Μια μέρα πριν από 2.300 χρόνια, κι ενώ δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένα μικρό εμπορικό πλοίο φορτωμένο κρασί και αμφορείς γεμάτους αμύγδαλα έπλεε έξω από το λιμάνι της Κερύνειας στις βόρειες ακτές της Κύπρου. Σχετικά με τους ναύτες του πλοίου ελάχιστα γνωρίζουμε, όπως για παράδειγμα ότι είχαν κατεβάσει τα πανιά, πιθανότατα εν όψει μιας θύελλας. Δεν ξέρουμε εάν το πλοίο είχε προορισμό του την Κερύνεια, ή αν είχε μόλις αναχωρήσει από το λιμάνι. Ίσως και απλά να περνούσε από εκεί. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι ναυάγησε και βρέθηκε στο βυθό της Μεσογείου, 30 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, όπου και παρέμεινε για 23 ολόκληρους αιώνες ώσπου να το εντοπίσει ένας Κυπριώτης σφουγγαράς.

Μετά την ανέλκυσή του από τον πυθμένα της θάλασσας, που ολοκληρώθηκε το 1969, και ως σήμερα, το Ναυάγιο της Κερύνειας και το φορτίο του, περισσότεροι από 400 αμφορείς, έχει στέγη του το Κάστρο της Κερύνειας. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα και καλύτερα σωζόμενα δείγματα αρχαίας ναυπηγικής και ότι το φορτίο του αποτελεί μοναδική πηγή πληροφοριών σχετικά με το εμπόριο της κλασικής αρχαιότητας, το ναυάγιο και τα κειμήλιά του αντιμετωπίζουν σήμερα τον κίνδυνο ανεπανόρθωτων φθορών λόγω έλλειψης οποιασδήποτε μέριμνας τόσο για το πλοίο όσο και για το κάστρο.

«Το πρόβλημα που διαπιστώνουμε σε αυτόν το χώρο [όπου στεγάζεται το ναυάγιο] είναι ότι δεν πρόκειται για μουσείο» λέει ο Δρ Matthew Harpster, επικεφαλής του Προγράμματος Αποκατάστασης της Συλλογής του Ναυαγίου της Κερύνειας, το οποίο έχει στόχο όχι μόνο να προστατευθεί η συλλογή αλλά και να της δοθεί μια νέα πνοή ζωής.

«Αρχικά αυτό ήταν κάστρο σταυροφόρων» λέει ο Harpster δείχνοντας ίχνη υγρασίας στους τοίχους και ρωγμές στη στέγη, η οποία έχει ηλικία 400 ετών. «Οι τελευταίες οικοδομικές εργασίες έγιναν τον 16ο και 17ο αιώνα πάνω στα βυζαντινά θεμέλια» προσθέτει.

Από το ένα και μοναδικό κλιματιστικό που δουλεύει ξεχασμένο σε μια γωνιά του δωματίου είναι προφανές ότι το ναυάγιο χρειάζεται καλύτερες συνθήκες ελέγχου της θερμοκρασίας. Ο Harpster εξηγεί ότι η υδατοστεγής επιφάνεια της στέγης έχει διαβρωθεί και ότι ο τοίχος της πίσω πλευράς του κάστρου υποχωρεί σταδιακά. Στο ξύλινο σκαρί του πλοίου υπάρχει ένα παχύ στρώμα σκόνης.

Σε απόσταση μόλις μισής ώρας από το κάστρο, στη Λευκωσία, ο Γλαύκος Καριόλου κάθεται στο γραφείο του που φέρει πινακίδα με το σήμα του Δήμου της Κερύνειας. Παρότι επισήμως δήμαρχος της Κερύνειας, ο Καριόλου δεν έχει πάει στην πόλη την οποία εκλέχτηκε να διευθύνει (εκτός από μια σύντομη επίσκεψή του δέκα χρόνια πριν με ένα γερμανικό τηλεοπτικό συνεργείο) από την τουρκική εισβολή του 1974 και έπειτα. Ο πατέρας του, Ανδρέας Καριόλου ήταν ο σφουγγαράς που βρήκε το ναυάγιο το 1965, και ο δεκαεξάχρονος τότε γιος του είχε την αξιοζήλευτη ευκαιρία να ακολουθήσει τον πατέρα του στην κατάδυση και την ανακάλυψή του.

Ήταν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από την ακτή. Χρειάστηκε δύο χρόνια και 200 καταδύσεις για να εντοπίσει ξανά το ναυάγιο ο Ανδρέας Καριόλου, ο οποίος την πρώτη φορά έφυγε εσπευσμένα από το σημείο καθώς κινδύνευσε να χάσει τη βάρκα του. Ο μικρός Καριόλου τράβηξε τις πρώτες φωτογραφίες του ναυαγίου.

Τον πρώτο αμφορέα που ανέσυρε ο Καριόλου τον έδειξε σε έναν στενό του φίλο και αρχιτέκτονα. Εκείνος εντυπωσιάστηκε και τον έφερε σε επαφή με τον Πρόεδρο Μακάριο. Ο Μακάριος ειδοποίησε το Τμήμα Αρχαιοτήτων, το οποίο με τη σειρά του κάλεσε έναν επιφανή αρχαιολόγο ενάλιων αρχαιοτήτων από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, τον Michael Katzef. Η ανέλκυση του ναυαγίου δρομολογήθηκε και ολοκληρώθηκε έναν περίπου χρόνο μετά.

