Η ιστορία της ναυπηγικής τέχνης στον ελληνικό κόσμο βρίσκεται στο επίκεντρο ενός σημαντικού τόμου που εκδόθηκε πρόσφατα από την Τράπεζα Πειραιώς με την επιμέλεια παραγωγής από τις εκδόσεις Polaris. Το έργο «Ναυς –Πλοία και ναυπηγική στον ελληνικό κόσμο», την επιμέλεια του οποίου έχει ο δρ Κώστας Δαμιανίδης, φιλοδοξεί να παρουσιάσει για πρώτη φορά πολλά στοιχεία από την τεχνολογική εξέλιξη της ελληνικής ναυπηγικής παράδοσης. Ξεκινώντας από τους προϊστορικούς χρόνους και καταλήγοντας στην εποχή των τελευταίων μεγάλων ιστιοφόρων, παρουσιάζονται αναλυτικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά που αποκαλύπτονται μέσα από τις πρωτογενείς πηγές.

Γράφουν οι: Χρ. Μπουλώτης, M. Wedde, Κ. Δαμιανίδης, A.J. Papalas, P. Pomey, Y. Kahanov, B. Rankov, Χ. Τζάλας, Γ. Κουτσουφλάκης, U. Kocabaş, E. Türkmenoğlu, Ι. Νάκας, Ντ. Αδαμοπούλου, Α. Δελής και R. Barker.
 Την επιμέλεια του εικονογραφικού υλικού είχε η Κατερίνα Δελούκα, ενώ ο σχεδιασμός του βιβλίου είναι έργο της Μαρίας Ζαχαριουδάκη.

Το βιβλίο ξεκινά με ένα κείμενο του Χρήστου Μπουλώτη και του Michael Wedde, με τίτλο «Μια νηοπομπή στο προϊστορικό Αιγαίο». Οι δύο κορυφαίοι αρχαιολόγοι που έχουν μελετήσει αναλυτικά τη ναυτιλία, τα πλοία και τη ναυπηγική στο προϊστορικό Αιγαίο, αναπτύσσουν νέες, πρωτότυπες απόψεις για τις παραστάσεις στην «τοιχογραφία του στόλου» και κάνουν συγκρίσεις με νέα ευρήματα από άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου, όπως η πομπή πλοίων πάνω σε πίθο από την Κολώνα της Αίγινας (αρχές 2ης χιλιετίας), το ναυάγιο στο Ουλουμπουρούν της Τουρκίας (τέλη 14ου αι.) και το τμήμα πλοίου που βρέθηκε σε τοιχογραφία από την Ίκλαινα της Μεσσηνίας (1400-1300 π.Χ.).

Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Σαμία Ναυς» παρουσιάζεται ένα ελάχιστα γνωστό θέμα της ελληνικής ναυπηγικής παράδοσης. Είναι η πρώτη φορά που μια σπουδαία συλλογή από 29 ομοιώματα πλοίων της αρχαϊκής εποχής, αφιερώματα στο ναό της Ήρας στη Σάμο, παρουσιάζονται και αναλύονται ως προς τα ναυπηγικά χαρακτηριστικά των πλοίων που αναπαριστούν, ενώ επίσης για πρώτη φορά, συμπεριλαμβάνονται οι τρισδιάστατες ψηφιακές αποτυπώσεις ομοιωμάτων πλοίων. Το υλικό συσχετίζεται επίσης με τη «σάμαινα», τον εμβληματικό τύπο διήρους που κυριάρχησε κατά τη Θαλασσοκρατία της Σάμου την εποχή του Τυράννου Πολυκράτη.

Στο τρίτο κεφάλαιο, για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία, παρουσιάζονται τα πλοία που βρέθηκαν στην πλατεία Ιούλιος Βέρν στη Μασσαλία. Ο ομότιμος καθηγητής Patrice Pomey παρουσιάζει την τεχνική των ραφτών πλοίων που φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, όπως και οι πρώτοι κάτοικοι της Μασσαλίας που ήρθαν από τη Φώκαια της Μ. Ασίας. Για πρώτη φορά παρουσιάζονται επίσης τα αποτελέσματα μιας πειραματικής ναυπήγησης ενός αντιγράφου από τα ραφτά πλοία, που κατασκευάστηκε στη Μασσαλία το 2013. Πρόκειται για το σκάφος «Γύπτις» το οποίο, κατά τη διάρκεια των ετών 2013 και 2014, ολοκλήρωσε μια σειρά από πειραματικούς πλόες και έδωσε πολύτιμα αποτελέσματα σχετικά με τη ναυπηγική και τη ναυσιπλοΐα των Ελλήνων την αρχαϊκή εποχή.

