Τι κοινό έχουν ο αγέρωχος Ηνίοχος των Δελφών, ο εμβληματικός Ποσειδώνας και ο χαριτωμένος Τζόκεϊ του Αρτεμισίου, ο κομψός Έφηβος του Μαραθώνα και η στιβαρή Κυρά της Καλύμνου; Είναι μερικά μόνο από τα ελάχιστα σωζόμενα χάλκινα αρχαία ελληνικά αγάλματα που κατάφεραν να επιβιώσουν από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας.

Είναι μοναδικά, έργα υψηλής τέχνης, τα οποία η Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου ζήτησε να φιλοξενήσει σε μια έκθεση-αφιέρωμα στον χαλκό, που ετοιμάζει για το επόμενο φθινόπωρο. Υπάρχει όμως και ένα ακόμη νήμα που συνδέει τα συγκεκριμένα αριστουργήματα: ανήκουν όλα στην περίφημη λίστα με τα αμετακίνητα έργα τέχνης που έχει καταρτίσει το υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΥΠΑΙΘΠΑ).

Άμεση ήταν η επίσημη αντίδραση, που δεν επέτρεψε τον δανεισμό των κορυφαίων έργων τέχνης στους Βρετανούς και τους αντιπρότεινε σημαντικά μεν, αλλά πιο μικρά σε μέγεθος αντικείμενα των οποίων η μεταφορά είναι ευκολότερη. Οι διοργανωτές επέμειναν στο αρχικό αίτημά τους – δεν έχουν αποβάλει όπως φαίνεται την αποικιοκρατική τακτική τους – με αποτέλεσμα να φύγουν με άδεια χέρια.

Κι αν η επιμονή τους αποτελεί πρόκληση, δύσκολα μπορεί κάποιος να τους μεμφθεί για το αρχικό αίτημά τους. Διότι αν και πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί για την περιβόητη λίστα με τις αμετακίνητες αρχαιότητες που διαθέτει το αρμόδιο ελληνικό υπουργείο, ουδέποτε αυτή η λίστα πήρε έγκριση από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, ουδέποτε επικυρώθηκε με υπουργική σφραγίδα και βεβαίως ουδέποτε αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα τού έως πρόσφατα ανεξάρτητου υπουργείου Πολιτισμού, ώστε να γνωρίζουν τα ξένα μουσεία και οι διοργανωτές εκθέσεων τι προτίθεται η Ελλάδα να τους δανείσει και τι όχι.

«Είναι μια εκκρεμότητα που έπρεπε να έχει τακτοποιηθεί, αλλά υπήρχαν πάντα άλλες προτεραιότητες», λέει στα «ΝΕΑ» έμπειρο στέλεχος του ΥΠΑΙΘΠΑ. «Πρέπει να καταρτιστεί προσεκτικά και όχι υπό πίεση, αλλά η αλήθεια είναι πως οι κατά καιρούς ηγεσίες το έχουν αποφύγει ώστε να μη φαίνεται το υπουργείο ανακόλουθο».

Η πρώτη κρούση – από συστάσεως της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας! – στις αρμόδιες υπηρεσίες για την κατάρτιση της λίστας έγινε το 1999. Οι εφορείες αρχαιοτήτων κατέγραψαν όσες αρχαιότητες θεωρούσαν πως δεν θα έπρεπε να μετακινηθούν βάσει κριτηρίων που τους τέθηκαν από το υπουργείο, δηλαδή την ιστορική σημασία κάθε αντικειμένου, τη μοναδικότητά του, τον ρόλο του στο μουσείο όπου φιλοξενείται (αν πρόκειται για εμβληματικό έργο) και την κατάσταση διατήρησής του.

Οκτώ χρόνια αργότερα – το 2007 – το θέμα του επίμαχου καταλόγου ήρθε και πάλι στο προσκήνιο όταν το Μουσείο του Λούβρου ζητούσε επιμόνως τον χάλκινο Έφηβο του Μαραθώνος για την έκθεση-αφιέρωμα στον Πραξιτέλη. Αίτημα που έφτασε να πάρει μεγάλες διαστάσεις στον γαλλικό κυρίως Τύπο, καθώς το μουσείο είχε τυπώσει διαφημιστικές αφίσες με το επίμαχο άγαλμα, χωρίς η Ελλάδα να έχει σκεφτεί καν να εκδώσει διαβατήριο για το έργο που σχετίζεται με τη σχολή του σπουδαίου Αθηναίου δημιουργού.

Οταν το θέμα έφτασε να συζητείται σε επίπεδο υπουργών, ο Γιώργος Βουλγαράκης τότε επικαλέστηκε το άλλοθι της λίστας των αμετακίνητων. Και ναι μεν ο Έφηβος θα ήταν εκ των ων ουκ άνευ στον κατάλογο, αλλά διαπιστώθηκε για ακόμη μία φορά πως δεν ήταν ούτε επίσημος, ούτε αυστηρά κλειστός.

Αποτέλεσμα; Πέρα από κάποιες πολύ προφανείς περιπτώσεις, όπως τα κορυφαία χάλκινα αγάλματα που ζήτησε η Βασιλική Ακαδημία Τεχνών ή το Μουσείο του Λούβρου, τα «αμετακίνητα» να μπαινοβγαίνουν στη λίστα ανάλογα με το ποιος, πού και πότε τα ζητάει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που έδωσε πράσινο φως σε 18 αρχαιότητες να ταξιδέψουν στην Κίνα λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008. Αρχαιότητες που μέχρι και έναν μήνα πριν από την τελική έγκριση βρίσκονταν στον κατάλογο των αμετακίνητων και για τον λόγο αυτόν είχε προταθεί η αντικατάστασή τους με άλλα. Τελικώς όμως μια ξαφνική επικαιροποίηση του καταλόγου, σύμφωνα με τον τότε διευθυντή του ΕΑΜ Νίκο Καλτσά, επέτρεψε τη μετακίνησή τους.

