Το ύφασμα, ανθρώπινο τέχνεργο με ιδιαίτερα ευαίσθητη οργανική φύση, αποτελεί σπάνιο ανασκαφικό εύρημα, καθότι είναι εξαιρετικά ευάλωτο στην επίδραση των περιβαλλοντικών παραγόντων. H αναζήτηση, λοιπόν, των ιδιαίτερων εκείνων παραμέτρων που ευνοούν τη διατήρηση υφασμάτινων καταλοίπων στον ελλαδικό χώρο αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας, η οποία εξυπηρετήθηκε μέσα από τη μελέτη ανασκαφικών υφασμάτων που ήρθαν στο φως τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος. Οι συνθήκες εύρεσης (περιβάλλον ταφής) αυτών των καταλοίπων διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό από εκείνες που ευνοούν τη διατήρηση υφασμάτινων ευρημάτων εκτός ελλαδικού χώρου (πολύ ξηρό ή πολύ παγωμένο περιβάλλον). Η αλληλουχία μεταξύ των συνθηκών ταφής και της κατάστασης διατήρησής τους μπορεί να αποτελέσει γνώμονα για τη σωστή αντιμετώπισή τους τόσο in situ, όσο και στη συνέχεια σε κάποιο εργαστήριο συντήρησης.

Το ύφασμα είναι το υλικό εκείνο που συντροφεύει τον άνθρωπο από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο μέχρι την ώρα που θα χρειαστεί να τον εγκαταλείψει. Από τις απαρχές της πορείας του επάνω στη γη τον ακολουθεί σε όλες τις εκφάνσεις του βίου του, ιδιωτικού και κοινωνικού, με μια παρουσία τόσο πολύ απαραίτητη, ώστε η απουσία του να φαντάζει αδιανόητη.

Παρά τον σημαντικότατο ρόλο που διαδραμάτιζαν τα υφάσματα στις πολλαπλές πτυχές της ζωής του ανθρώπου του παρελθόντος, οι πληροφορίες για αυτά και την υφαντική τέχνη αντλούνται ως επί το πλείστον από γραπτά κείμενα και παραστάσεις της αγγειογραφίας και των τοιχογραφιών και όχι από τα ίδια τα υλικά. Το ύφασμα αποτελεί ένα εξαιρετικά δυσεύρετο ανασκαφικό οργανικό υλικό, καθώς, λόγω της ευπρόσβλητης φύσης του,  σπάνια διατηρείται με την πάροδο του χρόνου. Η σπανιότητα αυτή λοιπόν καθιστούσε προβληματική για πολλές δεκαετίες την αναγνώρισή του ανάμεσα στα πιο συνήθη ανασκαφικά ευρήματα και τη σωστή μεταχείρισή του ως τεκμηρίου του υλικού πολιτισμού του παρελθόντος.

Η σπανιότητα αυτών των ευρημάτων συνδέεται με τις κλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας. Οι ακραίες συνθήκες, π.χ. εξαιρετικά παγωμένα ή ξηρά περιβάλλοντα, που ευνοούν τη διατήρηση τέτοιου είδους καταλοίπων, εκλείπουν από την Ελλάδα και για το λόγο αυτό υπήρξε ιδιαίτερα δελεαστική η αναζήτηση και η έρευνα των συνθηκών εκείνων που συνέβαλαν καθοριστικά στη διατήρηση των όποιων ανασκαφικών υφασμάτινων ευρημάτων της χώρας μας. Kάποιοι άλλοι παράγοντες όμως διαμόρφωσαν τις κατάλληλες συνθήκες διατήρησης των υφασμάτων αυτών. Οι αναερόβιες συνθήκες μέσα στις ταφές, όπου βρέθηκε η πλειονότητα των υφασμάτων αυτών, καθώς και η επαφή τους με μέταλλο σε συνδυασμό με το μικροκλίμα του ταφικού περιβάλλοντος, που διαμορφώνεται τόσο από τις επικρατούσες περιβαλλοντικές παραμέτρους όσο και από το είδος της ταφής (ενταφιασμός ή καύση) και τη συνοδευόμενη κτέριση συνοψίζουν τους παράγοντες διάσωσής τους.

Ο ελλαδικός χώρος, λοιπόν, μπορεί να κρύβει πολλές ακόμα τέτοιου είδους «ευχάριστες εκπλήξεις», η αποκάλυψη και η ανάδειξη των οποίων χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και υπεύθυνης αντιμετώπισης από τους ιθύνοντες τόσο στο πλαίσιο μιας ανασκαφής, όσο και στη συνέχεια στο πλαίσιο των επεμβάσεων συντήρησής τους, είτε αυτή είναι μόνο προληπτική είτε είναι προληπτική και επεμβατική.

Η θεωρητική όμως προσέγγιση των παραγόντων που εξασφάλισαν την επιβίωση των καταλοίπων αυτών στην Ελλάδα ολοκληρώνεται μόνο μέσα από την αντιπαραβολή τους με τις παραμέτρους που επικρατούν σε κλίματα άλλων χωρών.