Ένα ελληνικό πλοίο χρονολογημένο από το 400 π.Χ. βρέθηκε στην περιοχή Ma’agan Mikhael κοντά στη Χάιφα. Το ναυάγιο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό, στο τέταρτο κεφάλαιο, από τον καθηγητή Yaacov Kahanov που το ανέσκαψε, το μελέτησε και το επανασυναρμολόγησε για να εκτεθεί στο Ναυτικό Μουσείο της Χάιφα. Πρόκειται για ένα σημαντικό εύρημα που αντιπροσωπεύει μια μεταβατική περίοδο της ελληνικής ναυπηγικής παράδοσης με την εφαρμογή μιας μικτής τεχνικής στην κατασκευή των εμπορικών πλοίων.

«Τρίκροτος Ναυς» είναι ο τίτλος του πέμπτου κεφαλαίου στο οποίο κορυφαίοι καθηγητές της ναυτικής αρχαιολογίας και ιστορίας αναπτύσσουν τις απόψεις τους και παρουσιάζουν τα αποτελέσματα από την πειραματική κατασκευή και ιδιαίτερα τις πειραματικές πλεύσεις μιας τριήρους, της «Ολυμπιάδας», που μελετήθηκε και δοκιμάστηκε στα νερά του Αργοσαρωνικού. Ο ομότιμος καθηγητής Anthony J. Papalas παρουσιάζει τις ιστορικές μαρτυρίες για την εμφάνιση της τριήρους και κυρίως την εξέλιξή της από ένα ταχύπλοο κωπήλατο σκάφος σε μια «πολεμική μηχανή», μια «βολίδα εμβολισμού». Ο ομότιμος καθηγητής Patrice Pomey αναλύει για πρώτη φορά την υπόθεσή του για τις αλλαγές στην τεχνική ναυπήγησης της τριήρους που πρέπει να αποτελούσαν την προϋπόθεση για τη μετατροπή της σε «βολίδα εμβολισμού». Τέλος ο καθηγητής Boris Rankov, ένας από τους πρωτεργάτες της κατασκευής και των πειραματικών πλεύσεων της τριήρους «Ολυμπιάς», παρουσιάζει τα αποτελέσματα και τα τεκμηριωμένα συμπεράσματα του εντυπωσιακότερου εγχειρήματος της πειραματικής αρχαιολογίας.

Το πλοίο της Κυρήνειας, θέμα του έκτου κεφαλαίου, αποτέλεσε για πάνω από δύο δεκαετίες το σημαντικότερο αρχαίο ναυάγιο που ανασκάφηκε, μελετήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως υπόδειγμα της αρχαίας ελληνικής ναυπηγικής τέχνης. Χρονολογημένο την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου, το ναυάγιο αποτελούσε περίπου το 70% του αρχικού πλοίου και έδωσε την δυνατότητα μιας τεκμηριωμένης αναπαράστασης στο σύνολό του. Η παρουσίασή του περιλαμβάνει μια συστηματική ανάλυση των τεχνικών του χαρακτηριστικών και παρουσιάζει τη μεθοδολογία ναυπήγησής του σύμφωνα με τους αρχικούς μελετητές του πλοίου, καθηγητές Michael Katsev και Richard Steffy. Επίσης παρουσιάζεται, από τον ερευνητή της ναυτικής ιστορίας κ. Χάρη Τζάλα, η κατασκευή και το ταξίδι του ομοιώματος «Κυρήνεια ΙΙ», το οποίο αποτέλεσε το πρώτο τεκμηριωμένο και συστηματικό εγχείρημα πειραματικής αρχαιολογίας στη Μεσόγειο.

Φημισμένο για το φορτίο του, συμπεριλαμβανομένου και του μηχανισμού, το ναυάγιο των Αντικυθήρων δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτόν τον τόμο, στον οποίο παρουσιάζεται κυρίως ως προς τα ευρήματα της κατασκευής του πλοίου. Θεωρείται ότι ήταν ένα μεγάλο και στιβαρό πλοίο, κατάλληλο για να μεταφέρει τα πολύτιμα και βαριά, από μάρμαρο, έργα τέχνης που έχουν ανασυρθεί μέχρι τώρα. Συγκρίνεται, για πρώτη φορά, με ναυάγια άλλων μεγάλων πλοίων επίσης από τη Ρωμαική εποχή, όπως τα πλοία της λίμνης Nemi, το ναυάγιο στο Madraque de Giens της Γαλλίας και το ναυάγιο στη Caesarea Maritima, νότια της Χάιφα. Ο αρχαιολόγος δρ Γιώργος Κουτσουφλάκης παρουσιάζει το πλοίο και φωτίζει για πρώτη φορά, άγνωστες πτυχές της κατασκευής του.

Με την παρουσίαση δύο σημαντικών ναυαγίων από το Αιγαίο του 4ου και του 7ου αι. μ.Χ., που βρέθηκαν στη βραχονησίδα Yassi Ada, επιχειρείται η διερεύνηση της μετάβασης από την ελληνορωμαϊκή στη βυζαντινή ναυπηγική τέχνη. Περιγράφονται τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά και συγκρίνονται με αυτά άλλων ναυαγίων, δίνοντας τη δυνατότητα μιας εκτενέστερης, στο χρόνο, ανασκόπησης της εξέλιξης που είχε η ναυπηγική τέχνη στον ελληνικό κόσμο.

