Ένα παράξενο πήλινο σκεύος. Μικρών διαστάσεων, σφαιρικού σχήματος  και κλειστό. Βρέθηκε στις ανασκαφές της αρχαίας πόλης Μεγιδδώ (Megiddo) της πεδιάδας Γεσρεέλ του Ισραήλ από αρχαιολόγους του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, το 2010. Χρειάστηκε κάτι περισσότερο για να αποκαλυφθεί το μυστικό που έκρυβε το ταπεινό αγγείο.

Παρά την έκπληξη των αρχαιολόγων, το μικροσκοπικό σκυφοειδές είχε στο εσωτερικό του ένα μικρότερο αγγείο παρόμοιου σχήματος. Και αυτό ένα άλλο! Φραγμένο από τη σκόνη όπως ήταν, το τρίτο αγγείο στάλθηκε για μοριακή ανάλυση του περιεχομένου του σε εργαστήριο. Κι εκεί έγινε η τελική αποκάλυψη.

Μια σειρά πολύτιμων αντικειμένων από χρυσό και ημιπολύτιμους λίθους κρύβονταν – τυλιγμένα σε ύφασμα, κατάλοιπα του οποίου επιβίωναν ακόμη –  για 3.100 χρόνια στο μικρό αγγείο. Μεταξύ τους εννέα μεγάλα σκουλαρίκια κι ένας σφραγιστικός δακτύλιος, όλα χρυσά και 1.000 μικροσκοπικές χάντρες από χρυσό, ασήμι και κορναλίνη. Ένα από τα σκουλαρίκια είναι μοναδικό στο είδος του, με το καλαθόσχημο κόσμημά του, στο  εσωτερικό του οποίου παριστάνονται μια στρουθοκάμηλος και οκτώ αιγοειδή!

Το αγγείο με το πολύτιμο περιεχόμενο βρέθηκε πολύ κοντά στο σημείο εύρεσης των Ελεφαντοστών της Μεγιδδώ, των διασημότερων μέχρι σήμερα ευρημάτων από τη θέση. Οι αρχαιολόγοι, με επικεφαλής τον Israel Finkelstein  και τον Eric Cline  (του George Washington University, ΗΠΑ), θεωρούν ότι η συλλογή χρονολογείται στο 1100 π.Χ. Την Ύστερη Χαλκοκρατία, η Μεγιδδώ ήταν μια χαναανίτικη πόλη κάτω από αιγυπτιακό έλεγχο. Οι Αιγύπτιοι αποτραβήχτηκαν το 1130 π.Χ. περίπου, και μετά από λίγο η Μεγιδδώ καταστράφηκε, αν και αναπτύχθηκε ξανά αργότερα. Αν η χρονολόγηση του θησαυρού είναι σωστή, το εύρημα αποτελεί ένδειξη της αναγέννησης της πόλης σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την πρώτη της καταστροφή.

Ακόμα όμως υπάρχουν ερωτήματα. Γιατί τα κοσμήματα βρέθηκαν εκεί που βρέθηκαν; Γιατί κρύφτηκαν αλλά δεν ασφαλίστηκαν σε βαθύτερο λάκκο; Γιατί εκείνοι που τα έκρυψαν δεν επέστρεψαν να τα πάρουν;

Η έρευνα συνεχίζεται με περισσότερες αναλύσεις, μεταξύ των οποίων η ραδιοχρονολόγηση του υφάσματος όπου ήταν τυλιγμένα τα πολύτιμα αντικείμενα, με ζητούμενα τη χρονολόγηση του ευρήματος αλλά και τον προσδιορισμό του τόπου εξόρυξης του αργύρου της συλλογής.