Περιβάλλοντα ταφής που διασώζουν υφασμάτινα κατάλοιπα

– Τα πολύ ξηρά περιβάλλοντα, όπως αυτό που διαμορφώνεται στην έρημο. Το περιβάλλον αυτό απαντά σε ερήμους, όπου εκτός από τη χαμηλή σχετική υγρασία ενυπάρχει ένας ιδιαίτερος συνδυασμός άλλων κλιματολογικών παραμέτρων. Η απουσία νερού, η έντονη δράση αλάτων διαλυτών και αδιάλυτων (σημ. 1), το σκοτεινό περιβάλλον κάτω από τη λεπτή άμμο και η υψηλή θερμοκρασία είναι κάποιοι από τους παράγοντες διατήρησης υφασμάτων σε ερήμους (σημ. 2). Στις συνθήκες αυτές συχνά διατηρείται και το αρχικό χρώμα της ίνας καθώς και κάποια άλλα χαρακτηριστικά της όπως σχήμα, μέγεθος, σχέδιο (σημ. 3).

– Τα υγρά περιβάλλοντα που επικρατούν στους βάλτους, στις λίμνες και τις θάλασσες. Το αναερόβιο περιβάλλον, που σχηματίζεται στις θάλασσες σε μεγάλη βάθη (σημ. 4), και στα έλη και τις λίμνες, λόγω των στρωμάτων λάσπης και των αναερόβιων βρύων, περιορίζει τη βιολογική δράση η οποία ευνοείται από την παρουσία οξυγόνου. Επιπροσθέτως, το πλούσιο σε χουμικά οξέα και τύρφη υπέδαφος των βάλτων δημιουργεί όξινο περιβάλλον που συμβάλλει στη διατήρηση κυρίως των μάλλινων ινών (σημ. 5). Τέλος, ο υδατοκορεσμός των ινών, που μπορεί να συμβεί τόσο σε βαλτώδη και λιμναία περιβάλλοντα όσο και σε θαλάσσια, αποτρέπει την εισχώρηση του οξυγόνου στο εσωτερικό των ινών με αποτέλεσμα τη διατήρηση του σχήματος και της δομής τους (σημ. 6).

– Οι παγωμένες περιοχές. Η χαμηλή σχετική υγρασία και θερμοκρασία αναστέλλουν την ανάπτυξη των μικροοργανισμών που αποτελούν βασικό παράγοντα φθοράς των υφασμάτων. Επιπλέον, αυτά διατηρούνται είτε λόγω της πλήρωσης των πόρων τους με νερό είτε λόγω της ψύξης τους (σημ. 7), καθώς όλο το νερό, στη δεύτερη περίπτωση, αδρανοποιείται και μετατρέπεται σε πάγο, χωρίς όμως να χάνεται. Για το λόγο αυτό τα υλικά παραμένουν ανεπηρέαστα (σημ. 8). Τέλος, οι πλούσιες σε ζωικά λίπη αποθέσεις, που συχνά συναντά κανείς σε τέτοια περιβάλλοντα, εμποτίζουν με λίπη τις ίνες προκαλώντας μείωση της απορροφούμενης υγρασίας και σχηματισμό υδρόφοβων στρωμάτων στο εξωτερικό τους. Το φαινόμενο αυτό έχει ως αποτέλεσμα την προστασία των υφασμάτων από την υγρασία (σημ. 9).

Όμως, όπως προείπαμε, ακόμη και σε χώρες όπως η Ελλάδα, μπορούν να διατηρηθούν υφάσματα, και οι παράγοντες που διαδραματίζουν τον καθοριστικό ρόλο για τη διατήρησή τους είναι οι εξής:

– Η οξύτητα ή η αλκαλικότητα του περιβάλλοντος ταφής σε συνδυασμό με την πρώτη ύλη της κατασκευής. Σε υγρό περιβάλλον ένας παράγοντας που καθορίζει τη διατήρηση των υφασμάτινων καταλοίπων είναι το pΗ του εδάφους. Το όξινο έδαφος ευνοεί τη διατήρηση των πρωτεϊνικών ινών (σημ. 10), ενώ αντίθετα συμβάλλει στη γρήγορη υδρόλυση των κυτταρινικών. Η κυτταρίνη παρουσιάζει ιδιαίτερη ευαισθησία στα οξέα, καθώς η παρουσία πολυάριθμων υδροξυλίων την καθιστά ιδιαίτερα πολική με αποτέλεσμα να υδρολύεται εύκολα από αυτά στα σημεία των αιθερομάδων (-C-O-C-) (σημ. 11). Διαλύματα οξέων εισχωρούν αρχικά στις άμορφες περιοχές επιτυγχάνοντας την όξινη υδρόλυση των πιο εύκολα προσιτών κυτταρινικών μακρομορίων. Ανάλογα με το είδος και τη συγκέντρωση των οξέων, τη θερμοκρασία αλλά και τη χρονική διάρκεια της υδρόλυσης, η όξινη υδρόλυση μπορεί να περιοριστεί μονάχα στις άμορφες περιοχές ή να προχωρήσει και στις κρυσταλλικές. Κατά την όξινη υδρόλυση ιόντα υδρογόνου, που απελευθερώνονται από τα όξινα διαλύματα παρουσία νερού, καταλύουν τους γλυκοζιτικούς δεσμούς της κυτταρίνης απελευθερώνοντας θετικώς φορτισμένα ιόντα που μπορούν να ενωθούν με μόρια νερού σχηματίζοντας νέους ιοντικούς δεσμούς (σημ. 12).

