο αξιοθέατό της, αλλά αποτελεί κι έναν συμβολισμό για τους παλαιότερους: το πέρασμα από τον πάνω κόσμο στο κάτω, καθώς ανατολικότερα του μνημείου και στην έξοδο της πόλης βρίσκονται τα κοιμητήρια. Ο συμβολισμός αυτός όπως και πολλοί άλλοι, όπως ότι πολιτικός της δεκαετίας του 1950 υποσχόταν να βάλει τζάμια στις Καμάρες, διατηρήθηκαν ως λαϊκές θυμοσοφίες μέχρι τις μέρες μας.

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι οι Καμάρες αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα και χρηστικότερα έργα της Οθωμανικής περιόδου, αφού έγινε εφικτή η μεταφορά νερού από το βουνό και η υδροδότηση της χερσονήσου της Παναγίας, της παλιάς πόλης της Καβάλας, που μέχρι τότε ήταν ένας άνυδρος τόπος.

Για την εποχή τους οι Καμάρες αποτελούσαν ένα τεχνικό έργο τεραστίων διαστάσεων, που άλλαξε ριζικά την αναπτυξιακή προοπτική της Καβάλας και τη μεταμόρφωσε. Ένα έργο που ήταν ορατό από κάθε γωνιά της πόλης. Δέσποζε στο αστικό τοπίο και εντυπωσίαζε τον επισκέπτη με τον όγκο του και την κατασκευή του. Ένα δέος τον καταλάμβανε, καθώς περνούσε από κάτω. «Υψώνεται προς τον ουρανό σαν ουράνιο τόξο» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή το 1667, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι το έργο αυτό «είναι ανώτερο από κάθε περιγραφή».

Για πάρα πολλά χρόνια ωστόσο, το μνημειώδες αυτό κτίσμα, που σήμερα μοιάζει σχεδόν «σφηνωμένο» μέσα σε τσιμεντένια οικοδομήματα που στερούν την εικόνα του από τα μάτια των ντόπιων αλλά και των επισκεπτών, δεν είχε τύχει της ανάλογης προσοχής και συντήρησης. Παρήγορο είναι πάντως το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία τόσο η Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας (πρώην 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων), όσο και ο Δήμος Καβάλας έχουν εκπονήσει και υλοποιούν φιλόδοξο σχέδιο, όχι μόνο για τη συντήρηση του μνημείου, αλλά και για την ανάπλαση του περιβάλλοντος χώρου, την ανάδειξή του, ώστε να αποκτήσει πάλι τη θέση που του αρμόζει.

Γεγονός είναι ότι σήμερα οι Καμάρες έχουν χάσει πολύ από το ζωτικό τους χώρο. Το επιβλητικό υδραγωγείο, που επί αιώνες κυριαρχούσε στη συνολική εικόνα της πόλης, αλλά και στη ματιά όσων αντίκριζαν την πόλη από τα υψώματα του Αγίου Σίλα, σήμερα ασφυκτιά μέσα στις πολυκατοικίες και σταδιακά «εξαφανίζεται». Κάτω από τα πετρόχτιστα και εντυπωσιακά τόξα του περνούν οι δρόμοι που συνδέουν το κέντρο της πόλης με τις ανατολικές περιοχές της. Παρ’ όλα αυτά, οι Καμάρες εξακολουθούν να είναι άρρηκτα συνυφασμένες με την ιστορία ενός πολύτιμου φυσικού αγαθού, του νερού, που για να φτάσει μέχρι την πόλη διήνυε μια μεγάλη και δύσκολη διαδρομή.

