Ελένη-Άννα Χλέπα, Τα βυζαντινά μνημεία στην Ελλάδα: Αντιπροσωπευτικές επεμβάσεις και αποκαταστάσεις (1833–1939)

Η διατριβή πραγματεύεται το θέμα της πρόσληψης και της μεταχείρισης των βυζαντινών μνημείων στην πρώτη εκατονταετηρίδα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1833-1939).
Η διατριβή είχε στόχο να απαντήσει στα παρακάτω ερωτήματα: πώς προσέγγισε και μεταχειρίστηκε τα εκκλησιαστικά μνημεία το νεοελληνικό κράτος με τους αρμόδιους φορείς προστασίας και τους άλλους θεσμούς (από το 1833 μέχρι το 1939); Σε ποιο βαθμό η συμπεριφορά προς τα βυζαντινά μνημεία εκφράζει την ιδεολογία του νεοσύστατου κράτους και αντανακλά τις ιδεολογικές συγκρούσεις της κοινωνίας; Πώς επέδρασε η αναβάθμιση του Βυζαντίου στην Ελλάδα στις δραστηριότητες της προστασίας, διάσωσης και αποκατάστασης των εκκλησιαστικών μνημείων; Ποιος ήταν ο ρόλος των επιρροών και μεταφορών των κυρίαρχων ιδεολογικών ρευμάτων του ευρωπαϊκού περίγυρου στον 19ο αιώνα, και ποια ήταν η συσχέτισή τους με τα ελληνικά αναστηλωτικά πράγματα; Σε ποιο βαθμό υιοθετούνται ή επιδρούν στο έργο της αποκατάστασης των βυζαντινών μνημείων στην Ελλάδα, οι διεθνείς αρχές των αναστηλώσεων; Ποιοι είναι οι εισηγητές τους και κατά πόσον αυτές επισημαίνονταν από τους πρωταγωνιστές των αναστηλωτικών επεμβάσεων;

Για την εξέταση του θέματος, επιλέχθηκαν αντιπροσωπευτικές επεμβάσεις αποκατάστασης σε σημαντικά εκκλησιαστικά μνημεία στην Ελλάδα από τον 5ο μ.Χ. αι. μέχρι την Άλωση (1453), σε ένα ευρύ γεωγραφικό πεδίο, που περιλαμβάνει τις περιοχές της ελεύθερης ελληνικής επικράτειας και τις σταδιακές επεκτάσεις του Εθνικού κράτους, από το 1833 μέχρι το 1912. Τα μνημεία επιλέχθηκαν με κριτήριο την αρχιτεκτονική και ιστορική τους αξία, τον συμβολικό τους χαρακτήρα κατά την περίοδο των έργων αποκατάστασης, τα διαθέσιμα τεκμήρια και τις ιδιαιτερότητες των επεμβάσεων σε αυτά. Οι δημοσιεύσεις των επεμβάσεων αποκατάστασης σε βυζαντινά μνημεία είναι όμως εξαιρετικά περιορισμένες. Για το λόγο αυτό, οι ερευνητικοί στόχοι της διατριβής εξυπηρετήθηκαν κυρίως από αρχειακό υλικό (έγγραφα, σχέδια και φωτογραφίες). Τα αρχειακά τεκμήρια φώτισαν πολλές, άγνωστες πτυχές των αναστηλώσεων, όπως τη λειτουργία και την πολιτική της διοίκησης, τις τεχνικές που εφαρμόστηκαν, τις απόψεις των αναστηλωτών, την επιρροή των κυρίαρχων ανά περίοδο αναστηλωτικών τάσεων και τις ιδεολογικές συγκρούσεις.
Οι μελέτες αποκατάστασης συγκεκριμένων μνημείων αφορούν σε αντιπροσωπευτικές επεμβάσεις βυζαντινών εκκλησιών της Αθήνας (1833-1939) (Άγ. Απόστολοι, Άγ. Ασώματοι, Σωτείρα Λυκοδήμου, Άγ. Θεόδωροι, Άγ. Νικόλαος Ραγκαβάς κ.ά.), του ναού της Επισκοπής Τεγέας (1884-88), του καθολικού της Μονής Δαφνίου (1885-1910), των βυζαντινών ναών του Μυστρά (1895-1939), των βασιλικών της Παναγίας Αχειροποιήτου (1912-1939) και του Αγίου Δημητρίου (1917-1939/48) και τέλος, του ναού της Παναγίας Χαλκέων (1934) στη Θεσσαλονίκη. Συγχρόνως, παρουσιάζεται το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και αργότερα του Γραφείου Αναστυλώσεως σε όλη την επικράτεια.
Η μελέτη διαρθρώνεται σε τρία μέρη, που ακολουθούν κύριες ιστορικές περιόδους, από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, αλλά συγχρόνως και βασικές τομές στη αντιμετώπιση των βυζαντινών μνημείων, που μερικές φορές συμπίπτουν με ιστορικά γεγονότα και ευρύτερες πολιτισμικές αλλαγές, ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η μελέτη περιλαμβάνει και ένα εισαγωγικό κεφάλαιο, που συνοψίζει δύο σημαντικά για το θέμα ζητήματα: αφενός τη διαδικασία αναβάθμισης του Βυζαντίου στην Ελλάδα και αφετέρου την εμφάνιση της βυζαντινής τέχνης στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία κατά τον 19ο αιώνα και τις αντανακλάσεις της στην ρομαντική αρχιτεκτονική της Ελλάδας.

