Η ανασκαφή δεν είναι πάντοτε μια απλή διαδικασία αφαίρεσης χώματος αλλά πρέπει να γίνει προσεκτικά έτσι ώστε να επισημαίνονται οτιδήποτε υπάρχει καθώς και κάθε ανασκαφικό στρώμα. Εργαζόμενος ο αρχαιολόγος με τρόπο συστηματικό, έτσι ώστε να δίνεται προσοχή στο πώς έχει μεταβληθεί το έδαφος, μπορεί να εκμαιεύσει νέες λεπτομέρειες για σύνδετες διαδικασίες όπως π.χ. εκείνη της ταφής.

Μυκηναϊκοί θαλαμοειδείς τάφοι

Μια νέα έρευνα από τον γεωλόγο Π. Καρκάνα και άλλους (2012) υιοθετεί μια γεωαρχαιολογική προσέγγιση της ανασκαφής με σκοπό να καταλήξει σε περισσότερες και ποικίλες ερμηνείες της χρήσης και της επανάχρησης των μυκηναϊκών θαλαμοειδών τάφων. Οι επιστήμονες επιχειρηματολογούν ότι η προσέγγιση αυτή «θα δώσει λεπτομέρειες για τη διαδικασία της κατάχωσης αλλά και του ξανανοίγματος των τάφων και (θα βοηθήσει) να ταυτοποιήσουμε την τοποθεσία, τον αριθμό και την κλίση των διαδοχικών ανοιγμάτων».

Από το 1400 μέχρι το 1060 π.Χ., θαλαμοειδείς τάφοι βρίσκονται στην περιοχή του Αιγαίου ενώ διακρίνονται από τρεις βασικές λεπτομέρειες: α. τον θάλαμο, β. την είσοδο του θαλάμου και γ. τον διάδρομο εισόδου. Παραδοσιακά δημιουργούνται σε πλαγιές λόφων με τον διάδρομο να κλίνει κατωφερικά προς τον θάλαμο. Οι τάφοι συνήθως περιλαμβάνουν περισσότερες από μία ταφές καθώς και ταφικά και νεκρικά κτερίσματα. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν ακόμη ερωτήματα σχετικά με της διαδικασία ταφής, οι απαντήσεις των οποίων είναι μάλλον αποκαλυπτικές.

Είναι γνωστό ότι οι θαλαμοειδείς τάφοι ανοίγονταν ξανά για επιμνημόσυνες τελετές αλλά και επιπλέον ταφές. Είναι όμως άγνωστο το πώς η διαδικασία αυτή συνδέεται με αυτά που βρίσκονται στους τάφους.

Μικρο-στρωματογραφική ανασκαφή

Ο Καρκάνας εφαρμόζει τόσο τη μακροστρωματογραφία όσο και τη μικροστρωματογραφία προκειμένου να ερμηνεύσει καλύτερα το άνοιγμα των θαλαμοειδών τάφων ξανά και ξανά. Εφάρμοσε τη μεθοδολογία του σε έξι μυκηναϊκούς τάφους, έξι από τους οποίους βρίσκονται στη νεκρόπολη της Αγίας Σωτήρας (Νεμέας) και ένας στη θέση Μπαρναβός (επίσης στη Νεμέα), έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα μοντέλο διαδικασιών δημιουργίας θέσεων και τελικά να ερμηνευτούν τα επεισόδια της ταφικής δραστηριότητας.

Καθώς το έδαφος ήταν παρόμοιας σύνθεσης -λόγω αλλεπάλληλων «επεισοδίων» κατάχωσης- οι αρχαιολόγοι ανέσκαψαν τμήματα σε διαφορετικά επίπεδα, αφήνοντας ένα μοναδικό τμήμα του εδάφους ανέγγιχτο (από την άκρη μέχρι τη μέση του) για να διατηρήσουν τη στρωματογραφία. Mελετώντας τους αποχρωματισμούς ανάμεσα στα στρώματα προσπάθησαν να καθορίσουν κατά πόσο αυτά αντιπροσώπευαν διαφορετικά «επεισόδια» κατάχωσης. Αν και δεν ήταν ικανοί να συνδέσουν συγκεκριμένα επεισόδια ταφής με αντικείμενα ή στρώματα εδάφους, μπόρεσαν ωστόσο να καταγράψουν τη διαδικασία ανοίγματος και κατάχωσης.

Η νέα μέθοδος είναι το πρώτο βήμα στην ανάπτυξη μιας πιο σύνθετης προσέγγισης στην ανασκαφή, που μπορεί να αποκαλύψει πολλά σε αρκετές ταφικές θέσεις.