Το τελευταίο τμήμα ενός τεράστιου υδραγωγείου

Οι Καμάρες είναι το τελευταίο τμήμα ενός τεράστιου υδραγωγείου της πρώτης περιόδου της Τουρκοκρατίας. Στις αρχές του 16ου αιώνα η άνυδρη χερσόνησος της Παναγίας υδροδοτήθηκε με τα νερά που πηγάζουν από την περιοχή του βορεινού οικισμού της Παλιάς Καβάλας. Το νερό διοχετευόταν στην πόλη μέσω ενός κτιστού επίγειου αγωγού μήκους 6,5 χιλιομέτρων. Ο υδραγωγός ξεκινούσε από πηγή που βρίσκεται σε υψόμετρο 400 μ. και είναι γνωστή ως «μάνα του νερού» ή «τρία Καραγάτσια», κατά τη διαδρομή του ακολουθούσε συνεχώς την κλίση του εδάφους και στις ρεματιές που διέκοπταν την πορεία του περνούσε πάνω από πέντε πέτρινες υδατογέφυρες, που είχαν κτιστεί γι’ αυτό το σκοπό.

Το εντυπωσιακό αυτό μνημείο, μήκους 270 μ. και μέγιστου ύψους 25 μ., είναι κτισμένο από ντόπιο γρανίτη και πλίνθους, πατά σε 18 ογκώδη μεσόβαθρα («ποδαρικά») και φέρει διπλή –και σε ορισμένα σημεία τριπλή– σειρά επάλληλων τόξων.

«Το επιβλητικό τοξωτό υδραγωγείο», επισημαίνει ο ιστορικός και συγγραφέας Κυριάκος Λυκουρίνος, μιλώντας στο ΑΠΕ–ΜΠΕ, «κατασκευάστηκε για να γεφυρώσει το χαμηλό μέρος που χωρίζει τη χερσόνησο της Παναγίας από τα απέναντι υψώματα. Έτσι το νερό έφτανε στην πόλη, συγκεντρωνόταν σε μεγάλη δεξαμενή και από εκεί διοχετευόταν στις δημόσιες κρήνες, στις δεξαμενές, στα λουτρά και στα ιδρύματα της πόλης».

«Οι διαδρομές του δικτύου ύδρευσης», σημειώνει ο κ. Λυκουρίνος, «και οι θέσεις όπου υπήρχαν κοινόχρηστες βρύσες υποδηλώνονται από τις παλιές ονομασίες μερικών τοποθεσιών ή οδών της χερσονήσου. Η πιο γνωστή κρήνη της πόλης, που εξυπηρετούσε τους ταξιδιώτες και τα άλογά τους βρισκόταν στο “κέντρο” της πόλης, κοντά στο τζαμί του Ιμπραήμ πασά (σημερινό ναό του Αγίου Νικολάου). Για σκάφη της είχε επιτύμβια επιγραφή της 35χρονης Ρωμαίας ιέρειας Cornelia Asprilia, την οποία τοποθέτησε εκεί ο ίδιος ο Ιμπραήμ πασάς γύρω στα 1530. Εκεί τη βρήκαν και την αντέγραψαν πολλοί περιηγητές στη διάρκεια τρεισήμισι αιώνων, από τον P. Belon το 1547 μέχρι τον E. le Camus το 1896. Σώζεται ακόμη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας».

Οι Καμάρες στη σημερινή τους μορφή αποδίδονται στον Ιμπραήμ πασά, βεζίρη του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Νομοθέτη. Κτίστηκαν μεταξύ 1520-1530, περίοδο κατά την οποία κατασκευάστηκαν στην Καβάλα μεγάλα έργα υποδομής, που αποσκοπούσαν στην ανασυγκρότηση της πόλης, μετά την καταστροφή του 1391 και τη μακρά περίοδο εγκατάλειψης του οικισμού.