Στο ένατο κεφάλαιο παρουσιάζεται με αναλυτικό τρόπο, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το σύνολο των ναυαγίων που βρέθηκαν θαμμένα στο βυζαντινό λιμάνι του Θεοδοσίου Α’. Πρόκειται για 37 ναυάγια από τον 5ο μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το σύνολο της εξέλιξης της ναυπηγικής τέχνης στο Βυζάντιο. Στο βιβλίο παρουσιάζονται οι δύο μεγάλες ανασκαφές που έλαβαν χώρα από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Τέξας, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Cemal Pulak, και από το Τμήμα Συντήρησης Εναλίων Αρχαιοτήτων του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Ufuk Kocabaş. Τα πλοία από τις δύο ανασκαφές παρουσιάζονται με εκτεταμένη φωτογραφική τεκμηρίωση και με σημαντική τεχνική ανάλυση από δύο ειδικούς επιστήμονες στην ιστορία της ναυπηγικής, τον υποψήφιο διδάκτορα Evren Türkmenoğlu και τον δρα Κώστα Δαμιανίδη.

Στο δέκατο κεφάλαιο παρουσιάζεται το παλαιότερο βιβλίο ναυπηγικής που έχει μελετηθεί από μια ομάδα ειδικών επιστημόνων του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης. Το χειρόγραφο, γραμμένο στη βενετική διάλεκτο από τον Ροδίτη ναυτικό Μιχαήλ, χρονολογείται το 1434-1436 και θεωρείται ότι είχε πιθανότατα γραφτεί για να αποδείξει τις γνώσεις του πάνω στα ναυτικά θέματα, απευθυνόμενος στους Βενετούς ευγενείς. Η παρουσίασή του γίνεται από τον ενάλιο αρχαιολόγο Γιάννη Νάκα, ο οποίος αναφέρεται επίσης στους Έλληνες αρχιναυπηγούς που διηύθυναν τις ναυπηγήσεις, την ίδια περίοδο, στο ναύσταθμό της Βενετίας.

Ένα από τα σπάνια χειρόγραφα «ναυτικής κατασκοπίας» με βασιλική εντολή αναφέρεται στα πλοία και τις ναυπηγήσεις στη Μεσόγειο και γράφτηκε από τον Edmund Dummer, ναυπηγό του Αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού. Το χειρόγραφο παρουσιάζεται από τους διδάκτορες Κώστα Δαμιανίδη και Απόστολο Δελή, με έμφαση στους τύπους των πλοίων που αποδεδειγμένα χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες την εποχή εκείνη. Δημοσιεύονται για πρώτη φορά σχέδια και απεικονίσεις του χειρογράφου που φυλάσσεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη στο Λονδίνου, από σπάνιους τύπους πλοίων της ανατολικής Μεσογείου όπως η Σαϊτιά, η Σάικα, η Μαρσιλιάνα, η γαβάρα και η Λόντρα.

Το δωδέκατο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο μπρίκι ή πάρων «Άρης», ένα εμβληματικό σκάφος που ναυπηγήθηκε το 1818 στη Βενετία και διατηρήθηκε από το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό μέχρι το 1921. Τα ελληνικά μπρίκια του 19ου αιώνα και η αναλυτική ιστορία του «Άρη» παρουσιάζονται από τον δρα Κώστα Δαμιανίδη, τη διευθύντρια του Ιστορικού Αρχείου-Μουσείου Ύδρας Ντίνα Αδαμοπούλου και τον δρα Απόστολο Δελή. Δημοσιεύονται ανέκδοτα σχέδια και φωτογραφίες από μπρίκια, στοιχεία για τον «Άρη» που έρχονται για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας, καθώς και ένα συμφωνητικό ναυπήγησης μπρικιού από τη Σύρο το 1838.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου παρουσιάζονται οι μαρτυρίες ενός μελετητή της ναυτικής εθνολογίας, του σερ Alan Moure, ο οποίος ταξίδεψε στην ανατολική Μεσόγειο, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, με ένα πολεμικό πλοίο το 1918 και συνέλεξε πληροφορίες για τα πλοία που συνάντησε στα λιμάνια της Μεσογείου και τις ιστιοφορίες τους. Ο δρ Κώστας Δαμιανίδης παρουσιάζει τις περιγραφές που δημοσίευσε ο Alan Moure στο βιβλίο του «Οι τελευταίες ημέρες των ιστών και των ιστίων», δημοσιευμένο το 1925, με επεξηγήσεις πάνω στα πρωτότυπα σκίτσα του βιβλίου και σημαντικές φωτογραφίες εκείνης της εποχής, αρκετές από τις οποίες είναι ιδιαίτερα σπάνιες.

Ο τόμος δεν διατίθεται στο εμπόριο.