Πόλεις θαμμένες στη σιωπή της τέφρας, παγωμένες στο χρόνο, με ανεξίτηλα χαραγμένη την επιθανάτια αγωνία ακριβώς τη στιγμή του τέλους τους, με αιώνιους κατοίκους «ριζωμένους» στη θέση τους για χιλιάδες χρόνια… Τότε, που η καταστροφική έκρηξη του Βεζούβιου έσβησε από το χάρτη την ακμάζουσα, εμπορική Πομπηία και τη μικρότερη γειτόνισσά της, Ηράκλεια.

Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, αναγεννημένες θαρρείς από τις στάχτες τους, θα φιλοξενηθούν μεταξύ 28 Μαρτίου-29 Σεπτεμβρίου 2013 στο Βρετανικό Μουσείο, σ’ ένα αέναο ταξίδι στη ζωή και το θάνατο. Περισσότερα από 250 αρχαιολογικά ευρήματα, κατάλοιπα της ζωής των ανθρώπων, θα ταξιδέψουν για πρώτη φορά εκτός Ιταλίας, μεταφέροντας στον επισκέπτη εικόνες από την καθημερινή ζωή των δύο πόλεων. Εκμαγεία ανθρώπων, με ορατή ακόμη την αγωνία του θανάτου στα πρόσωπά τους, θα προκαλέσουν συναισθήματα οδύνης για την τύχη όσων παγιδεύτηκαν στα σπίτια τους. Μία τετραμελής οικογένεια σφιχταγκαλιασμένη στις τελευταίες στιγμές της, ένα σκυλί που μάταια προσπαθεί να σπάσει τα αιώνια δεσμά του, μια παιδική κούνια που ακόμη αιωρείται κόντρα στο χρόνο, ένα παγκάκι στον κήπο, είναι τα τραγικά απομεινάρια της πολύπαθης ιστορίας τους. Περίτεχνα ψηφιδωτά, πολύχρωμες τοιχογραφίες, λεπτομέρειες από οίκους ανοχής συνυπάρχουν με είδη καθημερινής χρήσης, τρισδιάστατα αποτυπώματα των ανθρώπων πίσω στο χρόνο.

Όπως δήλωσε ο επιμελητής του Βρετανικού Μουσείου, Πολ Ρόμπερτς, «οι προηγούμενες εκθέσεις με θέμα την Πομπηία επικεντρώθηκαν στα κτίρια και στους δημόσιους χώρους. Η συγκεκριμένη, με τίτλο “Η ζωή και ο θάνατος στην Πομπηία και την Ηράκλεια”, έχει ως στόχο να δείξει την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων στις επαρχιακές πόλεις, οι οποίοι βρέθηκαν στη μέση μιας “κοινωνικής επανάστασης”. Παράλληλα, θα τονιστούν οι διαφορές ανάμεσα στην πολύβουη, βιομηχανική Πομπηία και την “καλαίσθητη” και “ευγενική” Ηράκλεια».

Το 1860, ο αρχαιολόγος Τζιοβάνι Φιορέλι, εφαρμόζοντας τη μέθοδο της γυψοκονίας, μπόρεσε να πάρει ακριβή εκμαγεία τροφίμων, φυτών, επίπλων και αντικειμένων. Παράλληλα, αφαιρώντας προσεκτικά τα ανθρώπινα οστά από τις κοιλότητες του συμπαγούς ηφαιστειακού πετρώματος, κατάφερε με τη γυψοκονία να αποτυπώσει με μοναδική ακρίβεια τις τελευταίες στιγμές του βίαιου θανάτου τους.

Τον Αύγουστο του 79 π.Χ., η έκρηξη του Βεζούβιου βρήκε απροετοίμαστους τους 20.000 κατοίκους της Πομπηίας και των γειτονικών πόλεων Ηράκλειας, Οπλοντίδος και Σταβίες. Η ασφυκτική ατμόσφαιρα που δημιούργησε η καταιγιστική βροχή της τέφρας με τη συνεχή πτώση της πυρακτωμένης ελαφρόπετρας φυλάκισε περίπου 2.000 ανθρώπους στα σπίτια τους, αφού εξαιτίας της λάβας δεν πρόλαβαν να διαφύγουν στη θάλασσα. Η Πομπηία και οι άλλες πόλεις έσβησαν τελείως από το χάρτη, καλυμμένες κάτω από τέφρα πάχους 6 μέτρων. Γρήγορα πέρασαν στη λήθη, πριν ανακαλυφθούν τυχαία, το 1748, από τον αρχιτέκτονα Ντομένικο Φοντάνα, τη στιγμή που προσπαθούσε να διανοίξει σήραγγα στο λόφο Λα Τσιβιτά, προκειμένου να υδροδοτήσει την κωμόπολη Τόρε Ανουντσιάτα (πρώην αρχαία Οπλοντίς).

Εκείνη την αποφράδα ημέρα, ο θάνατος του Ρωμαίου φυσικού, φιλοσόφου και ιστοριογράφου Πλίνιου του Πρεσβύτερου, διοικητή τότε της ναυτικής βάσης του Μισηνού, πέρασε στην Ιστορία μέσα από τα συναισθηματικά φορτισμένα, αλλά ιστορικά ακριβή γράμματα του 18χρονου ανιψιού του, Πλίνιου του Νεότερου, που τον είδε να καταρρέει και να πεθαίνει, «αφού ανέπνευσε δηλητηριώδη αέρια εκπεμφθέντα από το ηφαίστειο». Η εύγλωττη περιγραφή των τελευταίων δραματικών στιγμών των δύο πόλεων, σε δύο επιστολές προς το Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο, συγκλονίζει:

«Λίγες στιγμές αργότερα, αυτό το σύννεφο έπεσε απότομα πάνω στη Γη και κάλυψε τη θάλασσα… Έγινε απότομα νύχτα γύρω μας, η αίσθηση που είχες ήταν ότι βρισκόσουν σ’ ένα ερμητικά κλειστό δωμάτιο και ξαφνικά έσβησε το φως των λυχναριών. Μπορούσες να ακούς τις κραυγές των γυναικών γεμάτες λυγμούς απελπισίας, τα κλάματα των παιδιών και τις κραυγές των ανδρών. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που ο φόβος τούς έκανε να προσεύχονται επιζητώντας το θάνατο». [Πλίνιος ο Νεότερος, «Γράμματα προς τον Τάκιτο» (VΙ 20)].