Το λεκανοπέδιο της Αθήνας πριν από ενάμιση-δύο αιώνες ήταν ένας άλλος τόπος. Λόφοι που ισοπεδώθηκαν και δεν σημειώνονται πλέον στον χάρτη, ποτάμια που εξαφανίστηκαν κάτω από την άσφαλτο, κρήνες που έσβησαν, χείμαρροι που καταχώθηκαν και έγιναν οικόπεδα, βουνά που έμειναν γυμνά από δέντρα, ακτογραμμές που αλλοιώθηκαν σε σημείο μη αναγνωρίσιμο, παραλίες που έγιναν δρόμοι, σπίτια, καταστήματα. Το αττικό τοπίο σήμερα ασφαλώς δεν έχει καμία σχέση με εκείνο της αρχαιότητας.

Το σημαντικό όμως είναι ότι οι μεγάλες αλλαγές δεν συνέβησαν σταδιακά, στο πέρασμα πολλών αιώνων αλλά κατά τους δύο τελευταίους. Aρχαία, κατάλοιπα κατοικήσεων του παρελθόντος  τα οποία βρίσκονταν θαμμένα για χιλιετίες, καταστράφηκαν σε λιγότερο από έναν αιώνα.

Τεκμήριο της ιστορίας του λεκανοπεδίου όμως και των αλλαγών που έχουν συντελεστεί εδώ παραμένουν οι χάρτες του παρελθόντος, καθώς και κείμενα, σχέδια και πίνακες περιηγητών και ειδικών ξένων επιστημόνων- μετά τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, και Ελλήνων.Σημειώνοντας οικισμούς, οδούς, λιμάνια, λατομεία, κατάλοιπα ορυχείων και μεταλλευτικών εργασιών, πηγές, ποτάμια και υπόγεια υδραγωγεία, καλλιέργειες, δασοκάλυψη και φυσικά τα γεωφυσικά στοιχεία, οι χάρτες διέσωσαν, έστω και «επί χάρτου», μια εικόνα που σήμεραδεν υπάρχει ή καλύτερα έχει εξαφανιστεί μέσα σε μια νέα, πληθωρική Αθήνα. Οι σημαντικότεροι, οι «Χάρτες της Αττικής» του Πρώσου τοπογράφου και χαρτογράφου Κάουπερτ, χαρακτηρίζονται ακόμη και σήμερα μοναδικοί. Κοντά τους οι χάρτες των Φοβέλ (1747), Κλεάνθη, Σάουμπερτ (1831-1832), Στάουφερτ (1836), Αλτενχόφεν (1837) και της «Επιτροπής 1847» διαζώζουν χαμένα μορφολογικά στοιχεία του αττικού περιβάλλοντος φανερώνοντας την εξέλιξη που έχει συντελεστεί από τότε μέχρι τώρα.

Ποτάμια, λατομεία, πηγές αλλά και…νησιά διέθετε λοιπόν η Αθήνα με βάση τις χαρτογραφικές μαρτυρίες. Μια ..βραχονησίδα που έβλεπε την ακτή από απόσταση ενός χιλιομέτρου ήταν κατά την πρώιμη αρχαιότητα ο Πειραιάς. Και μόνο η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας θα «έφερνε» αυτό το νησί στη στεριά, ενώ το σημερινό Παλαιό Φάληρο ήταν απλώς μια τεράστια ελώδης περιοχή με αλμυρό νερό, εξ ου και η ονομασία Αλίπεδον. Αλλο ένα γεωλογικό φαινόμενο που αποδίδεται με σαφήνεια από τους χάρτες του Κάουπερτ, ήταν οι αλυκές (έλη ή αμμολωρίδες), οι οποίες εμφανίζονταν συχνά κατά μήκος των παραλίων της Αττικής από τον Πειραιά ως το Σούνιο λειτουργώντας και ως προχώματα. 

