Το κυνήγι των κλεμμένων αρχαιοτήτων δεν είναι πλέον δουλειά του Ιντιάνα Τζόουνς, αλλά σκληρών διαπραγματεύσεων. Το σκηνικό δεν περιλαμβάνει τραπεζικές θυρίδες και αναζητήσεις στην έρημο ή στη ζούγκλα, αλλά γραφεία με νομικούς συμβούλους κρατών και διευθυντές μεγάλων μουσείων σε Ευρώπη και Αμερική.

Ο επαναπατρισμός όλο και περισσότερων αρχαιοτήτων έχει αρχίσει να αναδεικνύεται ως η τάση της εποχής. Και μια ματιά στο ημερολόγιο των σημαντικότερων επιστροφών που έγιναν μέσα στο 2011 είναι αρκετή για να χαρακτηριστεί, όπως υποστηρίζουν κάποιοι τουλάχιστον ως η χρονιά των επαναπατρισμών.

Χρονικό

–  Μάρτιος 2011. Από τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής πλαστικής, το υπερμέγεθες άγαλμα Αφροδίτης Μοργκαντίνα επιστρέφει από το Μουσείο Γκετί του Λος Αντζελες στην πατρίδα της, στη Μοργκαντίνα, κοντά στην Αηδόνα Σικελίας, με ειδική πτήση. Το έργο είχε αγοραστεί το 1998 για 18 εκατ. δολάρια.

–  Ιούλιος 2011. Η Σφίγγα της Χατούσα, ένα γλυπτό ηλικίας 3.500 ετών, βρισκόταν από το 1915 στη Γερμανία και επιστράφηκε στην Τουρκία από το Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο. Το εντυπωσιακό γλυπτό κοσμούσε τη δεξιά πλευρά της επιβλητικής Πύλης των Λεόντων στη Χατούσα, την πρωτεύουσα των Χετταίων και ενός από τους μεγαλύτερους οικισμούς της Εποχής του Χαλκού. Το Βερολίνο αν και επέστρεψε την Σφίγγα έσπευσε να διευκρινίσει πως η κίνησή του δεν σημαίνει πως θα επαναληφθεί και προς άλλους διεκδικητές.

–  Σεπτέμβριος 2011. Ενα ημερολόγιο θυσιών και εορτών, από τα ελάχιστα που έχουν βρεθεί στην Αττική, και δυο τμήματα μιας αριστουργηματικής μαρμάρινης επιτύμβιας στήλης του 5ου αι. π.Χ. επαναπατρίζονται στην Ελλάδα από το ίδιο αμερικανικό μουσείο, καθώς η χώρα μας παρουσιάζει αδιάσειστες αποδείξεις για την προέλευσή τους. Το άλλο μισό μάλιστα της επιτύμβιας στήλης εκτίθεται στο Μουσείο Κανελλοπούλου.

Λίγες μέρες αργότερα το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης υποχρεώνεται ύστερα από μακρόχρονη διαμάχη να επιστρέψει στην Τουρκία το άνω τμήμα του κορμού ενός αγάλματος του Ηρακλή, καθώς το υπόλοιπο μισό βρέθηκε στην Πέργη και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αττάλειας.

Τον ίδιο μήνα Ιταλία και Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Μινεάπολης δίνουν τα χέρια ώστε να επιστραφεί στη γειτονική χώρα ένας αθηναϊκός ερυθρόμορφος κρατήρας με σκηνή διονυσιακής πομπής, που κατείχε από το 1983, καθώς φωτογραφία του είχε βρει η αστυνομία στα χέρια αρχαιοκαπήλων και εκτιμάται ότι προέρχεται από την ευρύτερη περιοχή του Μπάρι.

