Το 1563, υποτακτικοί του ιππότη Άντον Βάλντμποτ από το Μπάσενχαϊμ κίνησαν εφοπλισμένοι με κασμάδες και φτυάρια στα πλούσια αμπέλια του δεύτερου προκειμένου να τα φροντίσουν. Ξαφνικά, ένας από τους εργάτες έπεσε πάνω σε έναν ρωμαϊκό τάφο. Εντός του βρίσκονταν νομίσματα και μια μαύρη τεφροδόχος με οστά. Ο πλούσιος ευγενής όμως δεν ήταν ικανοποιημένος από το εύρημα. Έβαλε να προσθέσουν στο δοχείο με τα οστά μια πομπώδη αργυρή διακόσμηση. Ύστερα από αυτή την καλλωπιστική παρέμβαση, άρχισε να καυχιέται πως το «δοχείο» ήταν γνήσιο.

Πράγμα που φυσικά δεν ήταν πλέον.

Το συγκεκριμένο αντικείμενο αποτελεί μέρος μιας έκθεσης που άνοιξε τις πύλες της τον Απρίλιο αυτού του έτους στο Νεσατέλ της Ελβετίας και παρουσιάζει εντυπωσιακές απάτες στην ιστορία της τέχνης. Προτομές της φαραωνικής Αιγύπτου, κατασκευασμένες στα δαιδαλώδη σοκάκια του Καΐρου, εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο “Laténium”, όπως και απομιμήσεις ετρουσκικών αγγείων και επιχρυσωμένοι πελέκεις, καμωμένα όλα με σκοπό να πλασαριστούν ως αυθεντικά.

Η εποχή των κιβδηλοποιών, όπως θα μπορούσε να αποδοθεί ο τίτλος της έκθεσης “L’age du faux”, οδηγεί τον επισκέπτη της έκθεσης μέσα στον σκοτεινό κόσμο προικισμένων κιβδηλοποιών, κλεπταποδόχων και ερευνητών που, τυφλωμένοι από υπέρμετρη φιλοδοξία, ευχαρίστως άφηναν να τους εξαπατήσουν.

Αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους του παρισινού μουσείου Quai Branly, που αγόρασαν ένα κρανίο από ορεία κρύσταλλο των Αζτέκων, το οποίο υποτίθεται πως είχε ηλικία πάνω από 500 χρόνια. Δυστυχώς, το κρανίο είχε κατασκευαστεί με τη βοήθεια μιας σύγχρονης φρέζας, όπως απέδειξε πρόσφατη έρευνα.

Όμως, mundus vult decipim, ο κόσμος θέλει να εξαπατηθεί. Πριν από 35.000 χρόνια ήδη ο Homo sapiens έκανε αντίγραφα από τα όστρακα της θάλασσας. Ένα περιδέραιο της Νεολιθικής Εποχής αποτελείται από 118 αληθινά και 65 ψεύτικα δόντια ελαφιού. Ο γλύπτης τα έφτιαξε από οστά.

Απάτες όπου κι αν κοιτάξει κανείς: Στην αρχαία Ελλάδα κυκλοφορούσαν ψεύτικα κοσμήματα της Ωραίας Ελένης. Ένας νεολιθικός πέλεκυς, τον οποίο ανακάλυψε ένας Ρωμαίος κατά την αρχαιότητα, ερμηνεύτηκε ως ο «κεραυνός του Δία».

Στους νεότερους χρόνους, στο στόχαστρο των πλαστογράφων βρέθηκε και η Φυσική Ιστορία. Έφτιαχναν κέρατα μονόκερων, ενώ το 1822 οι κάτοικοι του Λονδίνου είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν μια «γοργόνα». Η έκθεση στο Νεσατέλ παρουσιάζει έναν «δράκο», καμωμένο από ένα στραπατσαρισμένο σαλάχι.

Αγώνας δρόμου για τους θησαυρούς του παρελθόντος

Το γεγονός ότι τέτοιου είδους φθηνές και κιτς απομιμήσεις κατορθώθηκε να συμπεριληφθούν σε δημόσιες συλλογές έχει να κάνει με τον ιμπεριαλιστικό πυρετό που είχε καταλάβει στα τέλη του 19ου αιώνα τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου. Φαίνεται πως τα ισχυρά κράτη είχαν αποδυθεί σε έναν αγώνα δρόμου για τους θησαυρούς του παρελθόντος. Οι απατεώνες βρήκαν πρόσφορο έδαφος – κυρίως όταν με τα κίβδηλα αντικείμενά τους εξυπηρετούσαν εθνικιστικά οράματα.

Για παράδειγμα, το 1886 παρουσιάστηκε στον Ναπολέοντα Γ’ ένα πλαστό αγγείο από την κελτική περίοδο, το οποίο έφερε έναν γαλλικό πετεινό – λες και ήδη από την εποχή των Κελτών λατρευόταν το ζώο-έμβλημα της Γαλλίας.

Το Βρετανικό Μουσείο, πάλι, ανήγγειλε με υπερηφάνεια την ανακάλυψη ενός τουλάχιστον 200.000 ετών παλαιoύ κρανίου: Τούτος ο «αρχαιότερος Βρετανός» ισχυρίστηκαν πως ήταν ο χαμένος κρίκος ανάμεσα στον πίθηκο και τον άνθρωπο, ο κρίκος που τόσο καιρό αναζητούσαν.