Ενα χάλκινο σύμπλεγμα παλαιστών μάλιστα που ταξίδεψε από το ΕΑΜ στο Capital Museum του Πεκίνου είχε προ καιρού ζητηθεί από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Καθώς βρισκόταν όμως στη λίστα με τα αμετακίνητα δεν δόθηκε τότε στο αθηναϊκό μουσείο. Η απόφαση να πάει ώς την Κίνα προκάλεσε την εύλογη απορία του διευθυντή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, Νίκου Σταμπολίδη: «Φαίνεται όταν ζητήσαμε εμείς τους παλαιστές είχε τρικυμία ανάμεσα στην Πατησίων και τη Βασιλίσσης Σοφίας».

3.000 αμετακίνητα

Ουδείς σήμερα μπορεί να πει με ακρίβεια πόσες αρχαιότητες έχουν ενταχθεί στον κατάλογο με τα αμετακίνητα έργα αρχαίας τέχνης, αλλά στελέχη του ΥΠΑΙΘΠΑ εκτιμούν ότι υπερβαίνουν τις 3.000. Για ποιον λόγο όμως δεν έχει ώς τώρα επισημοποιηθεί και ανακοινωθεί δημοσίως;

«Η λίστα είναι δίκοπο μαχαίρι», εκτιμά έτερο υψηλόβαθμο στέλεχος του ΥΠΑΙΘΠΑ. «Ναι μεν δεν πρέπει να μετακινούνται τα πολύ μεγάλα έργα, τα εύθραυστα ή εκείνα που βρίσκονται σε κακή κατάσταση συντήρησης, υπάρχουν όμως κάποια αντικείμενα που αν και βρίσκονται στη λίστα θα έπρεπε να μετακινηθούν για να παρουσιαστούν σε μια μεγάλη έκθεση που θα είχε ιδιαίτερη σημασία για την επιστημονική κοινότητα. Λίστα θα πρέπει να υπάρχει, αλλά να λειτουργεί κατά περίπτωση», επισημαίνει η ίδια πηγή και τονίζει ότι υπάρχουν περιπτώσεις που αρχαιότητες μπορεί να βγουν από τον κατάλογο αν στο μεταξύ συντηρηθούν.

«Πώς κάνετε έτσι; Μάρμαρο είναι;»

Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που ασκεί βέτο στη μετακίνηση ορισμένων αρχαιοτήτων της. Στην Ιταλία υπάρχει αντίστοιχος κατάλογος που μόνο στην περιοχή της Σικελίας αριθμεί 21 κομμάτια. Η πρόσφατη καταστρατήγησή του όμως έχει προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων στον αρχαιολογικό κόσμο της Ιταλίας, αλλά και στον Τύπο.

«Θύμα» έπεσε ο περίφημος Ηνίοχος της Μοτύης, ένα από τα ωραιότερα, αλλά και αινιγματικότερα αρχαία αγάλματα, για τον οποίο έχει προκληθεί σάλος καθώς εγκατέλειψε την Ιταλία για να περιοδεύσει στη Βρετανία ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων στο Βρετανικό Μουσείο και συγκεκριμένα στην αίθουσα με τα Γλυπτά του Παρθενώνα και εν συνεχεία στο Μαλιμπού και το Οχάιο, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στην έδρα του – το Μουσείο Giuseppe Whitaker στη Μοτύη – το 2014. Το άγαλμα που χρονολογείται στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. και ανακαλύφθηκε το 1979 στη Μοτύη, ένα νησάκι δυτικά της Σικελίας, είχε ταξιδέψει το 2004 και στην Αθήνα. Τέσσερα χρόνια αργότερα όμως ένας από τους κορυφαίους ειδικούς στη συντήρηση μαρμάρου, ο Γκι Ντεβρό, υπέγραφε έκθεση σύμφωνα με την οποία ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στη μετακίνηση του αγάλματος, για το οποίο οι αρχαιολόγοι εξακολουθούν να ερίζουν αν αναπαριστά ηνίοχο, ηθοποιό ή ηγεμόνα.

«Το άγαλμα του Νέου της Μοτύης δεν πρέπει αναμφίβολα να μεταφερθεί σε άλλη θέση διότι κάτι τέτοιο θα το έθετε σε κίνδυνο, προκαλώντας του προβλήματα μη αναστρέψιμα», αναφέρεται στην έκθεση που αποκάλυψε το ιταλικό περιοδικό «Λ’ Εσπρέσο». Οι υπεύθυνοι του μουσείου υποστηρίζουν ότι το άγαλμα ταξίδεψε στο Λονδίνο διά στεριάς και θαλάσσης και όχι αεροπορικώς, γεγονός που θα επιβάρυνε, όπως υποστηρίζουν οι συντηρητές, την κατάστασή του.

«Μα το μάρμαρο είναι πέτρα» λέει ο προϊστάμενος της διεύθυνσης καλών τεχνών της Ιταλίας Τζεσουάλντο Κάμπο. «Είναι πολύ πιο συμπαγές από ορισμένους πίνακες ζωγραφικής που ταξιδεύουν με αεροπλάνο», συνεχίζει, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την κατάσταση και επικαλείται πρωτόκολλο συνεργασίας που έχει υπογραφεί με το Μουσείο Γκετί στο Μαλιμπού, αν και δεν υπάρχει πουθενά δέσμευση ότι πρέπει να ταξιδέψει το συγκεκριμένο έργο τέχνης.