Ένα από τα μεγαλύτερα συνέδρια Αρχαιολογίας της Εγγύς Ανατολής που διεξάγονται φέτος διεθνώς, με τίτλο «Αρχαιολογική Έρευνα στην Περιφέρεια Κουρδιστάν του Ιράκ και στις όμορες περιοχές», ολοκληρώθηκε την περασμένη Κυριακή στην Αθήνα. Πρόκειται για το πρώτο συνέδριο που αφορά το συγκεκριμένο θέμα με διοργανωτές το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και το McDonald Institute for Archaeological Research του Πανεπιστημίου Cambridge, στο οποίο συμμετείχαν 102 σύνεδροι από 15 χώρες (Αγγλία, Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ιράκ, Ιράν, Ιταλία, Ολλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία, Τουρκία, Τσεχία).

Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με τον λέκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνο Κοπανιά, έναν εκ των διοργανωτών του συνεδρίου, που διευθύνει την έρευνα σε δύο αρχαιολογικές θέσεις στην περιοχή: στο Τελ Νάντερ, μια από τις αρχαιότερες γνωστές θέσεις στη βορειοανατολική Μεσοποταμία, η οποία βρίσκεται εντός των ορίων της πρωτεύουσας του Ερμπίλ, και στο Τελ Μπάκρτα, περίπου 28 χλμ. νοτιοδυτικά του Ερμπίλ, που παρά το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα ξεκινήσει συστηματικά, τα μέχρι τώρα επιφανειακά ευρήματα υπόσχονται πολλές εκπλήξεις, ακόμα και ελληνικού ενδιαφέροντος.

«Είναι και από σημειολογικής άποψης σημαντικό ότι έγινε στην Αθήνα αυτό το πρώτο συνέδριο για την αρχαιολογία της περιοχής, καθώς η Περιφέρεια Κουρδιστάν ήταν απομονωμένη για πάρα πολλές δεκαετίες λόγω του προηγούμενου καθεστώτος. Ωστόσο, αυτό έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια και ουσιαστικά έχει καταστεί σχεδόν η μόνη ασφαλής περιοχή στον χώρο. Γι’ αυτόν τον λόγο έχουν συρρεύσει πάρα πολλές ξένες αποστολές στην περιοχή και υπήρξε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για το συνέδριο» δηλώνει ο κ. Κοπανιάς, επισημαίνοντας τον διττό χαρακτήρα του συνεδρίου.

«Το ενδιαφέρον του δεν ήταν μόνον επιστημονικό, αλλά ελπίζουμε ότι θα συμβάλει και στη δημιουργία ενός σαφούς νομοθετικού πλαισίου, που θα προλαμβάνει αυθαιρεσίες. Δηλαδή, εκτός από τις επιστημονικές ανακοινώσεις, έγιναν και συζητήσεις για το πώς μπορεί να φτιαχτεί ένα πλαίσιο που θα εξυπηρετεί τόσο τις κουρδικές υπηρεσίες όσο και τους ξένους ανασκαφείς, οι οποίοι συρρέουν στην παρθένα από αρχαιολογική άποψη περιοχή. Κύριοι στόχοι είναι να προστατεύονται οι αρχαιότητες από τη μία και να μπορεί ένα ξένο πανεπιστήμιο να κάνει εκεί τη δουλειά του χωρίς να καθίσταται θύμα αυθαιρεσιών από την άλλη», τονίζει.

Η ελληνική αρχαιολογική αποστολή στο Ιρακινό Κουρδιστάν παραμένει από το 2010 η μοναδική αποστολή που έχει δύο τοποθεσίες ανασκαφών, αντί για μία που έχει χορηγηθεί στις υπόλοιπες, και η μοναδική που έχει την έγκριση όχι μόνον των αρχών της Βαγδάτης αλλά και του Ερμπίλ. Η κουβέντα περιστρέφεται μοιραία στη διπλή αυτή επιτυχία του ελληνικού πανεπιστημίου, που εκτός των άλλων, διεξάγει, μέσω του ιστορικού Κλεάνθη Ζουμπουλάκη, και μια ιστορική εξερεύνηση: τον εντοπισμό της θέσης της Μάχης των Γαυγαμήλων – της πιο αποφασιστικής μάχης που έδωσε ο Μέγας Αλέξανδρος κατά των Περσών.

«Η νέα ανασκαφική περίοδος στο Τελ Νάντερ ξεκινά άμεσα και θα διαρκέσει ως τις 12 Δεκεμβρίου 2013. Από τα περσινά ευρήματα επιβεβαιώνεται η χρονολόγηση που είχαμε με την πρώτη ανασκαφή, δηλαδή ότι όντως βρισκόμαστε στην ύστερη 5η χιλιετία. Πρόκειται για έναν οικισμό με μικρές βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, όπου γινόταν παραγωγή κεραμικής και μάλλον υπάρχει κι ένας κλίβανος για τη χύτευση μετάλλου, πιθανότατα χαλκού. Έχουμε στείλει δείγματα για ανάλυση και περιμένουμε τις απαντήσεις. Αν επιβεβαιωθεί, θα πρόκειται για έναν από τους παλαιότερους κλιβάνους χαλκού που έχει βρεθεί και ο πρώτος in situ», αναφέρει χαρακτηριστικά. Όσο για την ανασκαφή στο Τελ Μπάκρτα, που θα ξεκινήσει μόλις «κλείσει» η έρευνα στο Τελ Νάντερ, τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν εντυπωσιακά.

