Σήμερα η πρόσοψή του είναι καλυμμένη με τις γνωστές λινάτσες που προφυλάσσουν, υποτίθεται, κτίριο και περαστικούς —το μεν από κακόβουλες ενέργειες, τους δε από πτώσεις σοβάδων κ.λπ.— προσεχώς όμως το Μέγαρο Λοβέρδου, πρώην Τσίλλερ θα γίνει μουσείο. Αυτό υπόσχεται τουλάχιστον το υπουργείο Πολιτισμού για το κτίριο της οδού Μαυρομιχάλη 6, που έχει περιέλθει από το 1992 στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο κατόπιν δωρεάς, με τον όρο να στεγάσει την περίφημη συλλογή μεταβυζαντινών εικόνων του Διονυσίου Λοβέρδου.

Η απόφαση βέβαια έχει ληφθεί από καιρό, αλλά όσο το κτίριο παραμένει σε ερειπιώδη κατάσταση, δεν μπορεί να πει κανείς ότι το σχέδιο προχωρεί. Αυτή τη φορά όμως η προοπτική της ένταξης του έργου στο ΕΣΠΑ έχει κινητοποιήσει τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟ, που συνέταξαν τις απαραίτητες μελέτες για της επεμβάσεις —αρχιτεκτονική, στατική, συντήρησης και αποκατάστασης του διακόσμου— τις οποίες ενέκρινε και το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Αυτό που απομένει είναι τα χρήματα.

Οι σεισμοί έχουν προκαλέσει εκτεταμένες ρωγμές και βλάβες στον κύριο φορέα του κτιρίου, η κατασκευή της διπλανής πολυώροφης οικοδομής είχε ως αποτέλεσμα καθιζήσεις λόγω της διατάραξης των θεμελίων του, προσθήκες και αφαιρέσεις κτισμάτων αλλοίωσαν την αισθητική αλλά και τη στατική του επάρκεια, η υγρασία είναι γενικευμένη, ενώ στο εσωτερικό τεράστια είναι τα προβλήματα του ζωγραφικού διακόσμου, που σε κάποιες περιπτώσεις έχει καλυφθεί από νεότερα επιχρίσματα και σε άλλες από ψευδοροφές. Οι επεμβάσεις αποκατάστασης λοιπόν που προβλέπονται από τις μελέτες είναι εκτεταμένες, ξεκινούν όμως από την εξασφάλιση της στατικής επάρκειας του κτιρίου, που είναι το κύριο.

Και όμως στην εποχή του (τέλη του 19ου αιώνα) το Μέγαρο Τσίλλερ, που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε υπό την επίβλεψη του μεγάλου αρχιτέκτονα για να στεγάσει την οικία, το γραφείο αλλά και ένα εργαστήριό του, υπήρξε ένα έξοχο δείγμα του ώριμου νεοκλασικισμού.

Με μάρμαρα Υμηττού στη βάση του ισογείου και ανάγλυφο διάκοσμο στην πρόσοψη, το κτίριο διέθετε πλούσια πλαστικά στοιχεία (ημίστηλες μορφές με κεφαλή καρυάτιδας, ιωνικές παραστάδες, ζωγραφικά και γύψινα διακοσμητικά, ψηφιδωτά και μαρμάρινα και κεραμικά πλακίδια), τα οποία θα πρέπει να αποκατασταθούν στην αρχική τους μορφή. Το ίδιο και οι επενδύσεις από ξύλο που είχε χρησιμοποιηθεί για δωμάτια και κοινόχρηστους χώρους —συχνά με επιχρυσωμένα τμήματα— για τα περιθυρώματα, τα κλιμακοστάσια και τα δάπεδα. Όσον αφορά τα μεταλλικά στοιχεία, έχουν διατηρηθεί ως σήμερα δύο πολυέλαιοι, αλλά και τα τζάκια με ένθετες μεταλλικές ανάγλυφες πλάκες, τα θερμαντικά σώματα με ανάγλυφη διακόσμηση, τα κιγκλίδωμα παραθύρων και θυρών από χυτοσίδηρο ενώ περίτεχνες είναι ακόμη και οι κλειδαριές και οι λαβές θυρών και παραθύρων κατασκευασμένες από κράμα χαλκού.

Για όλους αυτούς τους λόγους το κτίσμα είχε κηρυχθεί διατηρητέο από το 1981 ενώ το 1992 πέρασε στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, αλλά έκτοτε παρέμεινε σε κατάσταση αχρηστίας. Το οικόπεδο, το οποίο ο Τσίλλερ είχε αγοράσει το 1882, έχει περίεργο σχήμα, αφού ενώ κατά βάση είναι ορθογώνιο με κύρια όψη επί της Μαυρομιχάλη, διαθέτει και μία μακρόστενη λωρίδα η οποία «βγάζει» στην οδό Ακαδημίας. Στο τμήμα αυτό υπήρχε ένα μικρό γραφείο για το εμπόριο τσιμεντοπλακιδίων, τα οποία σχεδίαζε και κατασκεύαζε ο ίδιος ο Τσίλλερ σε ένα εργαστήριο που βρισκόταν στο πίσω μέρος του οικοπέδου.

Η ανέγερση του κτιρίου ολοκληρώθηκε το 1885 και στο εσωτερικό του η ζωγραφική διακόσμηση έγινε από τον Σλοβένο ζωγράφο Γιούρι Σούμπιτς (ζωγράφισε επίσης το Μέγαρο Σλήμαν – Ιλίου Μέλαθρον, έργο και αυτό του Τσίλλερ). Στην εποχή του υπήρξε πόλος έλξης και σημείο αναφοράς της πνευματικής και καλλιτεχνικής κοινωνίας της Αθήνας χάρη στις εσπερίδες που διοργάνωνε η σύζυγος του Τσίλλερ Σοφία Δούδου, κόρη του εμπόρου από την Κοζάνη Κωνσταντίνου Δούδου. Ο Τσίλλερ έζησε εκεί με την οικογένειά του ως το 1912, οπότε το κτίριο πουλήθηκε σε πλειστηριασμό στον Κεφαλλονίτη τραπεζίτη Διονύσιο Λοβέρδο, φιλότεχνο και συλλέκτη έργων εκκλησιαστικής τέχνης.

Αυτός το χρησιμοποίησε ως κατοικία ενώ πρόσθεσε νέα τμήματα για τη στέγαση της συλλογής του. Στα τέλη του 1920 εξάλλου ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος έκτισε στο χώρο της αυλής ύστερα από παραγγελία του Λοβέρδου ένα παρεκκλήσι με τρούλο που διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά.

Να σημειωθεί ότι η συλλογή Λοβέρδου αποτελείται από 470 εικόνες, που χρονολογούνται από τα τέλη του 14ου ως τον 19ο αιώνα και θεωρούνται αξιόλογα δείγματα της κρητικής και επτανησιακής ζωγραφικής καθώς πολλά φέρουν τις υπογραφές επώνυμων ζωγράφων. Ανάμεσά τους ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Εμμανουήλ Τζάνες, ο Ηλίας Μόσκος, ο Θεόδωρος Πουλάκης, οι επτανήσιοι ζωγράφοι Νικόλαος Καλλέργης, Κωνσταντίνος Κόνταρης, Nικόλαος Καντούνης και Νικόλαος Κουτούζης.