Κραυγή αγωνίας αλλά και έντονη ανησυχία για την τύχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και το μέλλον των ανασκαφικών έργων και την τύχη των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων της χώρας, έτσι όπως προδιαγράφεται, αρχικά, από το μέτρο της εφεδρείας, εξέπεμψαν μια ακόμη φορά χθες οι Έλληνες αρχαιολόγοι.

“Τώρα είναι η εφεδρεία, το επόμενο στάδιο θα είναι οι απολύσεις. Συρρικνώνουν την Αρχαιολογική Υπηρεσία και διά της διολισθήσεως οδηγούν μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους στα χέρια ιδιωτών” έλεγε χαρακτηριστικά η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων Δέσποινα Κουτσούμπα. Παράλληλα καταφεύγοντας στη γλώσσα των αριθμών ιχνογραφούσε ανάγλυφα το διαγραφόμενο τοπίο.

Συνολικά, κατά τους υπολογισμούς του ΣΕΑ, από το υπουργείο Πολιτισμού απομακρύνονται περί τους 700 με 800 εργαζόμενους. Ειδικότερα, από την Αρχαιολογική Υπηρεσία απομακρύνονται αυτή τη στιγμή 95 αρχαιολόγοι, ανάμεσα στους οποίους πολλοί προϊστάμενοι με έργα σε εξέλιξη υπό την ευθύνη τους, μειώνοντας τον αριθμό των αρχαιολόγων σε όλη την Ελλάδα στους 890. Το 10% του κλάδου “αναγκάζεται σε εκδίωξη”.

Τα παραδείγματα ενδεικτικά. Η προϊσταμένη της ΙΣΤ΄ Εφορίας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης Λίλιαν Αχειλαρά έμαθε για την απομάκρυνσή της ενώ έστηνε την έκθεση «Στο Βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου – Η Αρχαία Μακεδονία» στο Λούβρο. Ο δρ Αντώνης Βασιλάκης, που είχε μόλις εννέα μήνες πριν τοποθετηθεί προϊστάμενος στην Κεφαλλονιά στη μεγάλη μυκηναϊκή ανασκαφή με σημαντικά ευρήματα στα Τζανάτα πληροφορήθηκε ότι είχε να επιλέξει ανάμεσα στη σύνταξη και την εφεδρεία. Με την απομάκρυνσή του η περιοχή μένει με έναν μόνο αρχαιολόγο.

Η Μεταξία Τσιποπούλου, διευθύντρια στη Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων, έχοντας στην ευθύνη της την ψηφιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, συνταξιοδοτείται αυτοδίκαια ενώ η κανονική της συνταξιοδότηση θα γινόταν μετά από έναν χρόνο. Στη διεύθυνση δεν υπάρχει κανείς να την αναπληρώσει αφού οι υπόλοιποι εργάζονται με σύμβαση αορίστου χρόνου. Ακόμη και ο αντιπρόεδρος του ΣΕΑ Λεωνίδας Χατζηαγγελάκης, διευθυντής της ΛΔ΄ Εφορείας και ο κύριος υπεύθυνος των ανασκαφικών έργων στον δρόμο Λαρίσης – Τρικάλων, που ήδη έχουν φέρει στο φως ολόκληρο μυκηναϊκό οικισμό, απομακρύνεται διά της εφεδρείας.

Το πλέον κραυγαλέο παράδειγμα είναι αυτό του Άρη Τσαραβόπουλου, μοναδικού αρχαιολόγου στα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα, για την απομάκρυνση του οποίου έχουν ήδη αντιδράσει οι κάτοικοι του νησιού. “Αποψιλώνεται η μόνη υπηρεσία στην Ελλάδα η οποία δεν λαδώνεται. Αν αρχίσουν να μπαίνουν μέσα ιδιωτικές εταιρείες, τα αρχαία θα λειτουργούν ως μπαλαντέρ” έλεγε χαρακτηριστικά ο κ. Τσαραβόπουλος. Στην περίπτωσή του το μόνο που κόστιζε στο ελληνικό κράτος ήταν ο μισθός του, κάτι λιγότερο από 1.500 ευρώ. Οδοιπορικά και άλλα τέτοια έξοδα δεν έπαιρνε, ενώ η ανασκαφή γινόταν με χρήματα που έδινε η τοπική κοινωνία. Το δε Μουσείο των Κυθήρων παραμένει κλειστό από τον μεγάλο σεισμό του 2006, αφού “μόλις προχθές ολοκληρώθηκε η μελέτη στατικότητας”.

Και ενώ οι αρχαιολόγοι, αλλά και οι εργαζόμενοι όλων των υπόλοιπων ειδικοτήτων οδηγούνται στην έξοδο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, οι θέσεις τους “δεν πρόκειται να αντικατασταθούν”, κυρίως όμως “το μέτρο της εφεδρείας δεν πρόκειται να επιφέρει κανένα οικονομικό αντίκρισμα στο κράτος”.

Αντιθέτως υπάρχουν περιπτώσεις όπως αυτή της Χάλκης και της Αλιμνιάς. Στη Χάλκη βρίσκονται σε εξέλιξη έργα κόστους ενός εκατομμυρίου ευρώ, χρηματοδοτούμενα από το ΕΣΠΑ. Παρά το γεγονός αυτό,  το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να προωθηθεί η “ενοικίασή” του γειτονικού νησιού Αλιμνιά, με διαγωνισμό, σε διεθνή επενδυτικό οίκο προκειμένου να “αξιοποιηθεί” τουριστικά και οικονομικά. Το νησί είναι κηρυγμένο από το 1999 ως αρχαιολογικός χώρος και η γνωμοδότηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας επιβάλλεται από τον νόμο – εντούτοις εδώ η Υπηρεσία αγνοήθηκε.

“Τέτοιου είδους αποφάσεις αποτελούν τη διάλυση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος” έλεγε η κ. Κουτσούμπα. Παράλληλα πρόσθεσε ότι “την ώρα που η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει ανάγκη από προσωπικό, το υπουργείο προσανατολίζεται στη συγχώνευση εφορειών αρχαιοτήτων και κατ΄ επέκταση μείωση θέσεων εργασίας κατά 30%”.

Με αυτά τα δεδομένα ο ΣΕΑ ζητάει να τροφοδοτηθεί με προσωπικό έστω και από άλλα υπουργεία, όπως έγινε με τους εργαζόμενους του ΟΣΕ, προκειμένου να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες των μνημείων σε όλη την Ελλάδα, προσανατολίζεται δε σε κινητοποιήσεις αλλά και στη στήριξη των μελών του που θα προσφύγουν στα δικαστήρια ενάντια στην εφεδρεία.