Πούλησε το ρολόι του για να αγοράσει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή. Επί έξι δεκαετίες (1939-2000) κατέγραψε με πάθος και συνέπεια τον μόχθο και τον αγώνα επιβίωσης του Έλληνα στην ύπαιθρο. Ανένταχτος πολιτικά, ο Κώστας Μπαλάφας, που κατέγραψε όλες τις εκφάνσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας αλλά αναγνωρίστηκε μετά τη Μεταπολίτευση, άφησε την τελευταία του πνοή χθες σε ηλικία 91 ετών.

Εκ των κορυφαίων εκπροσώπων της ελληνικής φωτογραφίας, ο αυτοδίδακτος Κώστας Μπαλάφας (μαθήτευσε για ένα διάστημα κοντά στον γιαννιώτη φωτογράφο Ιωάννη Πανταζίδη) για περισσότερο από μισό αιώνα κατέγραψε την καθημερινή ζωή του μεταπολεμικού ανθρώπου σε βαρύ κλίμα, με ομίχλη και σύννεφα.

«Ό,τι έκανα το έκανα με την ψυχή μου. Φωτογράφιζα ό,τι με συγκινούσε και ό,τι τρώει ο χρόνος και καταστρέφει ο πολιτισμός», έλεγε ο ηπειρώτης φωτογράφος στην εφημερίδα  «ΤΑ ΝΕΑ». «Ο καημός μου ήταν πάντα να καταγράψω την παράδοση ως εθνική παρακαταθήκη για να μη μείνουν απληροφόρητες οι επόμενες γενιές. Διότι για μένα η παράδοση δεν είναι κούφια λέξη στο στόμα των φραγκοδασκάλων. Είναι το καταστάλαγμα ζωής και σοφίας αιώνων».

Γεννήθηκε στην Κυψέλη της Άρτας το 1920. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε στην Αθήνα, όπου δούλευε το πρωί και πήγαινε σχολείο το βράδυ. Την πρώτη του φωτογραφία την τράβηξε σε ηλικία 11 ετών. «Ηταν σε μια εκδρομή στην Πάρνηθα όταν το αφεντικό μου – τότε δούλευα υπάλληλος σε ένα κατάστημα – μου ζήτησε να φωτογραφίσω με μια Brown της Kodak τους ελληνοαμερικανούς συγγενείς του. Μαγεύτηκα από την εικόνα και αποφάσισα να πουλήσω ένα ρολόι, να βάλω και κάποιες οικονομίες και να αγοράσω φωτογραφική μηχανή», θυμόταν πριν από λίγα χρόνια στη βεράντα του Μουσείου Μπενάκη, κρατώντας μια γκλίτσα στο χέρι.

Πιστός στην ασπρόμαυρη φωτογραφία – «διότι είναι λιτή και εκφραστική. Με το χρώμα μπερδεύονται φλύαρα στοιχεία. Το ασπρόμαυρο καρέ διακρίνεται από την αφαίρεση και πλησιάζει περισσότερο προς την αλήθεια» -, δεν πούλησε ποτέ ούτε μία φωτογραφία του. Κέρδιζε τα προς το ζην από τη ΔΕΗ όπου εργαζόταν και έβγαλε το πρώτο του λεύκωμα για το αντάρτικο με τα χρήματα από το εφάπαξ.

«Αν πληρωνόμουν, θα έμπαινε άλλος παράγοντας στην εκτίμηση της δουλειάς μου. Δεν θα ήταν καθαρή η έκφρασή μου, διότι όποιος πληρώνει θέλει να βάλει και το γούστο του». Και στο πλαίσιο αυτής της γενναιοδωρίας του, πριν από τρία χρόνια δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη 15.000 ασπρόμαυρα αρνητικά και 60 κινηματογραφικές ταινίες μικρού μήκους, στις οποίες κατέγραψε την καθημερινότητα σε ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα.

Φωτορεπόρτερ του μόχθου και της Αντίστασης

Στα είκοσί του μόλις, στα Γιάννινα όπου εργαζόταν ως έκτακτος υπάλληλος στην τοπική γαλακτομική σχολή βρήκε τον Κώστα Μπαλάφα ο πόλεμος. Θα ζωστεί το όπλο του και την φωτογραφική μηχανή του και θα απαθανατίσει την πορεία του ελληνικού στρατού προς το αλβανικό μέτωπο, την Κατοχή και τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ στην Ηπειρο.

Στις δύσκολες εκείνες συνθήκες θα του πέσει στην κυριολεξία από τον ουρανό, από την κατάρριψη ενός ιταλικού βομβαρδιστικού, ένα κινηματογραφικό φιλμ, που θα το αγοράσει για λίγες οκάδες καλαμποκάλευρο. Και με τη γερμανική φωτογραφική μηχανή που είχε αγοράσει από έναν ιταλό στρατιώτη, «και με πολύ κέφι και μεράκι βγήκα από τα Γιάννινα στο βουνό. Ξεκίνησα να απαθανατίσω τα κατορθώματα εκείνων των ημίθεων, όπως τους έπλαθα στη φαντασία μου πριν τους γνωρίσω από κοντά», θυμόταν ο Κώστας Μπαλάφας που ανέβηκε στο βουνό το 1943.

Συνειδητοποιεί πως καταγράφει ιστορικές στιγμές που θα πρέπει να παραδώσει στις επόμενες γενιές. Και τολμά. Οι δυνάμεις Κατοχής μπορεί να τιμωρούν όποιον παραβαίνει τη ρητή εντολή απαγόρευσης φωτογραφήσεων. Εκείνος όμως απαθανατίζει τους απαγχονισμένους από τους Γερμανούς δίπλα στη Λίμνη των Ιωαννίνων, τη δράση των ανταρτών, τις πορείες, τα λάφυρα, τους καπετάνιους, το τυπογραφείο, τον ασύρματο, τις λαϊκές συνελεύσεις, τις κηδείες…

Μεταμορφώνεται σε φωτορεπόρτερ της Αντίστασης. Και τραβά κάπου 2.000 στιγμιότυπα, εκ των οποίων είχε εκθέσει ελάχιστα και σποραδικά μέσα στις κατά καιρούς εκθέσεις του και για πρώτη φορά παρουσίασε ως σύνολο τον περασμένο χειμώνα στο Μουσείο Μπενάκη, καθώς είχε κρύψει για δεκαετίες τα 2.000 αρνητικά του κάτω από το ξύλινο πάτωμα ενός γιαννιώτικού σπιτιού και τα αποκάλυψε μετά την πτώση της χούντας.