Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα, Νεπάλ, Θιβέτ, Πακιστάν, Γκαντάρα, Ινδία, Σιάμ και Καμπότζη… Αρχαιότητες της Άπω Ανατολής, που ξετυλίγουν το κουβάρι της ιστορίας από την κινεζική Δυναστεία των Τανγκ (618-907 μ.Χ.) μέχρι και τη Δυναστεία των Τσινγκ (1644-1912 μ.Χ.), φυλάσσονται στο Μουσείο Ασιατικής Τέχνης.

Το μοναδικό αυτό μουσείο στην Ελλάδα, που είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην τέχνη και τις αρχαιότητες της Άπω Ανατολής και της Ινδίας, στεγάζεται σε ένα από τα σημαντικότερα κτίρια της Παλιάς Πόλης της Κέρκυρας, που ανακηρύχτηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco το 2007. Πρόκειται για τα ανάκτορα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου που αποτελούν το μεγαλύτερο και σημαντικότερο οικοδόμημα της περιόδου της αγγλοκρατίας στα Επτάνησα. Την εντολή για την ανέγερση των ανακτόρων έδωσε ο Βρετανός ύπατος σερ Τόμας Μαίτλαντ (Thomas Maitland 1759-1824), με σκοπό να στεγάσουν την πολυτελή προσωπική του κατοικία και το διοικητικό κέντρο της Αρμοστείας, που έως εκείνη την εποχή έδρευε στο Παλαιό Φρούριο.

Η επιβλητικότητα του ανακτόρου και η αγάπη που έτρεφε για την Κέρκυρα ο Έλληνας πρεσβευτής στην Αυστρία από το 1890 μέχρι το 1910, Γρηγόριος Μάνος, τον οδήγησαν να θέσει στην ελληνική κυβέρνηση την ιδέα ίδρυσης Μουσείου Σινοϊαπωνικής Τέχνης στην Κέρκυρα και ζήτησε να είναι εκείνος ο πρώτος διευθυντής του Μουσείου.

Έτσι, το 1928 το βρετανικό ανάκτορο αλλάζει ταυτότητα και χαρακτηρίζεται ως Μουσείο Σινοϊαπωνικής Τέχνης, μετέπειτα Ασιατικής Τέχνης, και ο Γρηγόριος Μάνος δωρίζει και εναποθέτει τη σπάνια αυθεντική συλλογή του από περίπου 9.500 αντικείμενα κινεζικής, κορεατικής και ιαπωνικής τέχνης. Τα αντικείμενα αυτά τα αγόρασε σε δημοπρασίες έργων τέχνης που γίνονταν στη Βιέννη και το Παρίσι στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.

Μοναδικά αυθεντικά εκθέματα του κινεζικού πολιτισμού αποτυπώνουν την ιστορία της Κίνας, στην καρδιά της Κέρκυρας, ξεκινώντας από τη Νεολιθική εποχή (6000-2000 π.Χ.), τις Δυναστείες των Xia και των Shang, των Zhou, των Qin και των Han, των Sui και των Tang, των Liao, Song, Jin, Yuan, Ming και τέλος της Δυναστείας των Qing.

Τελετουργικά κινέζικα αγγεία φαγητού, αγγεία κρασιού με μάσκες ως λαβές, ταφικά ομοιώματα και ειδώλια, κύαθοι, λιθοκέραμοι οινοχόοι και λεκανίδες, πινάκια και ανθοδοχεία, ειδώλια των θεών, ζωγραφισμένα πιθάρια και πιατέλες που συνθέτουν όλη την ιστορία της κινέζικής φιλοσοφίας και παράδοσης.

Το παράδειγμα του Γρηγόριου Μάνου ακολούθησε ο Νικόλαος Χατζηβασιλείου, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της δράσης του στο διπλωματικό Σώμα σε χώρες της Ασίας, γνωρίστηκε με τον ασιατικό πολιτισμό και δημιούργησε μία συλλογή με έργα από την Ινδία, τη Γκαντάρα, την Καμπότζη, το Σιάμ, το Νεπάλ, το Θιβέτ και την Ιαπωνία. Τα πολύτιμα αυτά 380 έργα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται σπάνια ανάγλυφα της ελληνοβουδιστικής Τέχνης της Γκαντάρα, θρησκευτικά τελετουργικά λάβαρα από τα Ιμαλάια και μοναδικά σε παγκόσμια κλίμακα ιαπωνικά παραβάν, τα δώρισε το 1970-1973 στο τότε Μουσείο Σινοϊαπωνικής Τέχνης.

Στους δωρητές του Μουσείου αξιόλογη θέση κατέχει και ο Χαρίλαος Χιωτάκης, γεννημένος στη Μικρά Ασία, ο οποίος έφτασε σαν πρόσφυγας στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και, το 1929, εγκαταστάθηκε στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο γούνας. Απέκτησε μεγάλη συλλογή έργων τέχνης και, ακολουθώντας το παράδειγμα του Γρ. Μάνου, δώρισε το 1980 στο Μουσείο Ασιατικής Τέχνης 360 αξιόλογα έργα ασιατικής προέλευσης, μεταξύ αυτών πορσελάνες, χάλκινα, καθώς και οστέινα αντικείμενα, που χρονολογούνται κυρίως από το 17ο ως το 19ο αιώνα. Τα έργα αυτά προέρχονται από την Κίνα και την Ιαπωνία και έχουν αγοραστεί στην Ευρώπη.