Η πρώτη περίοδος από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, μέχρι την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1833-1884)
Η πρώτη περίοδος, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1833-1884) σφραγίζεται από την κυριαρχία του κλασικισμού. Οι ειδικές αναφορές της αρχαιολογικής νομοθεσίας (1834), στην καταγραφή και διάσωση των μεσαιωνικών μνημείων, δεν βρίσκουν εφαρμογή. Η αδυναμία και η μεγάλη καθυστέρηση υλοποίησης των σχετικών μέτρων αντανακλούν την ιδεολογική κυριαρχία του κλασικισμού και των φορέων του (Αρχαιολογική Εταιρεία) στην κρατική πολιτική. Οι περισσότεροι αθηναϊκοί ενοριακοί ναοί, ερειπωμένοι μετά την Επανάσταση, είτε κατεδαφίζονται και τα οικόπεδά τους εκποιούνται, είτε το οικοδομικό τους υλικό «αγιασμένες πέτρες» χρησιμοποιείται στην ανέγερση νέων οικοδομών. Το νεοελληνικό κράτος, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της ελλαδικής εκκλησίας (1835), περιορίζει τον αριθμό των ενοριών και σχεδόν απαγορεύει την ίδρυση νέων ενοριακών ναών στην Επικράτεια, επιβάλλοντας την ανακαίνιση και επισκευή των υφιστάμενων κτηρίων, με έξοδα των ενοριτών. Η επανάχρηση και ο εκσυγχρονισμός των βυζαντινών ναών γίνεται σύμφωνα με το γούστο της εποχής. Οι «νεοκλασικές» συμπληρώσεις και διευρύνσεις των ναών (εικ. 1, 2), διανθίζονται με νεο-ρωμανικά ή αναγεννησιακά μορφολογικά στοιχεία, έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Η διατήρηση της βυζαντινής μορφής στην αποκατάσταση της Σωτείρας Λυκοδήμου αποτελεί εξαίρεση. Οι αναστηλώσεις περνούν την εμπειρική τους περίοδο και αποσκοπούν κυρίως στην κάλυψη έκτακτων αναγκών.