«Η επιφανειακή έρευνα που έγινε το 2012 από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ κι από εμάς, η οποία κάλυψε όχι μόνον την ακρόπολη αλλά και την κάτω πόλη, έδειξε ότι η θέση έχει έκταση περίπου 80 εκτάρια (800.000 τ.μ.). Από ό,τι φαίνεται, σε αυτή τη μέγιστη έκταση η πόλη έφτασε στο β΄ μισό της 3ης χιλιετίας, αλλά και αργότερα, μεταξύ 2ου αι. π.Χ. και 7ου αι. μ.Χ. Το ενδιαφέρον είναι ότι πόλεις αυτού του μεγέθους είναι λίγες στην Εγγύς Ανατολή, κάτι που αρχικά δεν είχε διαφανεί. Ωστόσο, ήδη από την πρώτη μας επίσκεψη το 2010 καταλάβαμε ότι πρόκειται για μια πολύ σημαντική θέση, γι’ αυτό και ζητήσαμε να μπει στο συμβόλαιό μας, με το σκεπτικό ότι καλό είναι να την κρατήσουμε για το μέλλον», σημειώνει.

Το ελληνικό ενδιαφέρον ήρθε αναπάντεχα με την πρώτη επιφανειακή έρευνα του 2011. Ένα τμήμα αττικού αγγείου (οινοχόη) από το α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. προκάλεσε όχι μόνο τον ενθουσιασμό, αλλά και πολλά ερωτηματικά. Μήπως συνδέεται με την επιστροφή των Μυρίων του Ξενοφώντα; «Είχαμε απορήσει τι δουλειά έχει αυτή η οινοχόη εδώ, καθώς η χρονολόγησή της δεν τη συνδέει με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου. Μετά από μια ενδελεχή μελέτη των πηγών, αρχαίων και νεότερων, βγήκαν στην επιφάνεια πολύ σημαντικές υποθέσεις. Συγκεκριμένα, η περιοχή στην οποία στρατοπέδευσε ο Ξενοφών και οι Μύριοι κατά την επιστροφή τους στην Ελλάδα, που ήταν και το σημείο από το οποίο διέσχισαν τον ποταμό Ζαμπ (Λύκο), είναι πολύ πιθανόν να βρισκόταν πολύ κοντά στο Τελ Μπάκρτα, δηλαδή περίπου 10 με 15 χλμ. μακριά. Συνεπώς, οι μισθοφόροι του Ξενοφώντα μπορεί να πέρασαν από την πόλη για να πάρουν τρόφιμα ή να λεηλατήθηκαν τα υπάρχοντα που άφησαν πίσω τους και έτσι το αγγείο να κατέληξε εκεί. Μένει να συνεχιστεί η έρευνα. Νομίζω ότι θα βρεθούν κι άλλα πολλά ενδιαφέροντα», τονίζει ο κ. Κοπανιάς.

Η τρίτη ερευνητική αποστολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία βαίνει προς την ολοκλήρωσή της, τουλάχιστον ως προς την πρώτη φάση της, αφορά στον τόπο διεξαγωγής της Μάχης των Γαυγαμήλων. «Σύμφωνα με τη μελέτη των πηγών από τον ιστορικό Κ. Ζουμπουλάκη, η μάχη δεν φαίνεται να πραγματοποιήθηκε στην κουρδική περιοχή, αλλά πιθανότατα σε τοποθεσία δυτικά του ποταμού Ζαμπ, στη σημερινή επαρχία της Μοσούλης, όπου και εντοπιζόταν παραδοσιακά από την έρευνα», επισημαίνει.

Η διοργάνωσή του συνεδρίου ήταν μια συμπληρωματική δράση της αρχαιολογικής και ιστορικής έρευνας που πραγματοποιεί το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στην Περιφέρεια Κουρδιστάν του Ιράκ, με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης», του Πανεπιστημίου και παλαιότερα του Υπουργείου Εξωτερικών και του Υπουργείου Πολιτισμού, φορείς οι οποίοι και το στήριξαν, μαζί με τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων Περιφέρειας Κουρδιστάν του Ιράκ, της Πρεσβείας του Ιράκ στην Ελλάδα, του Τμήματος Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Salahaddin στο Ερμπίλ, καθώς και της Επιτροπής Αναβίωσης της Ακρόπολης του Ερμπίλ. Το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε 1-3 Νοεμβρίου 2013 στο υπουργείο Εξωτερικών και στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.