Στην πραγματικότητα, κάποιος χωρατατζής είχε επικολλήσει την κάτω γνάθο ενός ουρακοτάγκου σε ένα σύγχρονο ανθρώπινο κρανίο, και αφού το εξόπλισε με τα δόντια ενός χιμπαντζή, το έκρυψε σε ένα λάκκο εξόρυξης αμμοχάλικου κοντά στο Λονδίνο.

Ένας από τους πιο φημισμένους τεχνίτες πλαστών έργων τέχνης που παρουσιάζονταν ως αυθεντικά ήταν ο χρυσοχόος Ισραέλ Ρουχομόφσκυ. Το 1890, από το εργαστήριό του στην Οδησσό, άρχισε να εφοδιάζει τον κόσμο των ειδικών και αρχαιολόγων με νομίσματα και περιδέραια τα οποία επεξεργαζόταν ώστε να αποκτήσουν την πατίνα του χρόνου.

Το καλύτερο έργο του θεωρείται ένα χρυσό κράνος, βάρους πάνω από 800 γραμμάρια, το οποίο είχε διακοσμήσει με σκηνές από την Ιλιάδα και εφοδίασε μάλιστα και με επιγραφή. Σύμφωνα με την επιγραφή, το κράνος ήταν δώρο της ελληνικής αποικίας Ολβίας (στις βορειοδυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας) προς τον Σκύθη βασιλιά Σαϊταφάρνη. Το Λούβρο ενθουσιάστηκε τόσο από το έργο τέχνης, που το 1896 κατέβαλε το αντίτιμο ρεκόρ των 200.000 γαλλικών φράγκων προκειμένου να το αποκτήσει.

Το 1903, η απάτη ξεσκεπάστηκε προκαλώντας καταιγισμό καυστικών σχολίων χαιρεκακίας παγκοσμίως. Στα σχόλια αυτά πρωτοστάτησαν οι λόγιοι και οι ειδήμονες περί τέχνης του Βερολίνου – γεγονός που δεν τους προστάτευσε πάντως από το να ξεγελαστούν κι οι ίδιοι λίγο αργότερα από μια ψεύτικη κέρινη προτομή του Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Εκατοντάδες πλαστά κρυμμένα στα άδυτα των μουσείων

Τέτοιου είδους κίβδηλα έργα βρίσκονται κατά εκατοντάδες κρυμμένα στα άδυτα των μουσείων της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο κατάλογος είναι μακρύς. Τις πιο πολλές φορές, οι επιμελητές των μουσείων καταφέρνουν να αποσιωπήσουν τις ντροπιαστικές αγορές τους.

Έτσι, το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της έκθεσης, ένα χάλκινο άλογο, που υποτίθεται πως είχε ηλικία 2500 ετών, δεν εκτέθηκε ποτέ δημοσίως. Σύμφωνα με τον κατάλογο της έκθεσης, το εύρημα αποκάλυψε ένας αρχαιολόγος, ως εμπειρογνώμονας στο πλαίσιο μιας δικαστικής διαμάχης.

Στην πραγματικότητα, η ιστορία του χάλκινου είναι διαφορετική. Το 1980, είχε προηγηθεί ένα «δραματικό πρελούδιο» στην αγορά αντικειμένων τέχνης. «Έλαβα ένα τηλεφώνημα και πήγα στη Λωζάνη» θυμάται ο έμπορος αρχαιοτήτων από τη Βασιλεία Κριστόφ Λεόν. Στο συμφωνημένο σημείο συνάντησης, τον υποδέχτηκαν τέσσερις Ιταλοί και του έδειξαν το εντυπωσιακό χάλκινο αντικείμενο.

«Ένα μοναδικό κομμάτι. Η πατίνα έμοιαζε αληθινή» ήταν η πρώτη του εντύπωση.

Παρ’ όλα αυτά, κάποια στυλιστικά χαρακτηριστικά στα πόδια και τη χαίτη του αλόγου γέννησαν αμφιβολίες στον Λεόν. Καταβάλλοντας μια εγγύηση ύψους 24.000 φράγκων, μπόρεσε να πάρει μαζί του μια οπλή του αλόγου, που είχε σπάσει. Την πήγε στο εργαστήριο μιας μεταλλοβιομηχανίας στη Βασιλεία. Εκεί αποδείχτηκε ότι το άλογο ήταν καμωμένο από σύγχρονο γερμανικό χαλκό κατά DIN (Γερμανικό Ινστιτούτο Τυποποίησης).

Ένας ενδιαφερόμενος αγοραστής από το Μουσείο Getty στο Μαλιμπού μπόρεσε να προειδοποιηθεί την τελευταία στιγμή, ενώ βρισκόταν ήδη στην Ελβετία έτοιμος να αγοράσει το αντικείμενο. Παρ’ όλα αυτά, λίγο μετά οι μαφιόζοι κατόρθωσαν να εξαργυρώσουν επιταγή ύψους 40 εκατ. δολαρίων στην City Bank της Νέας Υόρκης.

Οι τέσσερις Ιταλοί συνελήφθησαν μεν και καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές κάθειρξης. Τα χρήματα όμως παρέμειναν άφαντα, όπως και ο κατασκευαστής του αλόγου δεν εντοπίστηκε ποτέ.

«Αυτό συμβαίνει συνήθως» εξηγεί ο Λεόν, «ο αριθμός των κίβδηλων αντικειμένων στην αγορά έργων τέχνης αυξάνεται ολοένα, οι επιδέξιοι δημιουργοί τους όμως παραμένουν σχεδόν πάντα άγνωστοι».