Η δεύτερη περίοδος από την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας μέχρι την Επανάσταση του 1909
Με την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884) εντείνονται οι προσπάθειες διάσωσης των βυζαντινών μνημείων, υποστηριζόμενες και από Ευρωπαίους ερευνητές, μέσα στο κλίμα εκσυγχρονισμού της χώρας, το οποίο δημιουργούν οι κυβερνήσεις Τρικούπη. Στο γύρισμα του αιώνα, η ανάγκη για την ιδεολογική χρήση του Βυζαντίου αγγίζει πλέον και τα βυζαντινά μνημεία, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στα ενδιαφέροντα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (Δαφνί, Όσιος Λουκάς) και σταδιακά της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Η συμβολή των Ευρωπαίων αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων, που επισκέπτονται την Ελλάδα, στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, ήταν καθοριστική τόσο για την έρευνα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και του διακόσμου της (ψηφιδωτών), όσο και για τη μεταφορά των, υπό διαμόρφωση τότε, αρχών των επεμβάσεων στα μνημεία στην Αγγλία, την Ιταλία και τις γερμανόφωνες χώρες.
Πρώτη σημαντική επέμβαση της περιόδου είναι η αποκατάσταση του ναού της παλαιάς Επισκοπής Τεγέας (1884-1888) από τον αρχιτέκτονα Ε. Ziller, που υιοθετεί τις νεοσύστατες τότε (1883) αρχές των αναστηλώσεων (εικ. 3).
Το πλέον αντιπροσωπευτικό έργο όλης της περιόδου είναι της Μονής Δαφνίου (1885-1907) που, μαζί με την αναστήλωση του Παρθενώνα, ήταν τα κύρια έργα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αντανακλώντας το νέο ιδεολογικό πλαίσιο του ελληνισμού. Στο καθολικό της Μονής Δαφνίου, οι επεμβάσεις αποκατάστασης του κτηρίου και των ψηφιδωτών αντικατοπτρίζουν τις σταδιακές αλλαγές της αντιμετώπισης των βυζαντινών μνημείων στη χώρα μας (εικ. 4, 5). Αναμφίβολα, το ενδιαφέρον των αρμοδίων Υπηρεσιών στο Δαφνί εστιάζεται κύρια στη διάσωση και στερέωση των περίφημων ψηφιδωτών του και δευτερευόντως στην αρχιτεκτονική του ναού. Οι πρώτες επιστημονικές Επιτροπές εποπτείας των εργασιών του Δαφνίου υιοθετούν τις αρχές της «ιστορικής» αποκατάστασης, επιδιώκοντας τη διατήρηση όλων των ιστορικών οικοδομικών φάσεων, ενώ από το 1894 και ύστερα, με την αλλαγή του πολιτικού κλίματος, κυριαρχούν οι πουριστικές αντιλήψεις επαναφοράς του μνημείου στην «αρχική μορφή», οι οποίες όμως δεν υλοποιούνται πλήρως.

Η τρίτη περίοδος ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους (1910-1939)
Στην τρίτη περίοδο ενισχύονται οι διευρωπαϊκές επιστημονικές ανταλλαγές και συνεργασίες στη χώρα, σε όλους τους τομείς. Δημιουργούνται νέοι θεσμοί (Βυζαντινό Μουσείο, Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών), ενώ ιδρύονται οι δύο Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η περίοδος αυτή σφραγίζεται από την περιπετειώδη ανοικοδόμηση της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου (1917-1948), μετά την καταστροφή της από πυρκαγιά (εικ. 6, 7). Η ανοικοδόμηση του ναού χαρακτηρίζεται από την αποσπασματική αντιμετώπιση της επέμβασης, που εξηγείται εν μέρει από τη μεγάλη διάρκεια των εργασιών (1918-1949) και την αλληλοδιαδοχή των αρχιτεκτόνων και των υπολοίπων συντελεστών. Από το 1926 μέχρι το 1937, τεχνικός σύμβουλος του έργου είναι ο Αρ. Ζάχος, ο οποίος εισάγει τη δική του αισθητική αντίληψη για την αναβίωση της βασιλικής, μαζί με την αναλυτική τεκμηρίωση του μνημείου, έχοντας την πεποίθηση ότι η ανάκτηση της αρχικής μορφής του ήταν μία αρχαιολογική ουτοπία (εικ. 8). Η συνέχιση της ανοικοδόμησης, μετά το θάνατο του εμπνευσμένου αρχιτέκτονα, χαρακτηρίζεται από προσπάθειες συγκερασμού των διαφορετικών απόψεων, ανάμεσα σε αρχαιολογίζουσες και σε δραστικές τεχνικές λύσεις, που δεν καταλήγουν σε ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα. Δεύτερο σημαντικό έργο της περιόδου είναι το τεράστιο αναστηλωτικό έργο στον βυζαντινό ερειπιώνα (εικ. 9) του Μυστρά (1920-1939). Ο Αν. Ορλάνδος θα κάνει ευρεία εφαρμογή του οπλισμένου σκυροδέματος, αλλά και πολλές ανακτίσεις, σε απομίμηση της αρχικής μορφής, καθαιρέσεις μεταγενέστερων προσθηκών κ.ά., εξασφαλίζοντας τη μακρόχρονη επιβίωση των ναών στο λόφο, χωρίς ίσως την απαραίτητη ιστορική τεκμηρίωση, αλλά με ικανοποιητικά αισθητικά αποτελέσματα. Αμφότερες οι επεμβάσεις θα λειτουργήσουν ως πρότυπα για τις μεταγενέστερες αναστηλώσεις των βυζαντινών μνημείων στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1970.

