Μια βασική πληροφορία που λείπει συχνά από τις ετικέτες των μουσειακών εκθεμάτων είναι το πώς αποκτήθηκαν. Ένα όμως καινούριο βιβλίο καταφέρνει να παρεισφρύει στον ομιχλώδη κόσμο της διακίνησης αρχαιοτήτων.

Το Chasing Aphrodite, : The Hunt for Looted Antiquities at the World’s Richest Museums, γράφτηκε από τους δημοσιογράφους των LA Times Jason Felch και Ralph Frammolino μετά από πενταετή έρευνα στο Μουσείο Γκετί. Σύμφωνα με συνέντευξη που παραχώρησε ο Felch στο Πρακτορείο Reuters, το Γκετί φαίνεται ως ένα μουσείο που επί 40 χρόνια δεχόταν στις συλλογές του καλαίσθητα αντικείμενα με ύποπτο παρελθόν. Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις όπου μορφωμένοι επιμελητές βρίσκονται να συνδιαλέγονται με υπόπτους και εγκληματίες σε ελβετικές τραπεζικές κρύπτες.

Αρχικά, με αφορμή την παραίτησης του διευθυντή του Getty to 2004, ο Felch είχε κληθεί να ερευνήσει την περίπτωση, του Barry Munitz, CEO του Μουσείου ο οποίος είχε αξιοποιήσει παράνομα χρήματα που εξέπιπταν από φόρους. Μία πηγή της έρευνας αυτής ήταν που έδωσε άλλη τροπή στο όλο εγχείρημα αποκαλύπτοντας ότι υπήρχε «κάτι πολύ μεγαλύτερο» που αφορούσε το Τμήμα Αρχαιοτήτων του μουσείου.

Έτσι ξεκίνησε μια έρευνα που αποκάλυψε το στυγνό πρόσωπο της αγοράς αρχαίων σε όλο του το μεγαλείο. Χαρακτηριστικές μάλιστα είναι οι φωτογραφίες που υπάρχουν στο βιβλίο, ανεκτίμητων αρχαιοτήτων του Γκετί λίγο μετά την παράνομη αποκάλυψή τους. Το σήμερα διάσημο μαρμάρινο γλυπτό των επιτιθέμενων γρυπών φιγουράρει ριγμένο άτσαλα στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου, βρώμικο και καλυμμένο με εφημερίδες. Μέσα σε αυτά ο ένας από τους δύο συγγραφείς σχολιάζει και την περίπτωση Μάριον Τρου, την οποία βλέπει ως υπεύθυνη αλλά και ως θύμα. Η Τρου έτυχε να ζήσει στο μεταίχμιο δύο αρχαιολογικών παραδόσεων: των ευγενών αρχαιολόγων/εξερευνητών/συλλεκτών που δεν ενδιαφέρονταν για την προέλευση αλλά για τη «διάσωση» των «θησαυρών» τους και των επιστημόνων αρχαιολόγων για τους οποίους η θέση είναι περισσότερο σημαντική από ένα μεμονωμένο αντικείμενο.

Τέλος, γίνεται λόγος και για ένα πρόσφατο επιχείρημα ότι μόνο οι πλούσιες και σταθερές πολιτικά χώρες θα έπρεπε να φιλοξενούν αρχαία λόγω της ασφάλειάς τους. Αν είναι αλήθεια ότι αρχαιότητες από διάφορες χώρες διέφυγαν στο εξωτερικό σε εποχές αστάθειας, τότε το ζήτημα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο. Φαίνεται πάντως ότι οι συζητήσεις για το θέμα της παρουσίας ευρημάτων κοντά στους χώρους όπου βρέθηκαν γίνονται και ίσως κάποτε βρεθεί μια μέση λύση ανταποκρινόμενη στις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε περίπτωση.