Το Θησείο και τα Άνω Πετράλωνα ήταν ένας λόφος, συνέχεια εκείνων του Φιλοπάππου και του Αστεροσκοπείου, του οποίου το σκληρό ασβεστολιθικό πέτρωμα ήταν κατάλληλο για οικοδόμηση. Η βραχόπλακά του, μάλιστα, όπως προκύπτει από τον χάρτη του Κάουπερτ, πρέπει να είχε ανώτατο ύψος περί τα 70 μέτρα. Η εξόρυξη πετρώματος από εκεί όμως φαίνεται ότι ήταν διαρκής. Μια επίπεδη έκταση όπου βρίσκεται σήμερα Παιδική Εστία και Κέντρο Νεότητας ήταν παλαιότερα το Βάραθρο, ένα χάσμα που προέκυψε από μια φυσική κατάρρευση του εδάφους, και όπου λειτουργούσε λατομείο, ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή. Τεράστια ήταν η αλλοίωση και διάφορους λόφους της Αθήνας, όπου λειτούργησαν και λειτουργούν λατομεία, όπως τα Τουρκοβούνια και το Πεντελικό . Η λατόμηση των λόφων της Αττικής άρχισε το 1832 και συνεχίστηκε σε μερικές περιπτώσεις, ώσπου να εξαφανιστούν τελείως. Δεν είναι περίεργο λοιπόν το ότι οι πρώτοι χαρτογράφοι σημείωναν πως «από έτους εις έτος ταύτα αφανίζονται εξ αιτίας τής χωρίς σύνεσινεκμεταλλεύσεως των βραχωδών αθηναϊκών λόφων ως λατομείων και διά των εκρηκτικών υλών κα τακερματισμού των». Ο Λυκαβηττός οικοδομήθηκε σε αρκετό ύψος ενώ και από το βράχο της αρχαίας οχυρής Ακρόπολης της Ελευσίνας, ακέραιου μέχρι τα μέσα του 20ου αι., μόνο το ένα τέταρτο παραμένει ακέραιο!

Περισσότερο γνωστή είναι η μοίρα των ποταμών της Αττικής: του άτυχου Ιλισού, που από τη δεκαετία του 1960 κυλά πλέον μόνο υπόγεια κάτω από τη Βασιλέως Κωνσταντίνου, του Κηφισού που έχει μετατραπεί σε ποτάμι λυμάτων, του μικρού Ηριδανού, εγκιβωτισμένου από την αρχαιότητα, που μόλις τα τελευταία χρόνια όμως έγινε σαφής η πορεία του (Λυκαβηττός, Σύνταγμα, Μητροπόλεως, Μοναστηράκι, Κεραμεικός, Πειραιώς), και κάποιων μεγάλων παραποτάμων όπως του Ποδονίφτη, η κοίτη του οποίου επίσης σκεπάστηκε. Το Υδραγωγείο της Πόλεως (ή και Υδραγωγείο του Αγίου Δημητρίου, επειδή μετέφερε το νερό από το ύψος της σημερινής οδού Πανόρμου, όπου και ο ναός του Αγίου Δημητρίου) υδροδοτούσε την Αθήνα από το 1840 ως το 1925. Φυσικά αυτό το νερό προερχόταν από το Αδριάνειο Υδραγωγείο, το οποίο, παρ΄ ότι λειτουργούσε αδιαλείπτως από την αρχαιότητα, είχε εγκαταλειφθεί κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και οι Αθηναίοι ξεδιψούσαν από πηγές και πηγάδια. Ορισμένες πηγές, όπως η αρχαία Εννεάκρουνος ή Καλλιρρόη, στα ανατολικά του Ολυμπιείου, αποτέλεσαν προσφιλές θέμα στους περιηγητές με αποτέλεσμα τα σωθεί τουλάχιστον η εικόνα τους…

Περισσότερο συμβατοί προς τα αρχαία δεδομένα παραμένουν όμως οι δρόμοι. Οι δύο παλαιές οδοί «προς Κηφισίαν»- η σημερινή χάραξη της λεωφόρου Κηφισιάς είναι σχέδιο του 1860-,η μία μέσω Κυψέλης και Γαλατσίου και η άλλη μέσω Πατησίων,ακολουθούσαν γνωστές ως σήμερα διαδρομές.Αλλά και η οδός Μεσογείων,η οποία άρχιζε στην αρχαιότητα από τη Μεσογείτικη πόρτα (στη νοτιοανατολική γωνία της πλατείας Συντάγματος),περνούσε μέσα από τον μετέπειτα κήπο,συνέπιπτε με την οδό Μουρούζη,ανέβαινε τη Βασιλίσσης Σοφίας και από εκεί στους Αμπελοκήπους,συμπίπτει σε μεγάλο μήκος με την αρχαία.

Έτσι, φαίνεται ότι η αρχαία Αθήνα δεν χάθηκε εντελώς. Μέσα στην πυκνή δόμηση του σήμερα, ξεχασμένα ονόματα και κρυμμένα μνημεία της φύσης και του ανθρώπου μαρτυρούν ότι τίποτα δεν χάνεται, αλλά μάλλον μεταμορώνεται σε κάτι καινούριο.