Αρχαιότητες: μια εύθραυστη επένδυση

Αποτέλεσμα; Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Τα μουσεία, που άλλοτε περήφανα επιδείκνυαν τους πολύτιμους θησαυρούς τους, τώρα αναγκάζονται να αδειάσουν τις αίθουσές τους για να σώσουν τη φήμη τους. Οι χώρες που θέλουν να βάλουν φρένο στην αρχαιοκαπηλία πανηγυρίζουν δικαίως κάθε τους νίκη, αλλά σε μια προσπάθεια να κρατήσουν ισορροπίες παρουσιάζουν τα μουσεία που επιστρέφουν κλεμμένες αρχαιότητες ως παραδείγματα προς μίμηση. Υπογράφουν συμφωνίες μαζί τους και τους προσφέρουν ως δείγμα καλής θέλησης άλλες αρχαιότητες, όπως έκαναν προσφάτως Ελλάδα και Ιταλία.

Η μεγαλύτερη ανατροπή όμως που προκαλείται είναι στην αγορά έργων τέχνης. Οι κινήσεις επαναπατρισμού υπενθυμίζουν σε συλλέκτες και μουσεία τους κινδύνους που ενέχει η αγορά αρχαιοτήτων και το πόσο εύθραυστη επένδυση μπορεί τελικά να είναι μια συλλογή.

Και μεγάλα μουσεία και συλλέκτες φέρονται να αρνούνται να αγοράσουν μεγάλα κι εντυπωσιακά κομμάτια ώστε να αποφύγουν τα χειρότερα: να εμπλακούν δηλαδή σε μια νομική περιπέτεια, να χάσουν τα χρήματα που έχουν πληρώσει και να αμαυρωθεί η φήμη τους.

«Αποτέλεσμα όλων αυτών των επαναπατρισμών είναι η εκτόξευση των τιμών όσων αρχαιοτήτων έχουν καθαρή προέλευση, ενώ εκείνα που δεν ξέρουμε από πού προέρχονται δεν κινούνται καθόλου», δίνει το στίγμα της αγοράς ο ιδιοκτήτης του Μουσείου Κλασικής Τέχνης Μουζέν στη Γαλλία, Κριστιάν Λεβέτ μιλώντας στους «Financial Times». «Η αγορά είναι πλέον δύο ταχυτήτων και το ανώτατο όριο τιμών για τις αρχαιότητες με σαφή προέλευση είναι… ο ουρανός».

Τα μισά αρχαία είναι ύποπτα

Με βόμβα έτοιμη να εκραγεί παρομοιάζουν νομικοί κύκλοι την κατάσταση στα αμερικανικά μουσεία, καθώς οι αίθουσες και οι προθήκες τους εκτιμάται ότι είναι γεμάτες με προϊόντα που κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται από αρχαιοκαπηλίες. Διόλου απίθανο αν σκεφτεί κάποιος πως οι εκτιμήσεις θέλουν πάνω από το 50% των αρχαιοτήτων που κυκλοφορούν στην αγορά να είναι ύποπτης αν όχι παράνομης προέλευσης και να έχουν διαρπαγεί μετά το 1970, οπότε και ισχύει η σύμβαση της UNESCO σύμφωνα με την οποία είναι παράνομη η διακίνηση αρχαιοτήτων άγνωστης προέλευσης από αυτήν τη χρονιά και εξής.

Για υπερβολές μιλούν από την πλευρά τους μικρά και μεγάλα ιδιωτικά μουσεία, που έχουν βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο. «Δεν είναι δυνατόν το 50% των αντικειμένων που έχουν βγει στην αγορά να έχουν κλαπεί μετά το 1970», εκτιμά ο ιδιοκτήτης του Μουσείου Κλασικής Τέχνης Μουζέν στη Γαλλία, Κριστιάν Λεβέτ. «Η αγορά αρχαιοτήτων υφίσταται εδώ και 1.000 χρόνια. Δεν είναι δυνατόν η μερίδα του λέοντος αρχαίων έργων τέχνης να κυκλοφόρησε τα τελευταία 40 χρόνια».

Πολλοί είναι εκείνοι που παρότι έχουν χρήματα για να ανταποκριθούν ακόμη και στις υψηλές τιμές δεν γνωρίζουν πώς να προστατευθούν, καθώς είναι θέμα τύχης αν θα πέσουν σε έναν «βρώμικο» έμπορο. Ας μην ξεχνάμε ότι το δίδυμο Ρόμπιν Σάιμς και Χρήστου Μιχαηλίδη – πρωταγωνιστές της διεθνούς υπόθεσης αρχαιοκαπηλίας με άξονα μια βίλα στη Σχοινούσα – είχε πελάτες όχι μόνο στα καλύτερα σαλόνια, αλλά και στα μεγαλύτερα μουσεία, όπως το Μουσείο Γκετί.