Αντίθετα, το αλκαλικό έδαφος διατηρεί καλύτερα τα κυτταρινικά συστατικά, αλλά υδρολύει τους πεπτιδικούς δεσμούς των πρωτεϊνικών ινών (σημ. 13). Το μαλλί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στα αλκαλικά περιβάλλοντα γιατί σπάει ο δισουλφιδικός δεσμός προς το σχηματισμό κυστίνης και κυστικού οξέος. Mε αργό λοιπόν ρυθμό αρχίζει να καταστρέφεται η ακεραιότητα του μαλλιού και μακροπρόθεσμα οι πεπτιδικοί δεσμοί σπάνε και οι ίνες διαλύονται. Εξαίρεση αποτελεί το μετάξι, το οποίο παρουσιάζει ευαισθησία και στα οξέα σε σχέση με τις άλλες ζωικές ίνες. Αυτό συμβαίνει γιατί στις υπόλοιπες ζωικές ίνες (π.χ. μαλλί) ανάμεσα στις ενδομοριακές δυνάμεις που ασκούνται στο πολυμερές πέραν των πεπτιδικών δεσμών, συμπεριλαμβάνονται και οι δισουλφιδικοί δεσμοί, οι οποίοι σε όξινα περιβάλλοντα επιδεικνύουν μεγαλύτερη σταθερότητα, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται συνεκτικότητα στη δομή της ίνας και να μην υδρολύεται αυτή εύκολα από τα οξέα. Παρόλο που προκαλείται διάρρηξη των αλυσίδων στα σημεία όπου υπάρχουν καρβονυλομάδες, το υλικό παρουσιάζει περισσότερες πιθανότητες να διατηρηθεί. Οι δισουλφιδικοί δεσμοί όμως δεν παρατηρούνται στο μετάξι, τα αμινοξέα του δηλαδή δεν περιέχουν θείο, με αποτέλεσμα η δομή της ίνας να μην είναι αρκετά σταθερή και έτσι να καθίσταται ευπαθής στα οξέα που προκαλούν την υδρόλυσή της (σημ. 14).

– Το υγρό ή ξηρό αναερόβιο περιβάλλον σε συνδυασμό και πάλι με την πρώτη ύλη κατασκευής. Υγρό αναερόβιο περιβάλλον απαντά σε ασύλητους τάφους  που παραμένουν κλειστοί και σε σαρκοφάγους. Η υγρασία αφενός υδρολύει τις ίνες, αφετέρου υποβοηθάει την ανάπτυξη αναερόβιων μικροοργανισμών, όμως η διάβρωση που λαμβάνει χώρα πραγματοποιείται με πιο αργούς ρυθμούς (σημ. 15). Συγκεκριμένα, σε περιβάλλον υγρό και αναερόβιο τα πρωτεϊνικής φύσης υφάσματα, όπως τα μάλλινα ή τα μεταξωτά, διατηρούνται καλύτερα (σημ. 16). Η υψηλή σχετική υγρασία και το αναερόβιο περιβάλλον του τάφου αποτέλεσαν ευνοϊκούς παράγοντες για τη διατήρηση των υφασμάτων.

Αντιθέτως, τα κυτταρινικής προέλευσης υφάσματα αποσυντίθενται γρηγορότερα. Όμως ενώ το βαμβάκι υδρολύεται και καταστρέφεται εντελώς, το λινό και κάποια άλλα κυτταρινικά υλικά, που περιέχουν λιγνίνη (σημ. 17) , μπορούν να διατηρηθούν για μεγαλύτερο διάστημα σε αναερόβιες συνθήκες, όταν βέβαια το pH δεν είναι πολύ χαμηλό. Το μαλλί υδρολύεται με πιο αργούς ρυθμούς, όπως και το μετάξι (σημ. 18), όμως τα αίτια αυτής της διαφοροποίησης δεν είναι απολύτως κατανοητά (σημ. 19).

Σε περιβάλλοντα υγρά, παρουσία όμως οξυγόνου, οι φυτικές ίνες διατηρούνται εξίσου σπάνια με εκείνες σε αναερόβια περιβάλλοντα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι πιο ευπαθείς στη διαβρωτική δράση των βακτηρίων, τα οποία σε υγρό και αερόβιο περιβάλλον δύνανται να καταστρέψουν την κάθε κυτταρινική ίνα, που ωστόσο μπορεί να αφήσει κάποια ίχνη. Ειδικά το λινό παρουσιάζει μια ιδιομορφία στη συμπεριφορά του σε υγρά περιβάλλοντα, γιατί ενώ η υγρασία που υπάρχει στις ίνες του του παρέχει ελαστικότητα και βελτιώνει τις μηχανικές του αντοχές, η τάση του να την απορροφά έχει ως αποτέλεσμα το μούχλιασμα, την αποσύνθεση και την προσβολή από μικροοργανισμούς (σημ. 20). Γενικότερα πάντως, σε περιβάλλον υγρό και αερόβιο λόγω της δράσης μικροοργανισμών, σε συνδυασμό με την υδρόλυση των ινών, σπάνια μπορούν να διατηρηθούν οι ίνες για μεγάλο διάστημα (σημ. 21).

