«Η Μόνα Λίζα μοιάζει λες και ποζάρει από τον τάφο. Είναι ένα έργο τέχνης που εξαφανίζεται μέρα με τη μέρα. Η ασθένειά της δε διαρκώς επιδεινώνεται» λέει ο προϊστάμενος του τμήματος ιταλικής ζωγραφικής του 16ου αιώνα στο Μουσείο του Λούβρου Βινσέν Ντελουβάν.

«Ο κόσμος βλέπει τη δίδυμη αδελφή της (σ.σ. σύγχρονο αντίγραφο της Μόνα Λίζα που συντηρήθηκε πρόσφατα και ανήκει στο Πράδο αλλά αυτή την εποχή εκτίθεται στο Λούβρο) και μένει με το στόμα ανοικτό. Εκείνη την ώρα συνειδητοποιούν οι επισκέπτες πόσο λαμπερό μπορεί να είναι το πρωτότυπο κάτω από τα πολλά στρώματα των βερνικιών και της σκόνης που το καλύπτουν και τα οποία προστέθηκαν στην επιφάνειά του με το πέρασμα των αιώνων».

Η γυναίκα με το μυστηριώδες χαμόγελο και την ακόμη πιο μυστηριώδη ταυτότητα —για την οποία έχουν διατυπωθεί αναρίθμητες θεωρίες— έχει μια μεγάλη ουλή στο κεφάλι της που οφείλεται στο γεγονός ότι έχει σκάσει το βερνίκι. Επίσης υπάρχουν σημεία, κυρίως στο βάθος του πίνακα, που δεν διακρίνονται και κάποια ακόμη σε μια πενταετία δεν θα είναι πλέον ορατά.

«Έχουμε δύο επιλογές: ή θα δεχτούμε πως κάποια στιγμή θα έχουμε ενώπιόν μας έναν μαύρο πίνακα ή θα πρέπει να επέμβουμε. Τα βερνίκια έχουν εξαφανίσει την τρίτη διάσταση που θέλησε να δώσει ο Λεονάρντο. Το βάθος του έργου έχει καταστεί αόρατο. Ήδη η εξέταση που έγινε το 2009 έδειξε πως η Μόνα Λίζα έχει εμφανή συμπτώματα κούρασης», υποστηρίζει ο 35χρονος ειδικός στο έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Πάντως τίποτα προς το παρόν δεν δείχνει ότι το Μουσείο του Λούβρου θα μεταφέρει στα εργαστήρια συντήρησης τον πίνακα που δέχεται τουλάχιστον 20.000 επισκέπτες ημερησίως και που σε αναγνωρισιμότητα και σε αναπαραγωγές μόνο η εικόνα του Τσε Γκεβάρα μπορεί να τον συναγωνιστεί. Διότι εκτός από τους εμπορικούς λόγους —σε εποχή κρίσης ποιος θα απέσυρε το πλέον περιζήτητο έργο του;— η συζήτηση γύρω από τη συντήρηση ή όχι του συγκεκριμένου έργου του Λεονάρντο ντα Βίντσι παραμένει ανοικτή, με έντονη διάθεση αντιπαράθεσης τόσο από τους υπέρμαχους του καθαρισμού του όσο και από όσους βλέπουν αρνητικά μια τέτοια κίνηση.

«Είναι αλήθεια πως υπάρχουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις» λέει ο Βινσέν Ντελουβάν. Αρκεί όμως να ρίξει κάποιος μια ματιά στη Μόνα Λίζα για να έχει άποψη. «Ο πίνακας είναι γκρι. Δεν έχει χρώματα. Δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα το έργο που βγήκε από το χέρι του Λεονάρντο. Είναι γεμάτο ζωή. Εμείς όμως βλέπουμε το πορτρέτο μιας νεκρής. Στις δειγματοληψίες που έχουμε κάνει σε σημεία που δεν φέρουν έντονη φθορά έχουμε εντοπίσει τα εκπληκτικά χρώματα του Λεονάρντο: το γαλάζιο του ουρανού, το κόκκινο… Για να καταλάβετε τι λέω δεν έχετε παρά να δείτε τον πίνακα “Η Αγία Άννα, η Παρθένος και το Θείο Βρέφος”. Διακρίνεται η λαμπερή παλέτα του Λεονάρντο. Δεν μοιάζει σαν να πάσχουν οι μορφές από ηπατίτιδα», εξηγεί ο ειδικός σε συνέντευξή του στην ισπανική εφημερίδα «El Pais».

Οι εχθροί της συντήρησης της Μόνα Λίζα επισημαίνουν ότι ελάχιστοι γνωρίζουν τον ζωγράφο της «Αγίας Άννας», ενώ ελάχιστοι πάνω στον πλανήτη είναι εκείνοι που αδυνατούν να συνδέσουν το πορτρέτο της Τζοκόντας με τον κορυφαίο και πολυπράγμoνα δημιουργό της Αναγέννησης.

Προσωρινά το Μουσείο του Λούβρου επιχειρεί να «ξεγελάσει» τους επισκέπτες και προσπαθεί να καλύψει το πρόβλημα μέσω του φωτισμού. Η Μόνα Λίζα είναι το μοναδικό έργο του γαλλικού μουσείου που έχει ειδικό φωτισμό, ο οποίος επιχειρεί να αντισταθμίσει τα σκούρα χρώματα των βερνικιών. Αν δεν υπήρχε αυτό το τρικ θα φαινόταν ακόμη πιο σκοτεινή.

Οι επισκέπτες από την πλευρά τους —χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις στην πλειονότητά τους— θεωρούν τις αλλοιώσεις που έχουν προκαλέσει τα βερνίκια ως το περίφημο σφουμάτο — την τεχνική που καθιέρωσε ο Λεονάρντο και κάνει τις μορφές να μοιάζουν ότι αναδύονται μέσα από ένα ομιχλώδες περιβάλλον, γεγονός που τους προσδίδει μυστήριο.

«Αφαιρούμε βερνίκι σαν να κόβουμε σαλάμι»

Ο ειδικός του Λούβρου Βινσέν Ντελουβάν υποστηρίζει πως το έδαφος από τεχνολογικής πλευράς είναι ώριμο. Η εμπειρία από την «Αγία Άννα» επιτρέπει να ακουμπήσει το χέρι των συντηρητών και τη «Μόνα Λίζα» καθώς η μέθοδος έχει ήδη δοκιμαστεί και θεωρείται πολύ ασφαλής.

«Με τη βοήθεια μιας ακτίνας μετράμε το βάθος του κάθε στρώματος βερνικιού και κινούμαστε με απόλυτα μαθηματικό τρόπο, με ακρίβεια χιλιοστού. Δεν αφαιρούμε όλες τις στρώσεις, αλλά μία μία — σαν να κόβουμε σαλάμι. Και σταματάμε εκεί που είναι απαραίτητο για να αναδειχθεί το έργο, χωρίς να αγγιχθεί η ζωγραφική επιφάνεια, ενώ διατηρείται και η πατίνα του χρόνου».