Παντελής Χαραλαμπάκης, Ιστορικογεωγραφικά Ευξείνου Πόντου. Η περιοχή της Κριμαίας (1ος αι. π.Χ.–6ος αι. μ.Χ.)

Η ιστορική, γεωγραφική και αρχαιολογική μελέτη των βορείων παραλίων της Μαύρης Θάλασσας ξεκίνησε πολύ νωρίς, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με αμείωτο ενδιαφέρον. Η πρόοδος των αρχαιολογικών ερευνών στην περιοχή έχει δώσει νέα ώθηση στη μελέτη της τοπογραφίας και της ιστορίας και δεκάδες μελέτες εκδίδονται κάθε χρόνο. Παρ’ όλα αυτά, οι γραπτές πηγές προσφέρουν ακόμη περιθώρια έρευνας, επιτρέποντας περαιτέρω ανάλυση των γεωγραφικών γνώσεων των Ελλήνων και των Λατίνων για την κριμαϊκή χερσόνησο κατά την Αρχαιότητα και τον πρώιμο Μεσαίωνα. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι κυρίως μέσα από τις γραπτές λογοτεχνικές πηγές και, επικουρικά, από επιγραφές, νομίσματα και αρχαιολογικά ευρήματα, να παρουσιάσει μια εικόνα της κριμαϊκής χερσονήσου κατά την υπό εξέταση περίοδο, ώστε να σχηματιστεί, μέσα από τα μάτια των αρχαίων, κατά κάποιον τρόπο, η φυσική γεωγραφία και τοπογραφία της περιοχής. Ελήφθησαν υπόψη όλες οι διαθέσιμες και γνωστές στο συγγραφέα γραπτές πηγές (λογοτεχνικές και επιγραφικές), από τον Όμηρο έως και τους μέσους βυζαντινούς χρόνους.

Η περίοδος από τον 1ο αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ. προσφέρει στον ερευνητή το μεγαλύτερο αριθμό πηγών και πληροφοριών για την Κριμαία κατά την Αρχαιότητα και το Μεσαίωνα. Επιπλέον, χαρακτηρίζεται από δύο ιστορικά γεγονότα, στα όριά της, που σχετίζονται ιδιαίτερα με το θέμα της παρούσας εργασίας. Πρώτα, με το τέλος των μιθριδατικών πολέμων, που έδωσε την ευκαιρία στους Έλληνες και, κυρίως, τους Ρωμαίους, εξαιτίας της σύγκρουσης με το Μιθριδάτη Στ΄ Ευπάτορα, να έλθουν σε στενότερη επαφή με τα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου και έπειτα, με την απώλεια του ελέγχου του μεγαλύτερου μέρους της Κριμαίας για τους Βυζαντινούς, εξαιτίας των επιδρομών των τουρκικών φύλων.

Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται, εν συντομία, οι σημαντικότερες πηγές και τα προβλήματα που ανακύπτουν σε ορισμένες εξ αυτών. Στο δεύτερο κεφάλαιο εκτίθεται συνοπτικά η ιστορία της Κριμαίας από την εποχή του πρώτου ελληνικού αποικισμού της μέχρι την πτώση της πόλης του Βοσπόρου το 576 μ.Χ., με αναφορά κυρίως στην ελληνική και ρωμαϊκή παρουσία. Οι πηγές από τις οποίες μπορούν να αντληθούν στοιχεία για τη γεωγραφία, την τοπογραφία και την ιστορία της κριμαϊκής χερσονήσου κατά την Αρχαιότητα και τον πρώιμο Μεσαίωνα είναι πολυάριθμες, αλλά οι πληροφορίες που παρέχουν σχετικά ανεπαρκείς. Ένα μεγάλο κενό παρατηρείται στις γραπτές λογοτεχνικές πηγές μετά τον Ηρόδοτο, που φτάνει έως τους χρόνους του Αυγούστου. Όσοι συγγραφείς πραγματεύθηκαν την ιστορία και τη γεωγραφία της Κριμαίας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, είναι σήμερα γνωστοί κυρίως από έμμεσες μνείες.

Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται μια προσπάθεια εντοπισμού της κριμαϊκής χερσονήσου στο «γεωγραφικό χάρτη της οικουμένης» των αρχαίων∙ εξετάζονται, δηλαδή, η γεωγραφική της θέση και το σχήμα της μέσα από τα κείμενα, καθώς και η προέλευση του ονόματος «Ταυρική» που της απέδιδαν κατά την Αρχαιότητα. Στο τέταρτο κεφάλαιο εκτίθενται θέματα φυσικής γεωγραφίας (κατά γεωγραφικά διαμερίσματα): τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά, το έδαφος, το κλίμα, η χλωρίδα και ορισμένα τοπωνύμια (όρος Τραπεζούς, λίμνη Βύκη, Κριού Μέτωπον, Βόσπορος, Παντικάπης κλπ.), με βάση τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων. Οι γραπτές μαρτυρίες για το βόρειο Εύξεινο υπάρχουν ήδη από τον 8ο και 7ο αι. π.Χ., ενώ οι παλαιότερες ελληνικές αποικίες στην Κριμαία χρονολογούνται ήδη από τον 6ο. Η παλαιότερη περιγραφή των εδαφών της Κριμαίας βρίσκεται στον Ηρόδοτο, ο οποίος δεν την παρουσιάζει με τη γεωγραφική έννοια της χερσονήσου. Οι Έλληνες κατά τις πρώτες τους επαφές με τον βόρειο Εύξεινο δεν είχαν σαφή αντίληψη της Κριμαίας ως χερσόνησο. Την ενέτασσαν, ωστόσο, στην ευρύτερη περιοχή που ονόμαζαν Σκυθία, όνομα που υποδήλωνε ένα τόπο μακρινό, αφιλόξενο και άγνωστο. Οι πρώτες πληροφορίες για την εξοικείωση με το γεωγραφικό χώρο της Κριμαίας και την περιγραφή της ως χερσόνησο, προέρχονται από τους χρόνους που ακολούθησαν τους μιθριδατικούς πολέμους και ιδίως από την εποχή του Αυγούστου. Το περίγραμμα και τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της χερσονήσου παρουσιάζονται στη λογοτεχνία μόλις στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. ή στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. Τα σημαντικότερα «σχεδιαγράμματα» της κριμαϊκής χερσονήσου προέρχονται από τον Στράβωνα, τον Μέλα και τον Πλίνιο. Είναι πιθανό, ο Στράβων και ο Αγρίππας (από τον οποίο άντλησαν ο Μέλα και ο Πλίνιος) να είχαν κοινές πηγές πληροφόρησης για την περιοχή των βορείων παραλίων του Πόντου.

Με σχετική καθυστέρηση παρατηρείται η εμφάνιση στη λογοτεχνία της ονομασίας της Κριμαίας: την ονομασία «Χερσόνησος Ταυρική» απέκτησε μόνο όταν προσδιορίστηκε γεωγραφικά ως χερσόνησος. Το επίθετο «Ταυρική» χρησιμοποιείτο για να δηλώσει είτε ολόκληρη την Κριμαία, είτε μόνο το νότιο τμήμα της∙ η προέλευσή του είναι μυθολογική και σχετίζεται με την παράδοση για το λαό των Ταύρων. Κατά την ύστερη Αρχαιότητα και τους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους, οι συγγραφείς εγκατέλειψαν την αναφορά στο σύνολο της κριμαϊκής χερσονήσου και στα κείμενα γίνεται λόγος μόνο για πόλεις ή περιοχές της Κριμαίας.

Οι δρόμοι που συνέδεαν τις διάφορες περιοχές της Κριμαίας, καθώς και οι δρόμοι που συνέδεαν την Κριμαία με τις γύρω από αυτή περιοχές, οι χερσαίοι και οι εξίσου σημαντικοί θαλάσσιοι δρόμοι, εξετάζονται στο πέμπτο κεφάλαιο. Η πρόσβαση στη χερσόνησο της Κριμαίας γινόταν είτε από ξηράς, από το Βορρά, μέσω του ισθμού Perekop, είτε δια θαλάσσης, δηλαδή και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι Έλληνες, αρχικά, ακολουθούσαν την ακτογραμμή από τα δυτικά ή τα ανατολικά του Πόντου για να πλεύσουν προς την Κριμαία, ενώ αργότερα εξοικειώθηκαν με πιο σύντομους δρόμους, πλέοντας από τις εκβολές του Ίστρου ή τα μεγάλα λιμάνια της βόρειας Μικράς Ασίας κατευθείαν απέναντι, στις κριμαϊκές ακτές. Οι αρχαίοι ταξιδιώτες είχαν υπολογίσει με σχετική ακρίβεια τις αποστάσεις των δρόμων στην Κριμαία και των δρόμων που οδηγούσαν εκεί, καθώς και τον απαιτούμενο χρόνο των ταξιδιών. Βέβαια, γνωστοί κατά την Αρχαιότητα και το Μέσαίωνα ήταν όχι μόνον οι δρόμοι που εξυπηρετούσαν τις μετακινήσεις των κατοίκων της χερσονήσου ή των εμπόρων, αλλά και οι δρόμοι που ακολουθούσαν οι επιδρομείς∙ ωστόσο, παρά τους γνωστούς δρόμους και τη συχνή επικοινωνία ανάμεσα στις πόλεις της Κριμαίας και την υπόλοιπη επικράτεια της Αυτοκρατορίας, η κριμαϊκή χερσόνησος παρέμενε απομονωμένη στη συνείδηση κυρίως των Ρωμαίων. Η κεντρική ρωμαϊκή εξουσία δεν μπόρεσε ποτέ να επιβληθεί πλήρως στην περιοχή και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη γεωγραφική θέση της κριμαϊκής χερσονήσου, που βρισκόταν ταυτόχρονα κοντά στην πρωτεύουσα και μακριά από αυτήν. Οι όποιες λογοτεχνικές αναφορες στην απόμακρη και «βάρβαρη» Κριμαία κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους ανταποκρίνονταν, σε μεγάλο βαθμό, στην πραγματικότητα.

