Αλκαζάρ, Μπεζεστένι, Μπέη Χαμάμ, Αλατζά Ιμαρέτ: ανάμεσα στα κτίσματα των ελληνιστικών, των παλαιοχριστιανικών και των βυζαντινών χρόνων, τα οθωμανικά μνημεία της Θεσσαλονίκης διεκδικούν τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης ως ίχνη του πολυπολιτισμικού παρελθόντος της. Μέχρι σήμερα έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα 18 δημόσια και κοινωφελή κτίσματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής σε ολόκληρη την πόλη.

Τα τελευταία χρόνια, η φροντίδα των οθωμανικών μνημείων από το ελληνικό κράτος, αλλά και η μελέτη τους, απέκτησε συστηματικό χαρακτήρα. Στο πλαίσιο της καταγραφής και της μελέτης αυτής των οθωμανικών μνημείων σημαντική είναι η συμβολή της αναπληρώτριας καθηγήτριας του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ Αιμιλίας Στεφανίδου. Το 2008 κυκλοφόρησε με επιμέλεια της κ. Στεφανίδου η έκδοση της εταιρίας «Αίμος» με τίτλο «Η συντήρηση και αποκατάσταση των οθωμανικών μνημείων στην Ελλάδα», ενώ πριν από λίγες μέρες η ίδια έδωσε ομιλία στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού με θέμα «Μνημεία οθωμανικής αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη».

«Τα μνημεία της οθωμανικής αρχιτεκτονικής της Θεσσαλονίκης αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια του ιστορικού παρελθόντος της πόλης και σημαντικές συνιστώσες του χώρου της», τόνισε η κ. Στεφανίδου. «Καθώς τα περισσότερα έχουν δεχθεί και άλλες χρήσεις, έχουν ενταχθεί στην καθημερινή ζωή της πόλης και συχνά είναι γνωστά με τη μεταγενέστερη χρήση ή όνομά τους: Αλκαζάρ, Αίγλη, Λουτρά Παράδεισος, Λουτρά Φοίνικα, Παλιό Αρχαιολογικό Μουσείο».
Όπως επισήμανε η κ. Στεφανίδου, κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη σε οικονομική σπουδαιότητα πόλη της αυτοκρατορίας, κτίστηκαν πολλά δημόσια και κοινωφελή κτίσματα. Τα περισσότερα και τα μεγαλύτερα από αυτά κτίστηκαν, όπως, εξάλλου, και σε όλη την επικράτεια, τους δύο πρώτους αιώνες της κατάληψης της πόλης, τον 15ο και τον 16ο. Στόχος της ανέγερσής τους ήταν η εξυπηρέτηση των θρησκευτικών και κοινωνικών αναγκών, καθώς και των εμπορικών συναλλαγών, και φυσικά η επιβολή της εξουσίας. «Αρκετά από αυτά καταλαμβάνουν, με το ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, σημαντική θέση στην εξέλιξη της οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Είναι, μάλιστα, από τα καλύτερα δείγματα του ελληνικού χώρου: το Μπέη Χαμάμ είναι το μεγαλύτερο και πιο διακοσμημένο χαμάμ, το Χαμζά Μπέη Τζαμί είναι το μοναδικό τζαμί με εσωτερική αυλή, το Αλατζά Ιμαρέτ Τζαμί έχει πολύ επιμελημένο σύστημα δόμησης. Ομως, τα μνημεία αυτά δεν μπορούν να συγκριθούν σε μέγεθος, επιμέλεια κατασκευής και πλούτο διακόσμου με τα μεγάλα συγκροτήματα που κτίστηκαν στις τρεις κατά σειρά πρωτεύουσες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την Προύσα, την Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη», διαπιστώνει η κ. Στεφανίδου.
Μικρότερα και πιο λιτά ως κατασκευές ήταν τα δημόσια και κοινωφελή κτίσματα που υψώθηκαν τους επόμενους αιώνες στη Θεσσαλονίκη (από τον 17ο ώς τις αρχές του 20ού). Σύμφωνα με την κ. Στεφανίδου, «τα δύο τζαμιά που σώζονται ακόμη στην πόλη, το τζαμί του Μουσταφά Ζιχνί Πασά του τέλους του 19ου αι. και το τζαμί στο στρατόπεδο Π. Μελά των αρχών του 20ού αι. είναι μικροί συνοικιακοί χώροι προσευχής που με δυσκολία ξεχωρίζουν από τα γειτονικά κτίσματα». Το μόνο που διαφοροποιείται είναι το Γενί τζαμί (Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο), που χτίστηκε το 1902 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι και χρησίμευε ως τόπος λατρείας για τους Εβραίους που είχαν εξισλαμιστεί, τους επονομαζόμενους Ντονμέ (Donmeh). Δείγμα του εκλεκτικισμού στην αρχιτεκτονική, το κτίσμα αυτό είναι χαρακτηριστικό του κοσμοπολίτικου προφίλ που απέκτησε η Θεσσαλονίκη στις αρχές του περασμένου αιώνα.

Σήμερα έχουν χαρακτηριστεί ως μνημεία 18 δημόσια και κοινωφελή κτίσματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη: πέντε είναι τζαμιά, ένας μιναρές, δύο τουρμπέδες, έξι χαμάμ, ένα μπεζεστένι, τρεις πύργοι, και επιπλέον 14 κρήνες. Η κήρυξή τους έγινε σε διάφορες εποχές από το 1926 και ώς το 2003. Στα περισσότερα από τα κτίρια αυτά έγιναν εργασίες αποκατάστασης την περίοδο που η Θεσσαλονίκη ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, το 1997, οι οποίες συνεχίστηκαν και αργότερα. Πολλά από αυτά χρησιμεύουν ως εκθεσιακοί χώροι ή στεγάζουν πολιτιστικές χρήσεις, ενώ μερικά περιμένουν την αποκατάσταση και ένταξή τους στις λειτουργίες της πόλης.
Περισσότερα από 400 οθωμανικά μνημεία, που ήταν δημόσια και κοινωφελή κτίσματα, καταγράφηκαν στην Ελλάδα και κηρύχθηκαν διατηρητέα ώς το 2002, χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτά μικρότερα κτίσματα, όπως κρήνες, βρύσες, γέφυρες. Μετά από αλλαγή στη νομοθεσία, ο αριθμός τους πολλαπλασιάστηκε.

Πηγή: Χ. Νάνου, Αγγελιοφόρος, 08/05/11