Ένας από τους σημαντικότερους προϊστορικούς αρχαιολόγους – ο επιστήμονας που πρώτος αντιλήφθηκε την αξία των μεγαλιθικών ναών της Μάλτας – ο Τζον Έβανς, πέθανε σε ηλικία 86 ετών. Ο αρχαιολόγος που είχε περάσει και από την Ελλάδα, από τις ανασκαφές του 1964-65 στο Σάλιαγκο – τη νησίδα απέναντι από την Αντίπαρο όπου έχει εντοπιστεί ο αρχαιότερος οικισμός των Κυκλάδων – μαζί με τον καθηγητή σήμερα στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, Κόλιν Ρένφριου και από την Κνωσό σε έρευνες υποκείμενες του ανακτόρου της, είχε γεννηθεί στις 22 Ιανουαρίου 1925.

Το όνομά του συνδέθηκε με το αρχαιολογικό παρελθόν της Μάλτας, καθώς το 1952 ανέλαβε να συνθέσει το corpus των προϊστορικών αρχαιοτήτων του νησιού, και επί δεκαετίες ασχολήθηκε με τις ανασκαφές σε προϊστορικά μνημεία που ακόμη και σήμερα αποτελούν αινίγματα τόσο σχετικά με το ποιος τα έχτισε όσο και με το πώς χτίστηκαν.

Η ενδελεχής μελέτη του Έβανς πάνω στην προϊστορική κεραμική της Μάλτας έδειξε πως αυτή ήταν προϊόν της τοπικής κοινωνίας, όπως και οι ναοί. Κατέρριψε έτσι την πιθανότητα να συνέβαλαν στον εντυπωσιακό πολιτισμό του νησιού  λαοί με πιο ανεπτυγμένο πολιτισμό που είχαν καταλάβει στη Μάλτα και των οποίων η καταγωγή τοποθετούνταν στην Ανατολή . Η θεωρία του δημοσιεύτηκε σε εκτενή μελέτη το 1959 και τον καθιέρωσε στον κόσμο της αρχαιολογίας. Αργότερα, μετρήσεις με άνθρακα απέδειξαν πως ο Έβανς είχε δίκιο. Τα μνημεία της Μάλτας είχαν κτιστεί πριν από τις πυραμίδες της Αιγύπτου οπότε δεν δικαιολογούνταν σε αυτά καμία εξωτερική επιρροή, τουλάχιστον από εκεί.

Ο Τζον Έβανς διετέλεσε ανάμεσα σε άλλα καθηγητής Ευρωπαϊκής Προϊστορίας στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Λονδίνου και τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ενώ συνταξιοδοτήθηκε το 1989.