Κύρια συμπεράσματα
Η διατριβή υποστηρίζει και τεκμηριώνει ότι η αντιμετώπιση των βυζαντινών εκκλησιαστικών μνημείων από το νεοελληνικό κράτος εκφράζει την ιδεολογία του και αντανακλά την ιστορική εξέλιξη της πρόσληψης του Βυζαντίου στην Ελλάδα, καθ’ όλη την υπό εξέταση ιστορική περίοδο. Παράλληλα, επιβεβαιώνεται η ερευνητική υπόθεση της μελέτης περί μεταφορών στα θέματα της προστασίας και των επεμβάσεων στα βυζαντινά μνημεία. Η σχετική νομοθεσία της προστασίας των μεσαιωνικών μνημείων στην Ελλάδα συντάσσεται με πρότυπο τις αντίστοιχες νομοθεσίες των ευρωπαϊκών κρατών, ενώ οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές των αναστηλώσεων, μαζί με τους αρμόδιους κρατικούς φορείς, ήταν ενήμεροι των σύγχρονων ευρωπαϊκών τάσεων για τις επεμβάσεις σε μνημεία, τις οποίες και ως επί το πλείστον ακολουθούν.
 
Η συμβολή της διατριβής στην έρευνα έγκειται:
1. Στην αλληλοσυσχέτιση των ίδιων των μνημείων με τις προθέσεις των αναστηλωτών τους, όπως αυτές τεκμηριώνονται μέσα από την έρευνα του αρχειακού υλικού.
2. Στη συσχέτιση της πρόσληψης και της μεταχείρισης των βυζαντινών μνημείων ως προς την ευρωπαϊκή σκέψη. Η συσχέτιση αυτή έχει απασχολήσει ελάχιστα την έρευνα και μόνο πολύ πρόσφατα από την σκοπιά των ιστορικών τέχνης.
3. Στην ανάδειξη και τεκμηρίωση της ιστορικότητας των αποκαταστάσεων των βυζαντινών μνημείων.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο (1833-1939), το νεοελληνικό κράτος, ευρισκόμενο σε διαρκή διαδικασία εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού, αντιμετωπίζει το έργο της προστασίας και της αποκατάστασης των βυζαντινών καταλοίπων ως δευτερεύον και με τρόπο αποσπασματικό. Η μεταβαλλόμενη ιδεολογική σημασία των βυζαντινών μνημείων μαζί με την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας αυξάνουν το κρατικό ενδιαφέρον για τις βυζαντινές μαρτυρίες, χωρίς όμως να μειώνουν την πρωτοκαθεδρία εκείνων της ελληνικής αρχαιότητας. Οι αναστηλωτικές αρχές και πρακτικές, που αναπτύσσονται και διαμορφώνονται στην Ευρώπη, μεταφέρονται στην Ελλάδα. Οι ευρωπαϊκές αυτές επιρροές, κατά τη μεταφορά τους, πλαισιώνονται με ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις και αποτελούν πεδίο συγκρούσεων με αναφορές στην εθνική ταυτότητα, στην ιδεολογική λειτουργία των μνημείων και, εν τέλει, στις σχέσεις κράτους και εκκλησίας.