Παρά το γεγονός ότι στα ξηρά περιβάλλοντα προκαλείται συρρίκνωση των υφασμάτων και απώλεια της ελαστικότητάς τους με αποτέλεσμα να γίνονται εύθραυστα, ωστόσο παρέχουν τις καταλληλότερες συνθήκες για τη διατήρηση των οργανικών υλικών. Και σε αυτές τις συνθήκες όμως τα υφάσματα υφίστανται κάποια φθορά, που οφείλεται στην παρουσία εντόμων και στην ξηρή αποσύνθεση (σημ. 22). Το μετάξι γίνεται εύθραυστο πιο γρήγορα σε ξηρό και ζεστό περιβάλλον απ’ ό,τι σε υγρές συνθήκες, ενώ ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το μαλλί είναι οι σκώροι και άλλα έντομα, αρκεί η θερμοκρασία να μην πέσει κάτω από τους 10°C (σημ. 23).

Ένας επιπλέον παράγοντας διατήρησης των υφασμάτων σε ξηρά περιβάλλοντα είναι η έλλειψη υγρασίας ως βασικής παραμέτρου ανάπτυξης μικροοργανισμών. Απουσία αυτών, τα υλικά έχουν περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης (σημ. 24).

– Το υλικό με το οποίο τα υφάσματα έρχονταν σε επαφή κατά την παραμονή τους στο έδαφος. Συγκεκριμένα, η πλειονότητα των προερχομένων από τον ελλαδικό χώρο υφασμάτων διασώθηκε χάρη στην επαφή τους με μέταλλο. Τα υφάσματα τα οποία εξετάστηκαν στην παρούσα μελέτη προέρχονται από ταφές. Ο συνδυασμός του μικροκλίματος (ξηρό ή υγρό αναερόβιο περιβάλλον) που διαμορφώνεται σε μία ταφή και των ταφικών εθίμων (καύση ή ενταφιασμός και κτέριση) αποτέλεσαν τις προϋποθέσεις για τη διάσωση των καταλοίπων αυτών μέχρι τις μέρες μας.

Σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα των αρχαίων Ελλήνων, οι νεκροί θάβονταν ενδεδυμένοι στην περίπτωση του ενταφιασμού, ενώ σε αυτήν της καύσης η τέφρα τυλιγόταν με ύφασμα και ύστερα τοποθετούνταν σε κάποιο αγγείο. Τα μεταλλικά κτερίσματα (αγγεία, όπλα) με τα οποία στην πρώτη περίπτωση το ύφασμα ερχόταν σε επαφή, τα μεταλλικά τεφροδόχα αγγεία (εικ. 1) στη δεύτερη, όπως και οι ίδιες οι μεταλλικές ίνες του υφάσματος σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, κατά τη διάβρωσή τους ορυκτοποίησαν τα υφάσματα αυτά διασώζοντάς τα.

Συγκεκριμένα κατά τη διάβρωση των μετάλλων τα προϊόντα διάβρωσης (εικ. 2) διεισδύουν στον πορώδη χώρο που δημιουργείται στις κρυσταλλικές και άμορφες περιοχές (σημ. 25)  των διαβρωμένων από τους παράγοντες του οικοσυστήματος ινών (σημ. 26). Σε αυτό το σημείο υπάρχουν δύο ενδεχόμενα:

1. Κάποιες περιοχές των ινών καλύπτονται από τα οξείδια των μετάλλων τα οποία δρουν ανασταλτικά στην περαιτέρω φθορά τους και τις διατηρούν. Στην περίπτωση αυτή οι ίνες διατηρούν ακόμη τον οργανικό πυρήνα τους (σημ. 27).

2. Τα μεταλλικά οξείδια έχουν αντικαταστήσει πλήρως την οργανική δομή των ινών (σημ. 28). Τα προϊόντα διάβρωσης των μετάλλων λοιπόν δεν έδρασαν ανασταλτικά αλλά καταλυτικά στην καταστροφή των ινών. Στην περίπτωση αυτή έλαβε χώρα αντικατάσταση του οργανικού πυρήνα των ινών από ανόργανο. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ορυκτοποίηση (σημ. 29).

Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις σχηματίζεται ένα είδος μήτρας. Η μήτρα αυτή μπορεί να είναι είτε θετική είτε αρνητική:

Θετική είναι η μήτρα η οποία σχηματίζεται στην περίπτωση που η συγκέντρωση των μεταλλικών ιόντων είναι μεν υψηλή ώστε να αποτραπεί η βιολογική δράση, χαμηλή δε ώστε τα ιόντα να εισχωρήσουν στο εσωτερικό των ινών και να σχηματίσουν οξείδια (σημ. 30). Όταν υφασμάτινα κατάλοιπα είναι σε επαφή με χάλκινα αντικείμενα, τότε θετικές μήτρες μπορεί να προκύψουν από τα οξείδια του χαλκού (σημ. 31). Αυτά λόγω των μυκητοκτόνων ιδιοτήτων τους εμποδίζουν την ανάπτυξη μικροοργανισμών, οι οποίοι καταστρέφουν τα υφάσματα.

