Δύο χρόνια μετά τα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης ο πρόεδρος του Οργανισμού, καθηγητής αρχαιολογίας Δημήτρης Παντερμαλής, ξεδιπλώνει το νήμα της ζωής του που τον συνέδεσε τελικά με το σημαντικότερο ελληνικό μουσείο.

Χρειάστηκε δεκαετής αγώνας εκ μέρους του κ. Παντερμαλή προκειμένου να ολοκληρωθεί το Μουσείο.

Oι αίθουσες του Μουσείου λούζονται από το αττικό φως. Ο κ. Δημήτρης Παντερμαλής διασχίζει τους μεγάλους διαδρόμους και στο πρόσωπό του αποτυπώνεται η αίσθηση της ικανοποίησης για το “θαύμα” του Μουσείου, που κατακλύζεται από επισκέπτες. Κάπου 6.000 άνθρωποι ξεναγούνται καθημερινά, ενώ το ρεκόρ επισκεψιμότητας είναι 17.500 άτομα σε μία μέρα…

Αν και η ζωή του συνδέεται με το Δίον, τη μακεδονική γη και τα χνάρια του Φίλιππου Β’, τα τελευταία χρόνια η καρδιά του ανήκει σε μεγάλο βαθμό στο Μουσείο της Ακρόπολης. Γέννημα-θρέμμα της Θεσσαλονίκης, το 1940, και στις παιδικές αναμνήσεις συγκαταλέγονται τα χρόνια της Κατοχής και η μάχη για επιβίωση. “Υπήρχε ο φόβος, αλλά και το θάρρος των Ελλήνων”, λέει χωρίς να ξεχνά τους βομβαρδισμούς όπως και τα καμένα σπίτια του Χορτιάτη. Εκείνο που προσδιόρισε εξαρχής τον χαρακτήρα του ήταν η ανησυχία της αναζήτησης.

Η σχέση του με την αρχαιολογία ξεκίνησε στη Φιλοσοφική Σχολή στο Α.Π.Θ., όταν γοητεύτηκε από δασκάλους όπως ο Γιώργος Μπακαλάκης και ο Μανώλης Ανδρόνικος. Λίγο μετά στράφηκε στην κλασική αρχαιολογία, ενώ ως φοιτητής μετείχε στις ανασκαφές της Βεργίνας αποκομίζοντας πρωτόγνωρες εμπειρίες. Αργότερα τελείωσε και τη Γερμανική Φιλολογία και το 1965 στο Φράιμπουργκ ξεκίνησε το μεταπτυχιακό του.

Εκεί έφτασαν ως κεραυνός εν αιθρία τα νέα από την Αθήνα. “Ηταν η σπιτονοικοκυρά μου που χτύπησε την πόρτα: κύριε Παντερμαλή, στην Ελλάδα έγινε στρατιωτική δικτατορία”, λέει. Από το κρατίδιο της Βάδης επέστρεψε το 1969 σε μία θέση στο Μουσείο Εκμαγείων Θεσσαλονίκης, όμως ο σταθμός-ζωής ήταν ο αρχαιολογικός χώρος στο Δίον, όπου ανέλαβε την καθημερινή φροντίδα των ανασκαφών και μετέπειτα την επίσημη ευθύνη του προγράμματος.

“Είναι περίεργο πώς δένεται κανείς με έναν τόπο. Το Δίον έχει καταπληκτική ορατή γοητεία. Είναι η καταπληκτική φύση και η θέση του στους πρόποδες του Ολύμπου, με τα νερά που πηγάζουν και την άφθονη βλάστηση. Ενας χώρος όπου, πριν από τις μεγάλης κλίμακας ανασκαφές, είχες ήδη την αίσθηση ότι υπήρχε κάτι σπουδαίο”, λέει ο κ. Παντερμαλής. Η σκαπάνη σταδιακά άρχισε να αποκαλύπτει τα χνάρια του αρχαίου θεάτρου, την οδοποιία, τα λουτρά, τις θέρμες, την έπαυλη του Διονύσου κ.ά. Εκεί βρέθηκε και η ύδραυλις. Τα κατάλοιπα μουσικού οργάνου με πλήκτρα, εφεύρεση του 3ου αιώνα π.Χ., που έρχεται κατευθείαν από την αρχαιότητα.

Παρένθεση κι επιστροφή

Επόμενο κεφάλαιο στη ζωή του ήταν στην πολιτική σκηνή ως βουλευτής Επικρατείας, το 1996, στην κυβέρνηση Σημίτη. Και για αυτή την απόφαση η ώθηση δόθηκε από την έμφυτη περιέργεια για εξερεύνηση… “Δοκίμασα τη γεύση της πολιτικής και κατάλαβα ότι δεν είναι για εμένα. Επρόκειτο για έναν χώρο για τον οποίο ήξερα ελάχιστα και ήταν μια ευκαιρία να τον δω από μέσα. Σ’ αυτό με οδήγησε η περιέργεια και η αναζήτηση. Μου αρέσει να πηγαίνω στα παρασκήνια και να βλέπω τι γίνεται”, λέει γελώντας.

Επιστροφή λοιπόν στην αρχαιολογική έρευνα, σε έναν καινούργιο ρόλο, στο Μουσείο της Ακρόπολης. “Το Μουσείο έχει διεθνή χαρακτήρα και φιλοξενεί μνημεία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Αναζωογόνησε όλη την περιοχή. Η Διονυσίου Αρεοπαγίτου είναι πλέον ένας ζωντανός δρόμος. Το Μουσείο υπογραμμίζει ό,τι πιο ωραίο υπάρχει στην Αθήνα και δίνει την κατεύθυνση προς τα πού πρέπει να κινηθούμε. Η αποτίμηση είναι εξαιρετικά θετική, ενώ τώρα ο στόχος είναι τα πολιτιστικά αγαθά να παρουσιάζονται ως αγαθά προς το κοινωνικό σύνολο”, λέει και υπογραμμίζει ότι το Μουσείο διατηρεί φθηνό εισιτήριο, 5 ευρώ, και προωθεί προγράμματα για τα παιδιά.

“Σε αντίθεση με πολλούς που λένε ότι επιβλήθηκε στους Έλληνες η σχέση τους με την αρχαιότητα, πιστεύω ότι είναι μια εντελώς φυσιολογική αντίδραση που αναπτύσσεται σε έναν τόπο ο οποίος είναι κατάσπαρτος με αρχαία. Ο τόπος μάς προσδιορίζει πνευματικά και βιολογικά και παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της ταυτότητάς μας. Αυτό που λείπει στον Έλληνα είναι να τα βλέπει σε οργανωμένη μορφή μέσα στα μουσεία. Τα αυθεντικά έργα ως εκθέματα αποτελούν συμπυκνωμένη ιστορία και ο άνθρωπος έχει ανάγκη να συγκρίνει το σήμερα με άλλες εποχές”.