Ακολούθησε η συναρμολόγηση του πλοίου, σε ένα χώρο μέσα στο Κάστρο της Κερύνειας. Το ενδιαφέρον που προσέλκυσε η Κύπρος μετά την ανακάλυψη ενός τόσο καλοδιατηρημένου πλοίου του 4ου αιώνα π.Χ. είχε ως επακόλουθο τη συρροή αρχαιολόγων στο νησί που ήλπιζαν σε παρόμοιες ανακαλύψεις.

«Το 1972, το Ινστιτούτο Ναυτικής Αρχαιολογίας ιδρύθηκε εδώ στη Λευκωσία, για τον πολύ απλό λόγο ότι η Κύπρος ήταν το καταλληλότερο μέρος όπου μπορούσε να βρεθεί ένας αρχαιολόγος [ενάλιων αρχαιοτήτων]», σημειώνει ο Harpster.

Δυστυχώς, αυτή η περίοδος ευφορίας για τους αρχαιολόγους έληξε το 1974, με την τουρκική εισβολή. Λίγοι αρχαιολόγοι παρέμειναν στην Κερύνεια, αφήνοντας το ναυάγιο σε μια «περίεργη κατάσταση», όπως το θέτει ευγενικά ο Harpster.

«Πολλά μέλη της ομάδας του Katzef έμειναν ως τα τέλη του 1975, καταγράφοντας και καταλογογραφώντας ό,τι μπορούσαν, αλλά τα γεγονότα του 1974 και η πολιτική στασιμότητα που ακολούθησε και εξακολουθεί έως σήμερα, είχαν ως συνέπεια οι διεθνείς ειδικοί να έχουν εξαιρετικά περιορισμένη πρόσβαση στο υλικό αυτό» σύμφωνα με τον Harpster.

Αυτό εξηγεί και την κατάσταση παραμέλησης στην οποία βρίσκεται το ναυάγιο σήμερα.

«Πολλές από τις εργασίες αποκατάστασης αυτού του δωματίου και των αιθουσών έγιναν για αυτό ακριβώς το έκθεμα. Όμως αυτό σημαίνει ό,τι όλα εδώ μέσα είναι έτσι από το 1969» προσθέτει.

Όσο για τον Καριόλου, παρόλο που βρέθηκε ως εκτοπισμένος στο νότιο τμήμα του νησιού, και επομένως μακριά από το ναυάγιο, δεν σταμάτησε την έρευνά του. Μεταξύ άλλων, πραγματοποίησε δύο θαλάσσια ταξίδια από την Ελλάδα στην Κύπρο, το 1987 και το 2004, επιβαίνοντας σε δύο ακριβή αντίγραφα του πλοίου της Κερύνειας. Τα αντίγραφα είχε σχεδιάσει ο φίλος του Katzef και άλλοι στην Αθήνα.

«Από αρχαιολογική άποψη, κανένας ποτέ δεν είχε πλεύσει με τέτοιο πλοίο. Δεν ξέραμε πώς να χειριστούμε το ιστίο (…), δεν ξέραμε τις δυνατότητες αυτού του πλοίου» λέει ο Καριόλου. Συνέχισαν όμως τις προσπάθειές τους και ο ίδιος μαζί με το πλήρωμα κατόρθωσαν να ανακαλύψουν πολλές από τις αρχαίες τεχνικές ναυσιπλοΐας.

Παρ’ όλα αυτά, το πλοίο κινδυνεύει αυτή τη στιγμή από μια οροφή που στάζει νερό και από την έλλειψη κλιματιστικών. «Όποιο βιβλίο ναυτικής αρχαιολογίας κι αν ανοίξετε θα βρείτε εκτενείς αναφορές στο ναυάγιο της Κερύνειας και τα αντίγραφά του», λέει ο Harpster.

Παρόλο που αναγνωρίζει τις καλές προθέσεις του προσωπικού του Κάστρου της Κερύνειας, ο αρχαιολόγος δεν παύει να ανησυχεί για την έλλειψη πόρων που διατίθενται για αυτό.

«Είχαμε μια ομάδα που ερχόταν εδώ κάθε έξι μήνες και καθάριζε το πλοίο. Όμως, αυτή η διαδικασία καθαρισμού στην ουσία καταστρέφει την επιφάνεια του ξύλου. Άρα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο ώστε να πάψει να πέφτει σκόνη [από την οροφή], κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο επισκευάζοντας τη στέγη του κάστρου».

Για να ξεκινήσουν εργασίες αποκατάστασης της αίθουσας και των εκθεμάτων, ο Harpster χρειάζεται περίπου μισό εκατομμύριο ευρώ. Στη συνέχεια, θα χρειαστούν και άλλα χρήματα προκειμένου να διατηρηθεί το εύρημα. Όμως, εάν το ναυάγιο και το φορτίο του ήταν σε καλύτερη κατάσταση και τύγχαναν καλύτερης προβολής, θα αυξανόταν και ο αριθμός των επισκεπτών του.

Ο Καριόλου έχει κάθε διάθεση να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να σωθεί το ναυάγιο, όμως εκείνο που τον σταματά είναι ότι θα πρέπει να συνδιαλλαγεί με τις δυνάμεις κατοχής, που κατά τη δική του άποψη έκλεψαν το πλοίο του πατέρα του. Ίσως μπορέσει να κάνει κάτι ο Αμερικανός επιστήμονας, λέει αναφερόμενος στον Harpster…