Αρνητική είναι η μήτρα η οποία σχηματίζεται στην περίπτωση που η συγκέντρωση των μεταλλικών ιόντων είναι αρκετά υψηλή, ώστε τα διαλυμένα προϊόντα οξείδωσης του μετάλλου να βρίσκονται σε πληθώρα προτού εισχωρήσουν στις ίνες, με αποτέλεσμα αυτά να επικάθονται στην επιφάνεια των ινών (σημ. 32). Όταν υφασμάτινα κατάλοιπα έρθουν σε επαφή με σιδερένια αντικείμενα, τότε μπορεί να προκύψουν αρνητικές μήτρες από τα οξείδια του σιδήρου, καθώς ο τελευταίος μη διαθέτοντας τόσο έντονες βιοκτόνες ιδιότητες υποβοηθά την καταστροφή των ινών γρηγορότερα, λόγω της δράσης μικροοργανισμών, και έτσι δύσκολα τα ιόντα του μπορούν να εισχωρήσουν σε αυτές (σημ. 33). Η περίπτωση να δημιουργηθεί θετική μήτρα από ιόντα σιδήρου καθίσταται ακόμη πιο σπάνια, όταν το περιβάλλον ταφής είναι πολύ όξινο ή πολύ αλκαλικό, διότι οι συνθήκες αυτές, σε συνδυασμό με τη βιολογική δράση, καταστρέφουν τις ίνες πολύ πιο άμεσα (σημ. 34).

Μια ιδιαίτερη κατηγορία υφασμάτινων ευρημάτων αποτελούν τα ψευδόμορφα, τα οποία έχουν αφήσει ένα αρνητικό καλούπι των ινών τους. Όμως καμία περιοχή του υφάσματος, ή έστω των ινών, δεν έχει διατηρηθεί (σημ. 35).

Ο βαθμός διατήρησης της ίνας εξαρτάται σε μεγάλο ποσοστό από την ταχύτητα με την οποία καταστρέφεται και αυτή αλλά και το μέταλλο. Εάν δηλαδή η ίνα αποσυντίθεται με ταχύτερο ρυθμό από αυτόν της οξείδωσης του μετάλλου και κατά συνέπεια και της εναπόθεσης στην ίνα των προϊόντων διάβρωσης, τότε χάνονται τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της και παύει πια να είναι ταυτοποιήσιμη (σημ. 36).

Ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ο ρυθμός ορυκτοποίησης της ίνας, ο οποίος εξαρτάται κατά ένα μεγάλο ποσοστό από την προέλευσή της. Επί παραδείγματι στο μετάξι και στις κυτταρινικές ίνες ο ρυθμός ορυκτοποίησης είναι αργός, λόγω των περιοχών μεγάλης κρυσταλλικότητας που αυτές παρουσιάζουν. Οι κρυσταλλικές περιοχές είναι πιο ανθεκτικές στην ορυκτοποίηση λόγω της μεγάλης συνεκτικότητας και των σθεναρών ενδομοριακών δεσμών που εμφανίζουν. Το γεγονός αυτό αφενός δυσχεραίνει την ευκολία προσέγγισης των περιοχών αυτών από τα ιόντα των μετάλλων, αφετέρου μειώνει τον αριθμό των ελεύθερων περιοχών (σημ. 37).

Υφασμάτινα υπολείμματα όμως έχουν διατηρηθεί και σε κεραμικά αγγεία (εικ. 3). Τα κεραμικά αποτελούν συνήθως σημαντική πηγή αλάτων τα οποία, με τη βοήθεια του νερού, εισχωρούν στο εσωτερικό των ινών αποτρέποντας την πλήρη αποδόμησή τους. Και εδώ μπορεί να λάβει χώρα το φαινόμενο της ορυκτοποίησης με αντικατάσταση της οργανικής δομής από μια ανόργανη, αυτή των αλάτων (εικ. 4). Αποτέλεσμα της ορυκτοποίησης αυτού του είδους είναι, κάποιες φορές, να αντικατασταθεί πλήρως το ύφασμα και ένα ίχνος του να παραμείνει στο έδαφος το οποίο στο σημείο αυτό εμφανίζεται αποχρωματισμένο. Ενίοτε το ίχνος που παραμένει είναι απλά αποτύπωμα της θέσης του υλικού που πλέον έχει εξαφανιστεί, ενώ άλλες φορές αποτυπώνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια το σχήμα του στο έδαφος (σημ. 38) . Αυτή η περίπτωση βέβαια δεν αφορά υφάσματα του ελλαδικού χώρου, όπου κάτι τέτοιο δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα.

Επιπλέον τα άλατα εγκλωβίζουν την υγρασία στις κρυσταλλικές τους περιοχές αποτρέποντας τη διείσδυσή της στις ίνες (σημ. 39). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της δράσης των μικροοργανισμών εφόσον εκλείπει η ευνοϊκή για την ανάπτυξή τους υγρασία (σημ. 40).