Έργο εντυπωσιακό και πρωτόγνωρο

Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή αποδίδει το έργο στον ίδιο το Σουλτάνο Σουλεϊμάν: «Για να ενισχύσει το έργο του ευνοούμενού του (του Ιμπραήμ πασά), ο αείμνηστος σουλτάνος Σουλεϊμάν έφερε στην πόλη το ζωογόνο νερό από μια βουνίσια πηγή που βρίσκεται πολύ μακριά, σε απόσταση ενός σταθμού για ταξιδιώτες. Το νερό φθάνει στην πόλη διά μέσου ενός υδραγωγείου που έχει εξήντα αψίδες και το ύψος του φθάνει στις ογδόντα πήχεις. Θεωρείται όμως βέβαιο ότι ο Ιμπραήμ πασάς δεν είχε απλώς την πρωτοβουλία για την κατασκευή του Υδραγωγείου, αλλά και έδωσε μεγάλο μέρος της ιδιωτικής του περιουσίας για την υλοποίηση του έργου. Αυτό υποστήριξε τουλάχιστον ο καθηγητής H.W. Lowry στην εισήγησή του «Ο Ibrahim Pasa και η δημιουργία της Οθωμανικής Καβάλας, 1478-1667» κατά τη διάρκεια εκδήλωσης που είχε πραγματοποιηθεί στην Καβάλα πριν από χρόνια.

«Το Υδραγωγείο», τονίζει ο κ. Λυκουρίνος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «υπήρξε έργο ζωτικής σημασίας για την Καβάλα. Το νερό έκανε τον οικισμό βιώσιμο, συνέβαλε στην ανάπτυξη των αστικών λειτουργιών του, στην εγκατάσταση νέων κατοίκων και στη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού του. Με δυο λόγια, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για τη μεταμόρφωση της Καβάλας από ασήμαντο οικισμό σε μικρή πόλη. Τον ευεργετικό ρόλο του επισημαίνουν και οι περιηγητές της εποχής: Ο Γάλλος περιηγητής Pierre Belon αναφέρει στα 1547 ότι η Καβάλα ήταν στο παρελθόν έρημη και ακατοίκητη, αλλά λίγα χρόνια μετά την κατασκευή του Υδραγωγείου έγινε ένας “όμορφος και πολυάνθρωπος οικισμός”».

Οι Καμάρες είναι έργο τεράστιο, δυσανάλογο με το μέγεθος του τότε ασήμαντου οικισμού. Παρόμοιο υδραγωγείο της Οθωμανικής περιόδου, τέτοιας κλίμακας και τόσο ισχυρής κατασκευής, δεν εντοπίζεται αλλού. Πιθανολογείται λοιπόν ότι στον ίδιο χώρο υπήρχε υδραγωγείο παλαιότερης περιόδου, πάνω στα απομεινάρια του οποίου κτίστηκαν οι Καμάρες.

Σε ποια εποχή ανάγεται όμως αυτό το παλαιό υδραγωγείο, ο αρχικός πυρήνας των Καμαρών; Υποστηρίχθηκε στο παρελθόν ότι οι Καμάρες ανοικοδομήθηκαν πάνω στο βυζαντινό τείχισμα, το «μακρό τείχος» που έκτισε το 1307 ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος για να ελέγχει τη μοναδική διάβαση από τη Μακεδονία στη Θράκη. Κατά την εκδοχή αυτή, το τείχισμα, που ξεκινούσε από το ύψωμα του Σανατόριου, ακολουθούσε στο τελείωμά του την πορεία των μεταγενέστερων Καμαρών, έφραζε το στενό ισθμό και κατέληγε στο κάστρο της Χριστούπολης. Σε αυτό το τελευταίο τμήμα του ενσωμάτωνε τον αγωγό του νερού και έτσι εκτός από τον αμυντικό του ρόλο επιτελούσε παράλληλα και λειτουργία υδραγωγείου. Την άποψη αυτή είχε υποστηρίξει ο αείμνηστος αρχαιολόγος Γ. Μπακαλάκης το 1938 στο πόνημά του «Το παρά την Χριστούπολιν τείχισμα».

