«Τη δεύτερη ημέρα, ένας από τους εργάτες που έσκαβε στο εσωτερικό κλίτος συνάντησε ένα κομμάτι μάρμαρο της Πάρου, το οποίο τράβηξε την προσοχή του, γιατί όλο το κτίσμα ήταν από πέτρα. Αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για το κεφάλι ενός πολεμιστή με περικεφαλαία, σε όλα τέλειο. Κειτόταν με το πρόσωπο προς τα επάνω και, καθώς τα χαρακτηριστικά αποκαλύπτονταν βαθμιαία, δεν μπορείτε να φανταστείτε τον βαθμό της έκστασης και της συγκίνησης που νιώθαμε. Ένα τελείως νέο κίνητρο έδινε συγκεκριμένη τροπή στη δουλειά μας. Δεν άργησε να ξεφυτρώσει και άλλο κεφάλι, ύστερα ένα πόδι και τελικώς ανακαλύψαμε κάτω από τα γκρεμισμένα τμήματα του ναού όχι λιγότερα από 16 αγάλματα και 13 κεφάλια, χέρια, πόδια κ.λπ.».

Ήταν Απρίλιος του 1811 όταν συνέβαιναν αυτά που περιγράφει ο βρετανός αρχιτέκτονας Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκερελ στον ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Μαζί με τον βαρόνο Χάλερ του Χάλερσταϊν, επίσης αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο στην υπηρεσία του βασιλιά της Βαυαρίας, έναν ακόμη βρετανό αρχιτέκτονα, τον Τζον Φόστερ, και τον ζωγράφο Γιάκομπ Λινκ είχαν ξεκινήσει από την Αθήνα για την Αίγινα προκειμένου να μελετήσουν τον ναό του Πανελληνίου Διός, όπως θεωρούσαν τότε το ιερό της Αφαίας. Χώρος λατρείας ήδη από τη Μυκηναϊκή Εποχή ήταν η κορυφή του πευκόφυτου λόφου στο βορειοανατολικό τμήμα της Αίγινας, όπου αρχικά υπήρχε ιερό αφιερωμένο στη θεότητα Αφαία. Ο πρώτος ναός, ο οποίος χτίστηκε περί το 570-560 π.Χ., καταστράφηκε από πυρκαγιά το 510 π.Χ. και στη θέση του οι Αιγινήτες έχτισαν νέο (500-490 π.Χ.), επίσης δωρικό και από πωρόλιθο.

Οι ανενδοίαστοι, όπως αποδείχθηκε αργότερα, αρχαιοθήρες, ταύτισαν αμέσως το θέμα που απεικόνιζαν οι μορφές τις οποίες έφερναν στο φως και που αποτελούσαν τη διακόσμηση των αετωμάτων του ναού. Επρόκειτο για εκστρατείες εναντίον της Τροίας κατά τις οποίες διέπρεψαν οι μυθικοί ήρωες της Αίγινας. Στο ανατολικό αέτωμα, όπου η τέχνη παραπέμπει στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., απεικονιζόταν η παλαιότερη εκστρατεία στην οποία ο Ηρακλής είχε αντιμέτωπο τον βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, ενώ σε αυτήν είχε πάρει μέρος και ο Τελαμώνας, που ήταν γιος του Αιακού. Στο δυτικό αέτωμα εξάλλου, το οποίο απηχεί την αισθητική του 6ου αιώνα π.Χ., υπήρχε αναπαράσταση της δεύτερης εκστρατείας με αρχηγό τον Αγαμέμνονα και με τρεις απογόνους του Αιακού: τον Αίαντα, τον Τεύκρο και τον Αχιλλέα. Στο κέντρο και των δύο αετωμάτων στεκόταν η θεά Αθηνά.