Συζήτηση

Σκοπός της παράθεσης των γραφημάτων είναι η συνολική αλλά και ταυτόχρονα περιεκτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξήχθη αναφορικά με τα υφασμάτινα κατάλοιπα στον ελλαδικό χώρο. Τα γραφήματα προέκυψαν από το συσχετισμό των πληροφοριών βιβλιογραφικής αναζήτησης με τις πληροφορίες που αντλήθηκαν από ερωτηματολόγια που συντάχθηκαν και αποστάλθηκαν σε φορείς σχετικούς με τη διαχείριση των πολιτιστικών και αρχαιολογικών πόρων όπως επί παραδείγματι εφορείες αρχαιοτήτων και μουσεία.

Το σύνολο επομένως των πληροφοριών, αν και συλλέχθηκε με μια ανομοιογένεια, θεωρήθηκε σκόπιμο να παρουσιαστεί με ενιαίο και συνολικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τη στατιστική μεθοδολογία. Όμως λόγω της έλλειψης εύρους των δεδομένων της έρευνας, δεν ήταν δυνατό να γίνει στατιστικός συνδυασμός δύο ή περισσότερων παραμέτρων με κάποια αλληλεξάρτηση. Έτσι ενώ στατιστικά δεν παρουσιάζονται πολύπλοκες συναρτήσεις παραμέτρων για την εξαγωγή ενός συμπεράσματος, στο σχολιασμό που έπεται των γραφημάτων γίνεται λόγος για τον συνδυασμένο ρόλο των συνθηκών στη διατήρηση των υφασμάτων. Οι διαθέσιμες πληροφορίες συνοψίστηκαν σε συγκεντρωτικούς πίνακες, βάσει των οποίων προέκυψαν και τα εν λόγω γραφήματα. Για την καλύτερη κατανόησή τους παρατίθεται συμπληρωματικά και σχολιασμός των γραφημάτων καθώς και χάρτες της Ελλάδας (εικ. 5) και της Αττικής (εικ. 6), όπου καταγράφονται οι θέσεις στις οποίες βρέθηκαν τα υφάσματα και τα υλικά με τα οποία έρχονταν σε επαφή (σημ. 41). Κάποιες λοιπόν από τις παραμέτρους που τέθηκαν στο σύνολο πάντα των ανασκαφικών υφασμάτινων καταλοίπων που μελετήσαμε, ήταν η φύση των υφασμάτινων ευρημάτων, το υλικό με το οποίο έρχονταν σε επαφή, το περιβάλλον ταφής και η μορφή διατήρησής τους.

Φύση ανασκαφικών υφασμάτινων καταλοίπων

Σύμφωνα με το γράφημα 1, που αφορά στη φύση των ινών, δηλαδή στην προέλευσή τους, εξάγεται το συμπέρασμα ότι το ποσοστό των λινών ινών που διασώθηκαν βρίσκεται σε μεγαλύτερη αναλογία. Ακολουθούν σε συχνότητα τα μάλλινα υφάσματα, το ποσοστό των οποίων είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το ποσοστό όλων των υπόλοιπων υφάνσιμων ινών. Στη συνέχεια έπονται τα μεταξωτά, ενώ ακολουθούν με την ίδια αναλογία οι ίνες φυτικής προέλευσης (σημ. 42), οι βαμβακερές και ο συνδυασμός λινών ινών είτε με μεταξωτά, είτε με μάλλινα.

Το γεγονός ότι οι λινές ίνες απαντούν περισσότερο απ’ ό,τι οι πρωτεϊνικές ίσως να οφείλεται –με κάθε επιφύλαξη– στις ιδιαίτερες συνθήκες του περιβάλλοντος ταφής, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση πολύ πιθανόν να ήταν αλκαλικές, ώστε να ευνοήσουν τη διατήρησή τους. Στις περιπτώσεις των υφασμάτων που αναφέρονται εδώ, το αλκαλικό περιβάλλον πιθανότατα δημιουργήθηκε από την τέφρα που υπήρχε στις περισσότερες ταφές.

Υλικό επαφής

Στο γράφημα 2 αποδεικνύεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των υφασμάτων, τα οποία αποτέλεσαν το υλικό της έρευνας αυτής, ερχόταν σε επαφή με αντικείμενα από χαλκό ή από κράματά του. Ποσοτικά ακολουθούν τα υφάσματα που γειτνίαζαν με οστά, με κεραμικό, με χρυσό (Au), αυτά που εφάπτονταν σε λίθινο υλικό, τα οποία είναι αντίστοιχα με εκείνο των υφασμάτων που έρχονταν σε επαφή με άργυρο (Ag) και με μπρούντζο. Τέλος, ακολουθούν τα μεταξύ τους ίσα ποσοστά υφασμάτινων ευρημάτων που έρχονταν σε επαφή με κεραμικό-πέτρα, μέταλλο άγνωστης φύσης, επιχρυσωμένη επιφάνεια, σίδηρο (Fe) και μόλυβδο (Pb).

