Στη διαδικασία παραγωγής τούβλων και κεραμιδιών, η όπτηση (ψήσιμο), με θερμοκρασίες γύρω στους 950ᵒC, αποτελεί τη σημαντικότερη φάση που προσδίδει αντοχή και εμφάνιση στα προϊόντα. Από την αρχική μέθοδο του ψησίματος στο υπαίθριο καμίνι (περί το 5000 π.Χ.) μέχρι το σημερινό σύγχρονο τούνελ των πλινθοκεραμοποιείων, η πορεία υπήρξε μακρά, με βασικό σταθμό τον φούρνο Hoffmann, που θεωρείται μια από τις σημαντικότερες εφευρέσεις για τη βιομηχανική ανάπτυξη του κλάδου.

Ο Γερμανός μηχανικός Friedrich Hoffmann, μαζί με τον Albert Licht, κατέθεσε το 1858 στην Αυστρία και την Πρωσία την ευρεσιτεχνία τους σχετικά με «την αδιάλειπτη λειτουργία του κυκλικού φούρνου για το ψήσιμο τούβλων κ.λπ». Παράλληλα, ίδρυσε τεχνικό γραφείο, που μέχρι το 1870 είχε στο ενεργητικό του περισσότερες από 1.000 μελέτες για αντίστοιχους φούρνους. Το 1876 υπολογίζεται ότι λειτουργούσαν 2.000 κάμινοι Hoffmann στη Γερμανία και 2.000 σε άλλες χώρες, ενώ μέχρι σήμερα έχουν χτιστεί περισσότερες από 100.000 κάμινοι σε όλον τον κόσμο. Η κυριαρχία της καμίνου Hoffmann τελειώνει το 1955, με την επικράτηση του φούρνου-τούνελ και αργότερα άλλων μεθόδων ταχείας όπτησης.

Η κάμινος Hoffmann αποτελείται από κλειστό κυκλικό ή ελλειψοειδή θάλαμο καύσης, σε σχήμα στοάς χωρισμένης σε διαμερίσματα. Στον θάλαμο καύσης, το μέτωπο της φωτιάς κινείται συνεχώς προς μία κατεύθυνση και ψήνει τα τούβλα ή τα κεραμίδια που βρίσκονται τοποθετημένα στο αντίστοιχο διαμέρισμα. Τα άψητα, νωπά προϊόντα προθερμαίνονται όσο πλησιάζει κοντά τους η φωτιά, ενώ τα ήδη ψημένα κρυώνουν σταδιακά όσο η φωτιά απομακρύνεται από αυτά. Έτσι η θερμότητα αξιοποιείται με τον καλύτερο τρόπο και η λειτουργία είναι διαρκής, αφού στο σημείο που βρίσκεται πιο μακριά από τη φωτιά και έχει κρυώσει οι εργάτες μπορούν να πάρουν τα ψημένα προϊόντα και να τοποθετήσουν νέα. Ο κύκλος όπτησης, δηλαδή ο χρόνος ψησίματος για κάθε νέα παρτίδα προϊόντων, διαρκεί 5-12 μέρες, ανάλογα με το μέγεθος του φούρνου.

Η κάμινος τύπου Hoffmann της Πλινθοκεραμοποιίας Τσαλαπάτα κατασκευάστηκε το 1924-26 σύμφωνα με τις προδιαγραφές της σχετικής τεχνολογίας της εποχής. Είχε περίπου 17 μέτρα πλάτος και 52 μήκος και χωριζόταν σε 20 διαμερίσματα. Καλύφθηκε εσωτερικά από πυρίμαχα τούβλα, παραγωγής του εργοστασίου. Για την παραγωγή αυτών των τούβλων χρησιμοποιήθηκαν ειδικά καλούπια σφηνοειδούς σχήματος, τα οποία διευκόλυναν το χτίσιμο σε σχήμα καμάρας. Η κάμινος, προκειμένου να περιοριστούν οι θερμικές απώλειες και να προστατεύεται από τις καιρικές συνθήκες, περιβλήθηκε σύντομα από εξωτερικό κτήριο, που της έδωσε τη χαρακτηριστική όψη, η οποία και σώζεται μέχρι σήμερα.

Σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της Πλινθοκεραμοποιίας Τσαλαπάτα, από το 1926 μέχρι το 1978, ο φούρνος σταμάτησε να «καίει» μόνο δύο φορές: στην περίοδο της Κατοχής και στους σεισμούς του 1956.

Όπως ήδη έχει αναφερθεί, στη σχεδίαση του φούρνου είχε προβλεφθεί η αξιοποίηση της θερμότητας από τα διαμερίσματα των ήδη ψημένων προϊόντων που έπρεπε να κρυώσουν. Ειδικά μεταλλικά καπάκια στο πατάρι συνέδεαν τις οπές τροφοδοσίας των αντίστοιχων διαμερισμάτων με κεντρικό αγωγό, ο οποίος με ανεμιστήρα διοχέτευε τον θερμό αέρα στα ξηραντήρια του εργοστασίου, ώστε να επιταχύνεται το στέγνωμα των προϊόντων.

Οι χαρακτηριστικές φάσεις λειτουργίας στην κάμινο (φούρνο) Hoffmann ήταν οι εξής:

Τοποθέτηση των νωπών προϊόντων

Η διαδικασία αυτή απαιτούσε ειδικές γνώσεις από τον τεχνίτη, που έπρεπε να φροντίσει για το σταθερό στήσιμο των προϊόντων, την κυκλοφορία των καυσαερίων ανάμεσά τους κατά την καύση, καθώς και την επαρκή τροφοδοσία με κάρβουνο από τις οπές οροφής του φούρνου.

Σφράγισμα των εισόδων

Όταν τελείωνε η τοποθέτηση προϊόντων σε ένα από τα διαμερίσματα του φούρνου, οι μικρές είσοδοι χτίζονταν πρόχειρα με τούβλα και σοβατίζονταν, ώστε να μειωθούν οι θερμικές απώλειες. Μετά την ολοκλήρωση του κύκλου ψησίματος, ο οποίος ανάλογα με το μέγεθος του φούρνου διαρκούσε από 5 έως 12 μέρες, ανοίγονταν οι είσοδοι για να απομακρυνθούν τα ψημένα προϊόντα.

Τροφοδότηση της φωτιάς

Ο θερμαστής εργαζόταν στο πατάρι και φρόντιζε για την καύση στο αντίστοιχο διαμέρισμα του φούρνου, ρίχνοντας σε τακτά χρονικά διαστήματα, από τις οπές της οροφής, καρβουνόσκονη με τη σέσουλα. Συγχρόνως έλεγχε τη θερμοκρασία παρατηρώντας το χρώμα της φωτιάς και ρύθμιζε την απαγωγή των καυσαερίων. Αν και στο εργοστάσιο Τσαλαπάτα υπήρχε σύστημα αυτόματης τροφοδοσίας για την καρβουνόσκονη, μολαταύτα ο ρόλος του θερμαστή ήταν ιδιαίτερα σημαντικός για το σωστό ψήσιμο των προϊόντων.

Οι επισκέπτες του Μουσείου Πλινθοκεραμοποιίας Ν. & Σ. Τσαλαπάτα, στον Βόλο, μπορούν να ενημερωθούν για την εξέλιξη των τεχνικών όπτησης και την ιστορία των κλιβάνων της πλινθοκεραμοποιίας από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας χάρη στην ειδική θεματική έκθεσή του.

* Το κείμενο προέρχεται από την έκδοση: Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας Ν. & Σ. Τσαλαπάτα. Οδηγός,  Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2009, σ. 37-39.