Αν υπάρχει μία μεγάλη απόδειξη για τη χρωματική διακόσμηση των αρχαίων γλυπτών και των αρχιτεκτονικών στοιχείων των οικοδομημάτων, αυτή προέρχεται από τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Σε μερικά μέρη του θριγκού, στα γλυπτά των αετωμάτων και στα ακρωτήρια της στέγης, τα οποία ήταν από παριανό μάρμαρο, το χρώμα διασώζεται ως σήμερα παρέχοντας σπουδαίες πληροφορίες για τη μορφή που είχαν τα μνημεία στην Αρχαιότητα. Κόκκινο για την απόδοση των λοφίων και των κρανών που φορούν οι πολεμιστές των αετωμάτων, κόκκινο και για το αίμα που ρέει από τις πληγές, γαλάζιο στα κράνη και στο τύμπανο του αετώματος πίσω από τις μορφές. Και επιπλέον, διακόσμηση όλων των επιφανειών με σχέδια που αποδίδουν τις ενδυμασίες των πολεμιστών και άλλα χαρακτηριστικά.

Μετά το θρίαμβο όμως, ήρθε η καταιγίδα. Όπως γράφει για τα πεπραγμένα του Κόκερελ και των συνεργατών του ο ιστορικός Γιώργος Τόλιας στο βιβλίο του Ο πυρετός των μαρμάρων, «η ειλικρίνεια αυτών των ανθρώπων, αν και αγγίζει τα όρια της αλαζονείας, είναι αφοπλιστική, γιατί κανείς τους δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να συγκαλύψει ορισμένα γεγονότα ή να δικαιολογηθεί για τις πράξεις του. Αντίθετα, ομολογούν όλες τις μεθοδεύσεις τους, τις δωροδοκίες των Τούρκων επισήμων, τις κρυφές φυγαδεύσεις των αρχαιοτήτων, τους οικονομικούς διακανονισμούς, τις καταστροφές για τις οποίες ήταν αμέσως ή εμμέσως υπεύθυνοι».

Ας «ακούσουμε» όμως τους ίδιους τους «αρχαιοφίλους». Σε βάθος «όχι μεγαλύτερο από τρία πόδια από την επιφάνεια του εδάφους» βρέθηκαν τα γλυπτά, γράφει σε επιστολή του προς τον πατέρα του ο Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκερελ. «Το εύρημά μας προκάλεσε την προσοχή των χωρικών, οι οποίοι μας έστειλαν σήμερα μερικούς από τους προκρίτους τους. Εμείς όμως είχαμε καλέσει εγκαίρως μια βάρκα στο πλησιέστερο σημείο με την οποία αποστείλαμε τα ως τώρα ευρεθέντα κομμάτια στην Αθήνα». Μετά την αρχική απάτη, η ομάδα έλαβε το ελεύθερο για τις ανασκαφές στην Αφαία αντί 800 πιάστρων (περίπου 40 στερλίνες). Η επιστροφή στην Αθήνα έγινε στις 3 Μαΐου και εκεί μαζί με τις προσπάθειες συγκόλλησης των γλυπτών διαφάνηκαν και οι πρώτες διαφωνίες. Οι Βρετανοί ήθελαν να καταλήξουν τα ευρήματα στο Βρετανικό Μουσείο και οι Γερμανοί στη Γερμανία. Επιπλέον τα αρχαία κινδύνευαν, αφού η πολιτική αστάθεια των ημερών δεν εξασφάλιζε ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Και εκεί που ο κίνδυνος διάσπασης της συλλογής ήταν ορατός, οι τέσσερις αποφάσισαν την ίδρυση μιας εταιρείας που θα διέθετε τα αρχαία σε ανοιχτή δημοπρασία. Νέα περιπέτεια για τα μάρμαρα ξεκίνησε καθώς φορτώθηκαν σε άλογα και μουλάρια για να φυγαδευτούν νύχτα από τη χώρα, για τον φόβο των Τούρκων.

Αρχικά μεταφέρθηκαν συσκευασμένα σε καλάθια στο Πόρτο Γερμενό- υπάρχει μάλιστα και ένα σκίτσο του Χάλερ που δείχνει την πομπή συνοδευόμενη από ένοπλους ιππείς- και από εκεί με πλοίο στη Ζάκυνθο, όπου θα γινόταν η δημοπρασία την 1η Νοεμβρίου 1812, σύμφωνα με την αναγγελία που δημοσιεύθηκε σε αγγλικές και άλλες εφημερίδες. Τιμή πώλησης 70.000 φιορίνια.