Ο όρος «χαλκός» αναφέρεται κατά μία έννοια καταχρηστικά, καθώς δεν χρησιμοποιήθηκε πάντα αμιγής αλλά με διάφορες προσμείξεις, που έδιναν στο κράμα καλύτερες ιδιότητες. Στις βιβλιογραφικές πηγές όμως, απ’ όπου αντλήθηκαν οι πληροφορίες για την έρευνα, απαντά ο όρος χαλκός χωρίς να προσδιορίζεται αν πρόκειται για αυτοφυή χαλκό ή κάποιο κράμα του. Η ασάφεια του προσδιορισμού της ακριβούς σύστασης του μετάλλου πιθανόν οφείλεται στην έλλειψη των απαραίτητων φυσικοχημικών μεθόδων ανάλυσης και αναγνώρισης των μετάλλων.

Παρατηρείται λοιπόν ότι ο χαλκός απαντά συχνότερα από κάθε άλλο μέταλλο. Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: ο χαλκός και τα προϊόντα διάβρωσής του, όπως αναφέρεται και παραπάνω, παρουσιάζει πιο έντονες βιοκτόνες ιδιότητες από το σίδηρο (σημ. 43). Έτσι, υφάσματα που έρχονταν σε επαφή με χαλκό απαντούν συχνότερα διότι έχουν περισσότερες πιθανότητες διατήρησης.

Ένας ακόμη λόγος για τη μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης του χαλκού είναι ότι το μέταλλο αυτό κατά την αρχαιότητα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τις ταφικές πρακτικές. Αυτές παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για την εξαγωγή συμπερασμάτων, καθώς τα περισσότερα υφασμάτινα κατάλοιπα για τα οποία γίνεται λόγος, εκτός από την περίπτωση του Σπηλαίου του Ευριπίδη (σημ. 44), βρέθηκαν μέσα σε ταφές που χρονολογούνται μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα. Έτσι τα συνήθη αντικείμενα που ως κτερίσματα συνόδευαν τις ανδρικές ταφές ήταν ως επί το πλείστον χάλκινα όπλα και εγχειρίδια, ενώ στις γυναικείες ταφές κοσμήματα από χαλκό. Επιπλέον στις περιπτώσεις εγχυτρισμών τα αγγεία που περιείχαν την τέφρα των νεκρών ήταν και αυτά χάλκινα. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με τις ιδιότητες του συγκεκριμένου μετάλλου (πιο ελαφρύ και μαλακό από το σίδηρο) που καθόρισαν κατά συνέπεια και τη χρήση του.

Περιβάλλον ταφής

Ως προς την παράμετρο που αφορά στο περιβάλλον ταφής, εξετάστηκε το ποσοστό της σχετικής υγρασίας σε σύνολο 25 ανασκαφικών υφασμάτινων καταλοίπων. Από τον αριθμό αυτό σε εφτά δείγματα παρατηρήθηκε μεγάλο ποσοστό σχετικής υγρασίας (RH%), σε άλλα εφτά μικρό ποσοστό, ενώ στα υπόλοιπα το περιβάλλον ταφής αναφορικά με τη σχετική υγρασία παρέμενε άγνωστο. Συμπεράσματα λοιπόν σχετικά με το ποσοστό της σχετικής υγρασίας στο μικροκλίμα εύρεσης των υφασμάτων δεν είναι εύκολο να εξαχθούν, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δεν είναι γνωστό. Η έλλειψη των απαραίτητων πληροφοριών πολύ πιθανόν να οφείλεται στην περιορισμένη εφαρμογή μεθόδων καταγραφής των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στο περιβάλλον ταφής των ευρημάτων, ή ακόμη και στην απώλεια των αποτελεσμάτων των σχετικών μετρήσεων (υγρασίας και θερμοκρασίας).

Μορφή διατήρησης των υφασμάτων

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσει κανείς το εξής: η φύση του υλικού είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί την επιβίωσή του υπό τη μορφή μικρών τεμαχίων, ινών και ιχνών. Πράγματι, την εκτίμηση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει μέχρι ενός σημείου το γράφημα 3. Σύμφωνα με αυτό τα περισσότερα ανασκαφικά υφασμάτινα κατάλοιπα σώζονται με τη μορφή τεμαχίων και όχι σε μεγάλα τμήματα. Όμως παρατηρεί κανείς ότι η παρουσία ινών και ιχνών είναι σπανιότερη.

Αυτό πιθανόν σχετίζεται αφενός με τις ιδιαίτερες συνθήκες του μικροκλίματος που επικρατούσαν στην εκάστοτε ταφή, αφετέρου με το γεγονός ότι το μικρό μέγεθός τους ίσως αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τον εντοπισμό και τη διάσωσή τους κατά την ανασκαφή. Τις περισσότερες φορές η αρχαιολογική σκαπάνη συμπαρασύρει με το χώμα τόσο μικρού μεγέθους ευρήματα. Ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτά δεν καταστρέφονται κατά την ανασκαφή, η απειρία των ανασκαφέων λόγω της σπανιότητας της αποκάλυψης τέτοιων ευρημάτων –κυρίως στο παρελθόν– πιθανόν να συμβάλλει στη μη αναγνώρισή τους ως υφασμάτων και κατ’ επέκταση στη μη ενδεδειγμένη αντιμετώπισή τους.