Η συντήρηση του Υδραγωγείου με κιμωλία, λινέλαιο και βαμβάκι

Στην έκδοση του Δήμου Καβάλας «Νεάπολις – Χριστούπολις – Καβάλα, Οδοιπορικό στο χώρο και στο χρόνο της παλιάς πόλης», που συνέγραψαν ο Νίκος Καραγιαννακίδης και ο Κυριάκος Λυκουρίνος, αναφέρεται ότι το παλιό αυτό Υδραγωγείο ύδρευε την πόλη της Καβάλας μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση για τέσσερις αιώνες χάρη στη συνεχή και συστηματική συντήρησή του και τις κατά καιρούς επισκευές. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στα μέσα του 16ου αιώνα η συντήρηση του νεόδμητου υδραγωγείου της Καβάλας είχε ανατεθεί στη μικρή χριστιανική κοινότητα της πόλης.

Όπως αναφέρεται στην οθωμανική απογραφή του 1569, τριάντα τέσσερις χριστιανικές οικογένειες όφειλαν κάθε χρόνο να παραδίδουν περίπου 2.600 κιλά κιμωλία, ένα καντάρι λινέλαιο και μεγάλη ποσότητα βαμβακιού, πρώτες ύλες για τη δημιουργία του μείγματος με το οποίο θα έκλειναν τις τρύπες στις ενώσεις των υδροσωλήνων. Κάθε φορά που ερχόταν σουλτανική διαταγή για την επιδιόρθωση του υδραγωγείου, έπρεπε να ετοιμάσουν το στόκο και να διαθέσουν την εργατική τους δύναμη.

Η μόνη γνωστή επέμβαση είναι αυτή του 1818. Τότε επισκευάστηκε το νότιο τμήμα των Καμαρών, προς την πλευρά των τειχών της πόλης, όπως μαρτυρεί και σχετική επιγραφή, εντοιχισμένη στις Καμάρες. Τότε έγιναν και επεμβάσεις στο δίκτυο της χερσονήσου για να υδροδοτηθεί το Ιμαρέτ. Τα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες το νερό του παλιού υδραγωγείου δεν επαρκούσε. Το 1912-1913 οι αρχές της πρόσκαιρης βουλγαρικής διοίκησης κατήργησαν τα επί αιώνες προστατευτικά μέτρα και μετέτρεψαν το μονοπάτι του νερού σε δρόμο. Η διέλευση πεζών, κοπαδιών και αμαξών προκαλούσε βλάβες και ρήγματα στον αγωγό, με αποτέλεσμα την απώλεια του νερού και τις συχνές μολύνσεις του.

Στα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων το νερό έφτανε στην παλιά πόλη μέρα παρά μέρα και μόνο για λίγες ώρες και οι κοινόχρηστες βρύσες γίνονταν θέατρο ομηρικών καυγάδων για το σπάνιο αγαθό. Επίσης, την περίοδο εκείνη στη βάση πολλών Καμαρών και μέσα στα τόξα που σχηματίζονται ανεγέρθηκαν προσφυγικές κατοικίες, ενώ στην περιοχή πέριξ του Υδραγωγείου λειτουργούσε μια από τις μεγαλύτερες λαϊκές αγορές της εποχής.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 για να μειωθεί η λειψυδρία η χερσόνησος της Παναγίας υδροδοτήθηκε και από τη δεξαμενή του Αγίου Αθανασίου. Το αρχαίο υδραγωγείο άρχισε να είναι μη λειτουργικό και έκλεισε τον κύκλο της ζωής του στα μέσα του 20ού αιώνα.

Παρ’ όλα αυτά το μνημείο διατηρεί μέχρι και σήμερα αμείωτη τη γοητεία του. Συνέβαλε σε αυτό η εξαιρετική αναστήλωσή του από την πρώην 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καβάλας αλλά και τα έργα που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη από τον δήμο Καβάλας για την πλήρη ανάπλαση του περιβάλλοντος χώρου που θα αναδείξει τις ομορφιές του μνημείου και τα κρυμμένα μυστικά του ιστορικού παρελθόντος του.