Σήμερα και εν μέσω κρίσης η Αίγυπτος διαθέτει για πρώτη φορά υπουργείο Αρχαιοτήτων. Ο ικανότατος και εξαιρετικά επικοινωνιακός αρχαιολόγος Ζahi Hawass, μέχρι πρόσφατα γενικός γραμματέας του Ανωτάτου Συμβούλιου Αρχαιοτήτων (SCA) αναβαθμίστηκε σε υπουργό Αρχαιοτήτων σε ένα νεοσύστατο υπουργείο – μέχρι τώρα το Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων (SCA) υπαγόταν σε διάφορα άλλα υπουργεία με τελευταίο αυτό του Πολιτισμού. Με αφορμή την καταστροφή αρχαιοτήτων αλλά και την απειλή επέκτασής τους ο Hawass δηλώνει στο προσωπικό του ιστολόγιο στις 3 Φεβρουαρίου: «Είμαι η μόνη πηγή διαρκούς αληθείας για τις αρχαιότητες… Αν συμβεί οτιδήποτε στο μουσείο, θα το δηλώσω ευθαρσώς σε όλον τον κόσμο, διότι τιμώ τον λόγο μου… Είμαι ο θεματοφύλακας αυτών των μνημείων που ανήκουν σε όλους» και παίρνει πάνω του το άχθος της ευθύνης για την τύχη των μνημείων της Αιγύπτου, ενώ μία μέρα μετά, στις 4 Φεβρουαρίου, συμπληρώνει ότι η δημιουργία υπουργείου Αρχαιοτήτων σε μια χώρα όπως η Αίγυπτος, ήταν μάλλον «συγκυριακή»: «Ο λόγος που αυτό δεν είχε ποτέ συμβεί στο παρελθόν ήταν γιατί η αρχαιολογία θεωρούνταν υπόθεση δευτερευούσης σημασίας».

Αναδρομή: Η προστασία των αρχαιοτήτων είναι παλιά υπόθεση για την Αίγυπτο:

To 1835 δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου η πρώτη απόφαση του Μοχάμεντ Άλι για την προστασία των αρχαιοτήτων υπό τη μορφή φιρμανίου. Η ειλικρινής, ωστόσο, ανησυχία του αντιβασιλέα της Αιγύπτου δεν είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, αφού τότε η Αίγυπτος παρέμενε μέρος του «Ανατολικού ζητήματος» και ως εκ τούτου πλήρως εξαρτημένη από τις διεκδικούσες μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία και Γαλλία.
Το «σώμα» της ταλαιπωρημένης χώρας αφαιμαζόταν διαρκώς πολιτισμικά από τους «ανασκαφείς-εμπόρους» των μεγάλων αυτών -αλλά και άλλων- ευρωπαϊκών υπερδυνάμεων της εποχής.

Την 1η Ιουνίου 1858 ο Γάλλος Auguste Mariette διορίζεται από τον Χεδίβη Said διευθυντής Αιγυπτιακών Μνημείων. Χάρη σε αυτόν η Αίγυπτος γνωρίζει την ίδρυση της πρώτης Εθνικής Υπηρεσίας Αρχαιοτήτων, η οποία συνοδεύεται από ένα εντυπωσιακό πρόγραμμα ανασκαφών στο σύνολο της αιγυπτιακής επικράτειας. Η δημιουργία του πρώτου Εθνικού Μουσείου Αρχαιοτήτων στη Μέση Ανατολή (του Βoulaq) είναι γεγονός λίγα χρόνια αργότερα, το 1863. Ο Mariette δημιούργησε συνείδηση τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο σχετικά με την καταστροφή και την κλοπή αιγυπτιακών αρχαιοτήτων, ενώ πίστευε βαθιά στον σεβασμό των μνημείων: «Καιρό πριν η Αίγυπτος κατέστρεφε τα μνημεία της, σήμερα (1868) τα σέβεται, αύριο θα πρέπει να τα αγαπά».

Τον διαδέχεται ο Gaston Maspero, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής της αρχαιολογικής αποστολής που μετεξελίχθηκε στο σημερινό Γαλλικό Ινστιτούτο Ανατολικής Αρχαιολογίας του Καΐρου (IFAO). Ο Μaspero επιδίωξε την κανονικότητα των ανασκαφών στην Αίγυπτο χωρίς ωστόσο ούτε αυτός να εξασφαλίσει, όπως άλλωστε και ο προκάτοχός του Mariette, αυστηρή επιστημονική ανασκαφική μέθοδο βασισμένη σε καταγραφή και τεκμηρίωση των ευρημάτων.
Ακολούθησαν σημαντικά ονόματα αρχαιολόγων που διοίκησαν την αρχαιολογική υπηρεσία με πυγμή και αποφασιστικότητα και με γνώμονα το συμφέρον και την προστασία των μνημείων της Αιγύπτου. Στο γύρισμα του 20ού αιώνα, ο Γάλλος Victor Loret υπήρξε ένας από αυτούς.
Ο 19ος αιώνας καθώς και η αρχή του 20ού υπήρξε σχεδόν αποκλειστικά ευρωπαϊκή υπόθεση για την αιγυπτιακή αρχαιολογία. Από τη δεκαετία του 1920 όμως τη διαδοχή στη διοίκηση της αρχαιολογίας παίρνουν Αιγύπτιοι αρχαιολόγοι. Ονόματα όπως Selim Hassan, Zakaria Ghoneim, Ahmed Fakhry (1η γενιά), Said Tawfik, Gaballa Ali Gaballa, Ali Radwan, Ahmed Moussa (2η γενιά), Zahi Hawass, Khaled Daoud, Sabri Abdel Aziz (3η γενιά) δημιουργούν ένα αξιοπρεπές υπόβαθρο Αιγυπτίων αρχαιολόγων ικανών στην επιστήμη αλλά και στη διοίκηση.

Λίγες μόλις μέρες πριν, ο Ζahi Hawass αναβαθμίστηκε ως πρώτος υπουργός Αρχαιοτήτων σ’ ένα νεοσύστατο υπουργείο έπειτα από δύο αιώνες, κατά τους οποίους η αιγυπτιολογία θεμελιώθηκε επιστημονικά. Η ίδρυση του υπουργείου αρχαιοτήτων αναμένεται να αναβαθμίσει τη θέση της αιγυπτιακής αρχαιολογίας, ώστε αυτή η τελευταία να βρει τη θέση που της αξίζει και την προσοχή που της πρέπει, τόσο στην Αίγυπτο όσο και έξω από αυτήν; Μένει να δούμε τις εξελίξεις.

Πηγή: δρ. Βασίλης Χρυσικόπουλος, Καθημερινή, 08/02/11