Ούτε και στη Ζάκυνθο όμως αισθάνθηκαν ασφάλεια οι συνιδιοκτήτες για τη συλλογή, δεδομένης της πιθανότητας μιας γαλλικής επιδρομής. Έτσι, τα αγάλματα πήραν τον δρόμο για τη Μάλτα, όπου είχε μεταβεί στο μεταξύ και ο πράκτορας του Βρετανικού Μουσείου. Παρά το γεγονός αυτό, στη Ζάκυνθο έγινε η δημοπρασία με τον απεσταλμένο του διαδόχου της Βαυαρίας Λουδοβίκου, Ότο Βάγκνερ, να πλειοδοτεί, αν και δυσαρεστημένος, ενώ ο πράκτορας του Βρετανικού Μουσείου, θα διαμαρτυρόταν από τη Μάλτα για τη μεθόδευση που τον άφησε έξω από το παιχνίδι. Έτσι, η βρετανική κυβέρνηση θα αρνιόταν επί δύο χρόνια να επιτρέψει την έκδοση των γλυπτών από τη Μάλτα. Και οι Έλληνες; Ο «Λόγιος Ερμής» δημοσιεύει τα εξής: «Τα αγάλματα ταύτα μετακομισθέντα εις Ζάκυνθον πωλούνται εκεί διά δέκα χιλιάδας φλωρίων. Μακάριοι και τρισμακάριοι οι Ζακύνθιοι, αν έδιδαν αυτήν την ποσότητα και ηγόραζαν αυτά, και να στολίσωσι δι΄ αυτών την πόλη των, ίνα μη άλλως απομακρυνθέντα στερηθεί η Ελλάς των τοιούτων αξιολόγων λειψάνων της αρχαιότητος».

Να σημειωθεί ότι οι Γερμανοί «επανήλθαν» στην Αίγινα το 1901, επισήμως αυτή τη φορά, με τον μεγάλο αρχαιολόγο Άντολφ Φούρτβεγκλερ, ο οποίος βρήκε ακόμη δύο κεφάλια από το ανατολικό αέτωμα, καθώς και πέντε κεφάλια από γλυπτά που βρίσκονταν στον βωμό του ναού (σήμερα βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Στις ανασκαφές, τέλος, της περιόδου 1966-1978 εντοπίστηκαν από τον Ντίτερ Ολι μόνο θραύσματα των γλυπτών. Πιθανότητα άλλων ευρημάτων δεν υπάρχει πλέον και, ως φαίνεται, κανένας άλλος θεός ή ήρωας δεν πρόκειται να έρθει στο φως στην Αφαία.

Το θρίλερ που εκτυλίχθηκε το 1811 στην Αίγινα, στη συνέχεια στην Αθήνα, στη Ζάκυνθο, στη Μάλτα και τέλος στο Μόναχο, είναι παρελθόν. Ένα δεύτερο θρίλερ όμως, που αφορά τις τρεις διαφορετικές εκθέσεις των γλυπτών στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου δίνει αφορμή για να σχολιαστούν οι διαφορετικές αντιλήψεις για την παρουσίαση των αρχαιοτήτων από τον 19ο στον 20ό αιώνα.

Στην πρώτη τους έκθεση, το 1830, τα γλυπτά της Αφαίας Αθηνάς παρουσιάζονταν με προσθήκες από μάρμαρο Καράρας (έργα ενός Δανού γλύπτη της εποχής, του Μπέρτελ Τόρβαλντσεν) στα σημεία όπου είχαν ακρωτηριαστεί. Στην δεύτερη έκθεσή τους, το 1963 (όταν ξανάνοιξε η Γλυπτοθήκη που παρέμεινε κλειστή κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο), οι προσθήκες είχαν αφαιρεθεί. Σήμερα, στην έκθεση των «Αιγινητών» που εγκαινιάζεται στις 13 Απριλίου, θα βρίσκονται και εκμαγεία των μορφών, συμπληρωμένα όπου έχει χαθεί το πρωτότυπο.

Πηγή: Μ. Θερμού, Το Βήμα, 20/03/11

Ζ.Ξ.