Σε πολλές περιπτώσεις κατά την αγοραπωλησία δίνονται ασαφή στοιχεία για την προς πώλησην αρχαιότητα και την προέλευσή της, όπως «γαλλική συλλογή 1950». Στοιχείο που μπορεί να είναι απολύτως ψευδές, αλλά μπορεί να είναι και η αλήθεια. Ποιος θα βρεθεί να το πιστοποιήσει στον αγοραστή;

Μόνη ασπίδα για κάποιους συλλέκτες – και μετά το μπαράζ επαναπατρισμών των τελευταίων ετών – είναι να γνωστοποιήσουν πως θα εκθέσουν τη συλλογή τους, οπότε ίσως ο έμπορος φοβηθεί να τους προμηθεύσει προϊόντα αρχαιοκαπηλίας ή μερικά από τα χιλιάδες αντικείμενα τα οποία λεηλάτησαν επιτήδειοι σε περιοχές που βρέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση ή αναταραχή όπως η Αίγυπτος και η Λιβύη ή το Ιράκ και το Αφγανιστάν λίγο παλαιότερα.

Τα μουσεία και οι ιδιωτικές συλλογές ωστόσο βρίσκονται σε θέση άμυνας και για έναν επιπλέον λόγο. Φοβούνται πως αν επιστρέψουν ένα κομμάτι, θα αναγκαστούν στο τέλος να διαλύσουν τις συλλογές τους, καθώς στο βάθος – ακόμη κι αν δεν έχουν αποδείξεις – γνωρίζουν και οι ίδιοι πως δεν κατέχουν νόμιμα όλους τους θησαυρούς που παρουσιάζουν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Συλλογή Nτέιβιντ στην Κοπεγχάγη, ένα ιδιωτικό μουσείο ισλαμικής τέχνης που αποφάσισε να επιστρέψει στην Τουρκία τρεις ξύλινους ανάγλυφους πίνακες της εποχής των Σελτζούκων, οι οποίοι αποδείχθηκε πως είχαν κλαπεί από ένα τζαμί στο Μπεϊσεχίρ. Το μουσείο πριν καν τους εκθέσει προσφέρθηκε να τους επιστρέψει, αλλά αυτή η κίνηση καλής θέλησης – σύμφωνα με το μουσείο τουλάχιστον – άνοιξε την όρεξη στην τουρκική πλευρά που κατέληξε να ζητά οκτώ αντικείμενα από τα τρία που είχε αρχικά διεκδικήσει.

Ο φόβος συλλεκτών και μουσείων μήπως εκτεθούν, αν αποκαλυφθεί πως έχουν αγοράσει αρχαιότητες με παράνομη προέλευση και αναγκαστούν να τις επιστρέψουν στις χώρες προέλευσής τους, δεν έχουν αντίκτυπο μόνο στις τιμές της αγοράς. Ορισμένοι κύκλοι εκτιμούν ότι θα μετατοπίσουν το ενδιαφέρον των συλλεκτών προς άλλα πολύτιμα έργα τέχνης που δεν έχουν μπει τόσο έντονα στο στόχαστρο των Αρχών, όπως είναι οι βυζαντινές εικόνες.

Αποτέλεσμα αυτής της μετατόπισης; Εχει αυξηθεί σημαντικά η λεηλασία δυσπρόσιτων μοναστηριών και εκκλησιών στην ελληνική περιφέρεια, ενώ οι θησαυροί τους – που είχαν ήδη κοινό και ήταν πόλοι έλξης και ενδιαφέροντος στις διεθνείς αγορές, αλλά πιο περιορισμένο από τις αρχαιότητες στις προηγούμενες δεκαετίες – να μοσχοπωλούνται σε γκαλερί του Λονδίνου και του Αμστερνταμ.