Γ. Πάλλης, Τοπογραφία του αθηναϊκού πεδίου κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Οικισμοί, οδικό δίκτυο και μνημεία, Μεταβυζαντινά Μνημεία 1, Θεσσαλονίκη 2009, 588 σελ.

Η μελέτη αποτελεί έκδοση της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα που υποστηρίχθηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2007. Δημοσιεύτηκε το 2009 από το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών και τις Εκδόσεις Π. Κυριακίδη στο παράρτημα των Μεταβυζαντινών Μνημείων του περιοδικού Βυζαντινά. Ο Γ. Πάλλης είναι μόνιμος αρχαιολόγος της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και εκλεγμένος λέκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Κύριος στόχος της μελέτης, σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι η ανασύνθεση της τοπογραφίας του αθηναϊκού πεδίου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Αττική (1456-1821). Για τον σκοπό αυτό γίνεται συστηματική χρήση τόσο των γραπτών πηγών όσο και των αρχαιολογικών δεδομένων. Το εγχείρημα είναι αρκετά δύσκολο καθώς η περιοχή, που περιβάλλεται από τους ορεινούς όγκους του Αιγάλεω, του Ποικίλου Όρους, της Πάρνηθας, της Πεντέλης και του Υμηττού, έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις τις τελευταίες δεκαετίες και αρκετά στοιχεία έχουν πλέον ουσιαστικά εξαφανιστεί από την αλόγιστη οικοδόμηση της.

Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τρία μέρη· προηγείται εισαγωγή με τις πηγές και την ιστορία της έρευνας που ολοκληρώνεται με σύντομη ανάλυση της μεθόδου της προσέγγισης που ακολουθεί ο συγγραφέας στην οργάνωση του υλικού, όπου συνδυάζονται η έρευνα πεδίου και η μελέτη των γραπτών πηγών.

Το Α΄ μέρος διαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια : στο πρώτο ορίζεται η εξεταζόμενη περιοχή και δίνονται τα φυσικά χαρακτηριστικά της κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στο δεύτερο σχολιάζεται η διοικητική οργάνωση του χώρου που διακρίνεται στις οθωμανικές αρχές, στους θεσμούς αυτοδιοίκησης των υποδούλων και την εκκλησιαστική διοίκηση. Στο τρίτο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται Κοινωνία και Οικονομία, παρατίθενται ενδιαφέροντα στοιχεία για την εθνική και κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού στα χωριά της Αθήνας και για την οικονομία τους. Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο πραγματοποιείται σύντομη ιστορική επισκόπηση του αθηναϊκού πεδίου από το 1456, οπότε καταλαμβάνεται η Αττική από τους Οθωμανούς έως το 1821. Σε αυτό το κεφάλαιο ο συγγραφέας δεν ακολουθεί τη συνήθη υποδιαίρεση της Τουρκοκρατίας σε δύο περιόδους, από το 1456 έως το 1687 –έτος κατάληψης της Αθήνας από τους Ενετούς– η πρώτη, και από το 1687 έως το 1821 η δεύτερη. Προτιμά την χρονολογική υποδιαίρεση του Δ. Καρύδη που ορίζει τρεις περιόδους της ιστορίας της τουρκοκρατούμενης Αθήνας με κριτήριο μεταβολές στη διοικητική οργάνωση και στο σύστημα κατοχής της γης.

Στο Β΄ μέρος που είναι το εκτενέστερο και έχει την μορφή καταλόγου, γίνεται αναλυτικός σχολιασμός των οικισμών, του οδικού δικτύου και των μνημείων της περιοχής που σήμερα καταλαμβάνεται από το πολεοδομικό συγκρότημα των Αθηνών. Ο συγγραφέας διαρθρώνει τον κατάλογο με την μορφή 8 διαδρομών, που βασίζονται στους κύριους οδικούς άξονες της Τουρκοκρατίας, αρχίζοντας από τα βόρεια και με αφετηρία σχεδόν πάντοτε την πόλη της Αθήνας. Σε κάθε διαδρομή αναφέρονται οι οικισμοί σε ξεχωριστά λήμματα που διαιρούνται σε τρεις ενότητες α) γενική περιγραφή, όπου αναφέρονται η θέση, η προέλευση του τοπωνυμίου, η περίοδος ίδρυσης, το διοικητικό και εκκλησιαστικό καθεστώς, ο πληθυσμός, η οικονομία, η μορφή και η ιστορική εξέλιξη, β) περιγραφή του οδικού δικτύου, γ) κατάλογος των σωζόμενων και μη μνημείων που χρονολογούνται ή βρίσκονταν σε χρήση κατά την περίοδο αυτή. Η παράθεση των μνημείων γίνεται με συστηματικό τρόπο καθώς δίνεται η θέση του καθενός στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον, η βιβλιογραφία, η σήμανση του σε χάρτη, η χρονολόγηση, όπου αυτή είναι δυνατή καθώς και σύντομη περιγραφή. Σε πολλές περιπτώσεις τα λήμματα των μνημείων συνοδεύονται από έγχρωμες φωτογραφίες που αποτυπώνουν τη σύγχρονη εικόνα των μνημείων, ενώ δε λείπουν οι περιπτώσεις παλαιών φωτογραφιών από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη και από το Αρχείο Λαμπάκη του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, μεταφέροντας την εικόνα της περιοχής που παρέμεινε ουσιαστικά αναλλοίωτη από τους αρχαίους χρόνους έως το α΄ μισό του περασμένου αιώνα. Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται χρήση σχεδίων περιηγητών του 19ου αιώνα ή κατόψεων ναών από τον βυζαντινολόγο Α. Ορλάνδο. Εξαιρετικά χρήσιμη και πρωτότυπη είναι η χρήση αποσπασμάτων του χάρτη του J. Kaupert του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, μνημειώδους έργου του τέλους του 19ου αιώνα, τα οποία  συνοδεύουν κάθε λήμμα του καταλόγου, με τοποθέτηση των οικισμών και των μνημείων επί χάρτου.