Συμπέρασμα

Όλα τα παραπάνω διασαφηνίζουν την αλληλουχία ανάμεσα στις συνθήκες εύρεσης και την κατάσταση διατήρησης των ανασκαφικών υφασμάτινων ευρημάτων, που είναι απαραίτητη ως γνώση για την επιλογή του κατάλληλου τρόπου αντιμετώπισης και μεταχείρισής τους σε επίπεδο προληπτικής συντήρησης. Αυτό αποτέλεσε και το στόχο της παρούσας έρευνας.

Όμως, όπως παριστάνεται στα γραφήματα, ένα μεγάλο ποσοστό δεδομένων μάς είναι άγνωστο, καθώς αυτά τα στοιχεία ούτε αναφέρονται πάντα στη βιβλιογραφία, ούτε και υπήρχαν ως απάντηση σε όλα τα ερωτηματολόγια. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό για την απουσία μέτρων αντιμετώπισης ευρημάτων ιδιαίτερα ευαίσθητων –όπως το ύφασμα–  σε μια ανασκαφή. Η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού και η ανεπάρκεια των κατάλληλων ερευνητικών μεθόδων και του απαραίτητου εξοπλισμού συνεπάγονταν μία πενιχρή τις περισσότερες φορές υποδομή και ακατάλληλη στο σύνολό της για μία ευρύτερη και ολοκληρωμένη έρευνα και εξέταση του υλικού.

Ο ελλαδικός χώρος έδωσε, και πιθανότατα θα δώσει και στο μέλλον, αξιομνημόνευτα υφασμάτινα ευρήματα, αρκεί να είμαστε σε θέση να τα εκτιμήσουμε σωστά. Χιλιάδες χρόνια θαμμένα, διατηρήθηκαν ως τις μέρες μας, άλλα σε περισσότερο και άλλα σε λιγότερο καλή κατάσταση. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να κινδυνεύσουν να καταστραφούν λόγω ακατάλληλης μεταχείρισης που οφείλεται στην έλλειψη γνώσης.

Η επιστήμη της συντήρησης σε διεθνές επίπεδο έχει προβλέψει κατάλληλες μεθόδους και υλικά που πρέπει να εφαρμόζονται ως πρώτα σωστικά μέτρα σε μια ανασκαφή σε περίπτωση εύρεσης ευαίσθητων υφασμάτινων καταλοίπων. Επιπλέον στο πλαίσιο της προληπτικής συντήρησης, τα ευρήματα αυτά μπορούν πλέον να διατηρηθούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, διασώζοντας όλες τις πολύτιμες πληροφορίες που φέρουν. Οι παραπάνω ενέργειες προϋποθέτουν ανάλογη γνώση, παρουσία του συντηρητή στην ανασκαφή, άμεση αντιμετώπιση και τον απαραίτητο βασικό εξοπλισμό.

Παρά τις ετερόκλητες λοιπόν μεθόδους έρευνας, τα κοινά από αυτές αποτελέσματα μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία και παράλληλα ένα αξιόπιστο εργαλείο περαιτέρω έρευνας, το οποίο επιδέχεται διεύρυνση και διάνθιση και πιθανότατα διορθώσεις.

* Η έρευνα διεξήχθη από τις γράφουσες Μαρία Ρέτσα και Σταυρούλα Μωραΐτου στο πλαίσιο της προετοιμασίας της πτυχιακής τους εργασίας στο Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (Τ.Ε.Ι.Α.) με τίτλο «Ανασκαφικά υφασμάτινα ευρήματα στον ελλαδικό χώρο. Συγκριτική μελέτη συνθηκών εύρεσης, κατάστασης διατήρησης και εφαρμογών συντήρησης». Το παρόν άρθρο αποτελεί επιτομή της πτυχιακής αυτής εργασίας.

 

Μαρία Ρέτσα (Συντηρήτρια Υφάσματος)

Σταυρούλα Μωραΐτου (Συντηρήτρια Υφάσματος)

Δρ Τατιάνα Κουσουλού (Συντηρήτρια Υφάσματος της ΔΣΑΝΜ)

 

Πηγές εικόνων

Εικ. 1. Αρχείο Εργαστηρίου Συντήρησης Υφάσματος ΔΣΑΝΜ 2003.

Εικ. 2. Κουσουλού Τ., «Έκθεση Προκαταρκτικής Εξέτασης ταφικών συνόλων που περιλαμβάνουν υφάσματα από τα Σταμνά Αιτωλοακαρνανίας», Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων (μη δημοσιευμένη μελέτη), 2006.

Εικ. 3. Κουσουλού Τ., «Μελέτη κατάστασης διατήρησης και προτάσεων συντήρησης αρχαιολογικού υφάσματος. Μυκηναϊκο Νεκροταφείο Πορτών Αχαϊας», Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων (μη δημοσιευμένη μελέτη), 2002.

Εικ. 4. Κουσουλού  Τ.,  «Μελέτη κατάστασης διατήρησης και προτάσεων συντήρησης αρχαιολογικού υφάσματος. Μυκηναϊκο Νεκροταφείο Πορτών Αχαϊας», Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων (μη δημοσιευμένη μελέτη), 2002.