Στην περίπτωση του μετρό Θεσσαλονίκης, στα λάθη και τις παραλείψεις, που σημάδεψαν το έργο όσον αφορά την προστασία των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν, αλλά και στις προσωπικές επιθέσεις που δέχτηκε το τελευταίο διάστημα, όντας σύμβουλος της Αττικό Μετρό σε θέματα Αρχαιολογίας, αναφέρθηκε την περασμένη Παρασκευή το βράδυ ο ακαδημαϊκός, καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας, Μιχάλης Τιβέριος. Μιλώντας στην εκδήλωση που πραγματοποίησε η Ένωση Αρχαιολόγων «Ηώς» στην αίθουσα τελετών του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», o κ. Τιβέριος προσπάθησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να μιλήσει για τις αρχαιότητες κυρίως του Σταθμού Βενιζέλου, «που τον τελευταίο καιρό», όπως είπε, «επανειλημμένα έχουν απασχολήσει τον κόσμο των αρχαιολόγων και την κοινή γνώμη, ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης».

«Από τα όσα έχουν δημοσιοποιηθεί, γραπτώς ή προφορικώς, από τις αρχές του 2013 έως σήμερα για το ζήτημα αυτό, από ειδικούς και μη, είναι σαφές ότι πολλές πτυχές του θέματος είναι πλημμελώς γνωστές ή ακόμη και παντελώς άγνωστες στην επιστημονική κοινότητα, στα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης και γενικότερα στην κοινή γνώμη» ξεκίνησε την ομιλία του ο καθηγητής, δίνοντας έμφαση στα «λάθη» και «παραλείψεις» που, όπως είπε, έχουν σημαδέψει το έργο όσον αφορά στην τύχη των αρχαιοτήτων ήδη από την εποχή που ήταν ακόμα στα χαρτιά.

Ο κ. Τιβέριος παρέθεσε σειρά επίσημων εγγράφων που σχετίζονται με το θέμα, όπως εκείνο της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων που το 2004 γνωστοποιούσε ότι στο χώρο όπου προβλεπόταν να κατασκευαστεί ο Σταθμός Βενιζέλου θα βρίσκονταν αρχαιότητες σχετιζόμενες, μεταξύ άλλων, με το επίμαχο εύρημα (δηλαδή τη διασταύρωση του βυζαντινού σταυροδρομιού), αλλά και τη γνωμοδότηση του ΚΑΣ την ίδια χρονιά, που μιλούσε για «αναπόφευκτη» απόσπαση των αρχαιοτήτων, οι οποίες θα εντοπίζονταν στους χώρους των σταθμών. «Είναι γεγονός ότι κατά το σχεδιασμό του Μετρό Θεσσαλονίκης δεν δόθηκε η δέουσα προσοχή στις σημαντικές αρχαιότητες που ήταν γνωστό ότι θα έρχονταν στο φως κατά τη διάρκεια των εργασιών της κατασκευής του. Έτσι πάρθηκαν αποφάσεις που σημάδεψαν και σημαδεύουν ως σήμερα άμεσα την τύχη τους», σημείωσε ο καθηγητής, αναφερόμενος τόσο στη χάραξη του έργου, που όπως είπε «δεν ήταν η καλύτερη», όσο και στη λανθασμένη επιλογή κατασκευής δύο σταθμών, της Βενιζέλου και της Αγίας Σοφίας, που απέχουν μεταξύ τους μόλις 350 μέτρα.

«Στον αρχικό σχεδιασμό της κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης εκτός από λάθη υπήρξαν και παραλείψεις», συμπλήρωσε ο κ. Τιβέριος, αναφέροντας ότι, σε αντίθεση με αυτό που συνέβη στην Αθήνα, δεν ελήφθη καμιά πρόνοια για την ανάδειξη και προβολή των αρχαιοτήτων που θα έρχονταν στο φως στους υπό κατασκευήν σταθμούς. «Κανείς από τους αρμοδίους αρχαιολογικούς φορείς δεν σκέφτηκε να συμπεριληφθεί στο σχετικό μνημόνιο συνεργασίας τους με την Αττικό Μετρό Α.Ε. ο τόσο σημαντικός τομέας ανάδειξης και προβολής των αρχαιοτήτων που θα έρχονταν στο φως», επεσήμανε. Όσο για τα σοβαρά προβλήματα, οικονομικής φύσεως, που ανέκυψαν, τα χαρακτήρισε ως αποτέλεσμα λανθασμένου υπολογισμού: Η αρχική δαπάνη για τις αρχαιολογικές εργασίες που θα έπρεπε να εκτελεστούν κατά την κατασκευή του Μετρό υπολογίστηκε αρχικά στα 15 εκατομμύρια ευρώ, ενώ σήμερα το νούμερο αυτό έχει φτάσει, με δύο αυξήσεις, στα 132 εκατομμύρια ευρώ.

Ανέφερε επίσης ότι «η Αττικό Μετρό ΑΕ δεν είναι ιδιωτικός, αλλά κρατικός φορέας, που διαχειρίζεται χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου, ενώ η κατασκευή του ίδιου του Μετρό είναι έργο κοινής ωφελείας που άπτεται και του δημοσίου συμφέροντος». Σημείωσε, δε, ότι επτά χρόνια μετά την έναρξη των εργασιών κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια των οποίων έχει ήδη υλοποιηθεί μεγάλο μέρος του όλου έργου, δεν είναι δυνατόν να γίνουν ριζικές αλλαγές στον βασικό σχεδιασμό του. «Αυτό λέει τουλάχιστον ο κοινός νους» τόνισε, δίνοντας ως τη μόνη ενδεδειγμένη λύση τη συνύπαρξη του σταθμού με τις αρχαιότητες, λύση που μεταφράζεται στην απόσπασή τους, στη συνέχιση των ανασκαφών σε κατώτερα στρώματα, βάθους περίπου 3 μέτρων, καθώς και στη μεταφορά και επανατοποθέτηση των μνημείων στην αρχική τους θέση, σε ποσοστό που ξεπερνά το 80%.

Σημειώνεται ότι η κινητοποίηση, ειδικών και μη, ως προς τη διατήρηση, στη θέση τους, των εξαιρετικών ευρημάτων στην καρδιά της αυτοκρατορικής και βυζαντινής Θεσσαλονίκης (4ος-9ος αι.), που εντοπίστηκαν στη συμβολή Βενιζέλου και Εγνατίας, ξεκίνησε μετά την πρώτη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, τον Ιανουάριο 2013, η οποία έκανε λόγο για απόσπαση και μεταφορά τους από τον Σταθμό Βενιζέλου στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά ή σε άλλο ανάλογο μέρος. Η απόφαση αυτή τροποποιήθηκε έναν χρόνο αργότερα από το ΚΑΣ, χωρίς ωστόσο το εύρημα να απαλλαγεί από την ανάγκη απόσπασής του. Στη διατήρηση κατά χώραν του βυζαντινού μνημείου έχει ταχθεί, εκτός από τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, και το επιστημονικό σωματείο «Ηώς», ιδρυτικό μέλος του οποίου είναι ο κ. Τιβέριος.