Στο Γ΄ μέρος του βιβλίου συντίθενται τα δεδομένα που παρατέθηκαν στο προηγούμενο μέρος. Ο συγγραφέας παραθέτει παρατηρήσεις που επιμερίζονται σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο σχολιάζεται η οργάνωση και η δομή των οικισμών. Στο δεύτερο εξετάζονται η οργάνωση του οδικού δικτύου, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του και η σχέση του με τους δρόμους της αρχαιότητας. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για την κοσμική αρχιτεκτονική, μνημεία της οποίας σώζονται σε ελάχιστες περιπτώσεις. Το τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένα στα θρησκευτικά μνημεία που είναι τα περισσότερα. Με τρόπο απόλυτα επιστημονικό παρουσιάζονται οι αρχιτεκτονικοί τύποι, οι κατασκευαστικές πρακτικές, ο διάκοσμος, όπου υπήρχε και σώζεται, και γίνονται παρατηρήσεις στη χρήση παλαιότερων μνημείων.

Στο τέλος του πονήματος διατυπώνονται παρατηρήσεις και συμπεράσματα, ενώ ακολουθεί πολυσέλιδη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία με συντομογραφίες και εξαιρετικά χρήσιμο γενικό ευρετήριο.

Ο κύριος στόχος του συγγραφέα, όπως τίθεται στις πρώτες σελίδες του πονήματος φαίνεται ότι επιτυγχάνεται. Ταυτίζονται και περιγράφονται συνολικά εικοσιπέντε οικισμοί, οι περισσότεροι από τους οποίους επιβιώνουν με την ίδια ονομασία ή παραφθαρμένη, μέχρι σήμερα. Σε αυτούς τους οικισμούς εντοπίζονται πάνω από 200 ναοί, μονές και κτίρια κοσμικού χαρακτήρα. Ο συγγραφέας συνδυάζει με μοναδικό τρόπο τις γραπτές πηγές που είχε στη διάθεση του και εξέτασε, με την έρευνα του πεδίου που πραγματοποίησε για να αποτυπώσει την εικόνα που είχε η περιοχή από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα. Άλλωστε η μελέτη βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην έρευνα πεδίου, που πραγματοποίησε περπατώντας, καταγράφοντας και φωτογραφίζοντας τα ίχνη της περιόδου αυτής. Η χρήση της επιστημονικής ορολογίας γίνεται με τρόπο ορθό και άμεσα αντιληπτό, χωρίς περιττά στοιχεία και περιγραφές που κουράζουν. Η χρήση της βιβλιογραφίας γίνεται με κριτικό πνεύμα και οι προσωπικές κρίσεις του συγγραφέα είναι προσεκτικά διατυπωμένες.

Ο ειδικευμένος σε αυτά τα θέματα αναγνώστης, αρχαιολόγος, αρχιτέκτονας ή ιστορικός, θα βρει στην Τοπογραφία του αθηναϊκού πεδίου ένα πλούσιο υλικό, ίσως για πρώτη φορά συγκεντρωμένο, που θα αποτελέσει αφετηρία για επιμέρους έρευνες. Ο λιγότερο ειδικός, ο φιλάρχαιος ή ο εραστής της πόλης όπου σήμερα διαβιώνει ο μισός πληθυσμός της χώρας, θα γνωρίσει την άγνωστη και εν πολλοίς ξεχασμένη σήμερα ταυτότητα των περιχώρων της και θα συναντήσει τα μνημεία της, κτίσματα απλών ανθρώπων επί το πλείστον, που για αρκετούς είναι ίσως λιγότερο σημαντικά, αλλά αποτελούν τα μόνα υλικά τεκμήρια της πρόσφατης ιστορίας του χώρου –πολλά παραμορφωμένα ή κρυμμένα πλέον πίσω από πολυκατοικίες και εργοστάσια. Διαβάζοντας δε το βιβλίο αυτό, ο αναγνώστης θα διαπιστώνει σε κάθε σχεδόν σελίδα τη βαθειά, ολοκληρωτική αλλαγή του τοπίου, εξαιτίας της σύγχρονης αλματώδους αύξησης του πληθυσμού της Αθήνας και της βάναυσης εκμετάλλευσης της αττικής φύσης από τον άνθρωπο. Το ζήτημα αυτό υπήρξε άλλωστε ένα από τα κίνητρα της έρευνας του συγγραφέα, γόνου γηγενούς μαρουσιώτικης οικογένειας, με ευδιάκριτη την αγάπη για τον τόπο καταγωγής του.

Νικήτας Πάσσαρης, Αρχαιολόγος, Μεταπτυχιακός Β΄ Κύκλου.

nikitas.passaris@hotmail.com