Έκτοτε, το Μουσείο λειτούργησε ως πόλος έλξης, προσελκύοντας και πολλές άλλες δωρεές, με αποτέλεσμα σήμερα να περιλαμβάνει περίπου 15.000 αντικείμενα ασιατικής τέχνης από ιδιωτικές συλλογές και δωρεές μεμονωμένων αντικειμένων.

Πρόσφατα, το 2011, υπήρξε μια άλλη μεγάλη δωρεά, της οικογενείας Ιωάννη Σαρτζετάκη, με την οποία παραχωρήθηκε τμήμα της οικογενειακής συλλογής, στη μνήμη του γιού τους Ιάσονα Σαρτζετάκη, που αγαπούσε ιδιαιτέρα την ασιατική τέχνη.

Σε αίθουσα της ανατολικής πτέρυγας του πρώτου ορόφου, που φέρει το όνομα του δωρητή, εκτίθενται κινεζικές πορσελάνες εξαγωγής της συλλογής Χιωτάκη (17ος-19ος αιώνα). Κατασκευάστηκαν στην Κίνα και εξήχθησαν στην Ευρώπη για τις ανάγκες της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, με έντονη την ευρωπαϊκή επίδραση στο διάκοσμό τους.

Το Ανάκτορο αποτελείται από ένα τριώροφο οικοδόμημα σε σχήμα «Π», που ενώνεται, μέσω του εξωτερικού δωρικού περιστυλίου και δύο αψίδων, με δύο πλαϊνές πτέρυγες. Η κύρια είσοδος του Ανακτόρου οδηγεί στο ισόγειο, όπου επισκέψιμες είναι οι τρεις αίθουσες των περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου, η αίθουσα προβολών, και μία πέμπτη, η αίθουσα των συνεδριάσεων της Ιονίου Γερουσίας, με την αυθεντική της επίπλωση.

Στον πρώτο όροφο κυριαρχούν η αίθουσα του θρόνου, η αίθουσα των συμποσίων και η κυκλική αίθουσα υποδοχής, τις οποίες ενώνει η Ροτόντα. Παράλληλα στις δύο πτέρυγες του πρώτου ορόφου αναπτύσσονται οι μόνιμοι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου. Στην ανατολική ή ονομαζόμενη κινεζική πτέρυγα Γρηγορίου Μάνου εκτίθεται τμήμα της κινεζικής συλλογής και στη δυτική, γνωστή ως πτέρυγα Νικολάου Χατζηβασιλείου, παρουσιάζονται εκθέματα από την Ινδία, τη Γκαντάρα (αρχαίο Πακιστάν), την Καμπότζη, το Σιάμ (Ταϊλάνδη), το Νεπάλ, το Θιβέτ και την Ιαπωνία. Οι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου προβλέπεται να καταλάβουν και το δεύτερο όροφο. Ήδη έχει ξεκινήσει η σύνταξη μελέτης για την ιαπωνική συλλογή που θα αναπτύσσεται στη δυτική πτέρυγα. Επιπλέον προβλέπεται η δημιουργία προθήκης με οπλισμό Σαμουράι που θα τοποθετηθεί στο περιστύλιο του Α΄ ορόφου.

Σήμερα το Μουσείο έχει παγκόσμια αναγνωρισιμότητα, με αποτέλεσμα σπάνια έργα των συλλογών του να παρουσιάζονται σε διεθνείς εκθέσεις. Η πιο πρόσφατη πραγματοποιήθηκε στο Τόκιο, στο «Tokyo Metropolitan Edo – Tokyo Museum» το καλοκαίρι του 2009.

Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διαχειριστής υλικών, υπεύθυνος αρχιφύλακας του χώρου Σπύρος Μωραΐτης, «το μουσείο Ασιατικής Τέχνης έχει φιλοξενήσει καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου του Τόκιο, οι οποίοι εργάστηκαν εδώ για πολλούς μήνες και τακτοποίησαν πολλά έργα».

Ένα από τα πιο σπάνια εκθέματα του Ασιατικού Μουσείου είναι η γνωστή βεντάλια Sharaku από τη συλλογή του Γ. Μάνου, η οποία από ειδικούς της τέχνης αποτιμήθηκε στα 4.000.000 ευρώ.

«Τα περισσότερα εκθέματα του μουσείου αποτελούν αυτοκρατορικά δώρα εκείνης της εποχής, ενώ αποκαλύπτουν την ιστορία όλων των πολιτισμών της Ασίας» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σπύρος Μωραΐτης. «Το Μουσείο έχει καθημερινή επισκεψιμότητα περίπου διακοσίων ατόμων, ενώ παρά τη μοναδικότητά του δεν είναι ευρέως γνωστό στους τουριστικούς πράκτορες» προσθέτει με πικρία ο κ. Μωραΐτης.

Διευθύντρια του Ασιατικού Μουσείου Κέρκυρας, το οποίο αποτελεί αυτόνομη υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, είναι η Δέσποινα Ζερνιώτη, που με την εμπνευσμένη καθοδήγησή της διατηρεί τη μοναδικότητά του.

Στην αρμοδιότητα του Μουσείου υπάγονται η διαφύλαξη, η προστασία, η διατήρηση, η έκθεση, η ανάδειξη, η προβολή και η μελέτη των έργων και αντικειμένων του Μουσείου, καθώς και ο καθαρισμός, η συντήρηση, η αποκατάσταση και η αισθητική παρουσίαση των αρχαιολογικών αντικειμένων ασιατικής τέχνης και κάθε φύσης εκθεμάτων, σε συνεργασία κατά περίπτωση με το Τμήμα Μουσειακών Συλλογών του Μουσείου.

Στόχος του είναι να γίνει ευρέως γνωστό και να βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων των επισκεπτών της Κέρκυρας.