Ενδεικτική βιβλιογραφία
– Roxane D. Argyropoulos, Les intellectuels grecs à la recherche de Byzance (1860-1912), Athènes 2001.
– Marie-France Auzepy (ed.), Byzance en Europe, Paris (Presses Universitaires de Vincennes) 2003.
– J.B. Bullen, Byzantium Rediscovered, London (Phaidon) 2003.
– Giovanni Carbonnara, Avvicinamento al restauro. Teoria, storia, monumenti, Napoli (Liguori) 1997.
– David Ricks and Paul Magdalino (ed.), Byzantium and the Modern Greek identity, London (King’s College Publications) 1998.
Από τη Χριστιανική Συλλογή στο Βυζαντινό Μουσείο (1884-1930), (κατάλογος έκθεσης) (επιμ. Όλγα Γκράτσιου – Αναστασία Λαζαρίδου), Αθήνα (ΤΑΠΑ) 2006.
– Α. Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία, Αθήνα (Ερμής) 1977.
– Φανή Μαλλούχου – Tufano, Η αναστήλωση των αρχαίων μνημείων στη νεώτερη Ελλάδα (1834-1939), Αθήνα (Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρεία αρ. 176) 1998 (2009).
– Χ. Μπούρας – Λ. Μπούρα, Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα (Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος) 2002.
Αναστάσιος Ορλάνδος. Ο Άνθρωπος και το Έργον του, Αθήναι 1978.
– Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, Αρχείον των βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, Αθήνα (Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία) Ανατύπωσις 1999
– Βασίλειος Χ. Πετράκος, Οι ελληνικές αναστηλώσεις, Αθήνα (Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία αρ. 154) 1996.
– Γ. Α. Σωτηρίου και Μ. Γ. Σωτηρίου, Η Βασιλική του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, 2 τμ., Αθήναι (Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, 34) 1952.
-  Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ – Εμμανουήλ Β. Μαρμαρινός, 12 Έλληνες  αρχιτέκτονες του μεσοπολέμου, Ηράκλειο (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) 2005.

Πληροφορίες για τη διατριβή
Τίτλος: Tα βυζαντινά μνημεία στην Ελλάδα (1833-1939): Αντιπροσωπευτικές επεμβάσεις και αποκαταστάσεις
Υποστήριξη: Φεβρουάριος 2008
Πανεπιστήμιο: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών – Τομέας 1. Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού
Επιβλέπων: Χαράλαμπος Μπούρας
Μέλη συμβουλευτικής επιτροπής: Μάνος Μπίρης, Χαράλαμπος Μπούρας, Σάββας Κονταράτος
Επταμελής επιτροπή: Μ. Μπίρης, Καθηγητής , Χ. Μπούρας, Καθηγητής, Σ. Κονταράτος, Καθηγητής , Αικ. Κρεμέζη, Καθηγήτρια, Μ. Κορρές, Καθηγητής, Γ. Προκοπίου, Καθηγητής, Γ. Μαρίνου, Επίκουρη Καθηγήτρια
Βιβλιογραφική περιγραφή: Ένας τόμος 463 σελ.: 342 κείμενο και 121 σελ. με 249 εικόνες (φωτογραφίες–σχέδια).
Προγραμματίζεται η έκδοση της διατριβής.

Ελένη-Άννα Χλέπα
Δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός με ειδίκευση στη μελέτη και αποκατάσταση των μνημείων
echle@teemail.gr