Νίκος Γ. Μοσχονάς, Στην επικαιρότητα του παρελθόντος, σειρά: «Μικρό Αρχείο», Εκδόσεις Αρχείο, Αθήνα 2015, σελ. 224. ISBN 978-618-81681-6-9

Δοκίμια για την ιστορική διαχρονικότητα, γραμμένα από τον ιστορικό Νίκο Γ. Μοσχονά. Ένα ιδιαίτερο μάθημα Ιστορίας και Μικροϊστορίας: οι κοινές και οικείες στιγμές του δυτικού κόσμου που περνάει σήμερα τη μεγαλύτερη ίσως κρίση στην ιστορία του, τα ζητήματα που χαρακτηρίζουν την καθημερινή του ζωή (διατροφή, ένδυση, μοιχεία, φυσικό περιβάλλον, δεισιδαιμονίες, ματαιοδοξία, τυχερά παιχνίδια, τυχοδιωκτισμός κ.λπ.), περιγράφονται με επιστημονική συνέπεια, ευαισθησία και χιούμορ, με θέματα που ξεκινάνε από τα αρχαία χρόνια και φτάνουν μέχρι τον 19ο αιώνα.

Αποσπάσματα

Από το κεφάλαιο «Η κατά Πλήθωνα ξενομανία του Έλληνα»:

«Κατά τον Πλήθωνα, η Πελοπόννησος δεν είχε ανάγκη τίποτε από εκείνα που εισάγονταν από άλλες χώρες, ώστε να χρειάζεται και το ξένο νόμισμα. Τα μόνα που της έλειπαν ήταν το σίδερο και τα όπλα. Και αυτά θα ήταν δυνατό να τα αποκτήσουν εύκολα ανταλλάσσοντας το βαμβάκι που παραγόταν στον τόπο. Αλλά η ξενομανία των συμπατριωτών του ήταν ήδη προχωρημένη. Απερίσκεπτα και παράλογα προτιμούσαν να φορούν ξένα εισαγόμενα ενδύματα (Τῶν γὰρ ξενικῶν τούτων ἐσθημάτων πολλὴ ἀλογία καὶ δεῖσθαι). Και κακίζει το γεγονός ότι, ενώ η χώρα παράγει έρια, λινό και βύσσο, ενώ παράγει επίσης βαμβάκι, υλικά που θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται στην τοπική υφαντουργία προκειμένου να κατασκευαστούν ενδύματα, οι κάτοικοι δείχνουν να έχουν ανάγκη από εκείνα τα έρια που εισάγονται από τον Ατλαντικό –εννοεί τη Βρεταννία– και που, πέρα από το Ιόνιο, δηλαδή στην Ιταλία, μετασκευάζονται σε ενδύματα (Οὐ γὰρ σμικρά που κακία πολιτείας, παρόντων μὲν ἐρίων τούτων, ὧν ἡ χώρα φέρει, παρόντος δὲ λίνου, οὔσης δὲ βύσσου, ὄντων δὲ βαμβυκίνων, μὴ τούτοις τὰ περὶ τὴν ἀμπεχόνην οὕτως ὅπως ἂν δυνώμεθα φιλοτεχνεῖν, ἀλλὰ τῶν ἔξωθεν μὲν ἐκ τοῦ Ἀτλαντικοῦ πελάγους κομιζομένων ἐκείνων ἐρίων, ὑπὲρ δὲ τὸν Ἰόνιον εἰς ἐσθῆτα σκευαζομένων δεομένους φαίνεσθαι). Και σχολιάζοντας το γεγονός προσθέτει, ότι πολύ καλύτεροι θα ήταν αν χρησιμοποιούσαν τα εγχώρια και αν είχαν αυτάρκεια στην ένδυση, ακόμη κι αν τα ξένα ενδύματα φαίνονταν ωραιότερα από τα εγχώρια».

Από το κεφάλαιο «Τυχερά παιγνίδια και ταξικές διακρίσεις»:

«… Φαίνεται, όμως, ότι το πάθος του παιγνιδιού ήταν πολύ ισχυρό και τα μέτρα της Πολιτείας δεν κατάφεραν να το τιθασεύσουν. Οι Βενετοί, αλλά και οι κάτοικοι των βενετικών κτήσεων, συνέχισαν κρυφά να παίζουν χαρτιά και ζάρια στοιχηματίζοντας περιουσίες. Γι’ αυτό, δέκα χρόνια αργότερα, η Πολιτεία, αποβλέποντας στο να ασκεί έλεγχο, έδωσε άδεια στον ευγενή Μάρκο Δάνδολο να συστήσει και να λειτουργήσει στο μέγαρό του μια χαρτοπαικτική λέσχη ανοιχτή για το κοινό (Ridotto), που εξακολούθησε να λειτουργεί ανακαινισμένη και τον επόμενο αιώνα. Εκεί οι θαμώνες, άντρες και γυναίκες, με την περιβολή του ευγενή ή με την ανωνυμία του προσωπιδοφόρου, είχαν τη δυνατότητα να συναντιούνται στην κεντρική αίθουσα και να συζητούν, να γεύονται τα ροφήματα (σοκολάτα, καφέ, τσάι) ή να δοκιμάζουν κρασί, τυρί, αλλαντικά και φρούτα που προσφέρονταν με αντίτιμο σε δύο ιδιαίτερα δωμάτια ή να κατευθυνθούν στα δέκα ευρύχωρα δωμάτια όπου βρίσκονταν στη σειρά τα τραπεζάκια με τις τράπουλες. Ήταν ο προδρομικός τύπος του καζίνου».