Στο έκτο, τέλος, κεφάλαιο, γίνεται προσπάθεια να αναζητηθεί στο γεωγραφικό χάρτη το σύνολο των τοπωνυμίων που αναφέρονται στις γραπτές πηγές, λογοτεχνικές και επιγραφικές. Πολύ σημαντικό είναι το πρόβλημα του εντοπισμού των τοπωνυμίων που αναφέρονται στις λογοτεχνικές και επιγραφικές πηγές. Όπως σε άλλα ζητήματα, έτσι και εδώ, οι αρχαίοι συγγραφείς δεν είναι ακριβείς στις περιγραφές τους ή διαφωνούν μεταξύ τους. Τα σημαντικότερα στοιχεία για τους οικισμούς στη χερσόνησο της Κριμαίας προέρχονται από τις αρχαιολογικές έρευνες. Οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών παρουσιάζονται εξαιρετικά σύντομες και συχνά αντικρουόμενες. Οι επιγραφές που μνημονεύουν τοπωνύμια ή εθνικά ονόματα, εκτός από τις μεγάλες πόλεις, είναι δυσεύρετες και ελάχιστες, όπως ελάχιστες ήταν και οι πόλεις που έκοψαν νόμισμα. Ως εκ τούτου, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορεί να ταυτιστεί με απόλυτη βεβαιότητα το τάδε τοπωνύμιο με ένα συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο. Συχνά, όταν πρόκειται για ταυτισμένες θέσεις, οι μαρτυρίες των πηγών επιβεβαιώνονται από τα ευρήματα, όσον αφορά στο χαρακτήρα και το χρόνο ζωής των οικισμών. Ένα μεγάλο ζήτημα σχετικά με τις πληροφορίες των λογοτεχνικών πηγών είναι η χρήση όρων του τύπου πόλις και κώμη: τις περισσότερες φορές, η χρήση τέτοιων λέξεων από τους συγγραφείς για τους οικισμούς της Κριμαίας μοιάζει να είναι αυθαίρετη, καθώς συχνά υιοθετούν το χαρακτηρισμό που βρήκαν στο έργο το οποίο συμβουλεύθηκαν, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η μελέτη της θέσης και της ονομασίας των πόλεων και των κωμών, καθώς και της πορείας τους στο χρόνο, στοχεύει αφενός μεν στην εξέταση των γνώσεων των αρχαίων συγγραφέων, αφετέρου δε στη διαμόρφωση ενός αρχαιολογικού χάρτη βασισμένου αποκλειστικά σε αρχαία τοπωνύμια, ο οποίος, ελπίζουμε, θα συμβάλλει στις γεωγραφικές γνώσεις για την περιοχή.

Είναι φανερό, ότι οι νεώτεροι συγγραφείς, ήδη από τους χρόνους του Αυγούστου, είχαν αρχίσει να ενσωματώνουν στα έργα τους νέα στοιχεία, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλη ή μικρή ήταν η εξαρτησή τους από τους παλαιότερους∙ παρ’ όλα αυτά, οι γεωγραφικές γνώσεις για την Κριμαία δεν είχαν γίνει ευρύτερα γνωστές, μέχρι την εποχή του Αυγούστου. Όσο περισσότερα συμβάντα ιστορικής σημασίας λάμβαναν χώρα στην Κριμαία, τόσο πιο οικεία γίνονταν τα εδάφη της στους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Ο φυσικός γεωγραφικός χώρος της χερσονήσου περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες από τον Στράβωνα και τους συγγραφείς που ακολουθούν τη λεγόμενη παράδοση του Αγρίππα και έως τον 6ο αιώνα μ.Χ., οι Βυζαντινοί γνώριζαν πια καλά την κριμαϊκή χερσόνησο.

Όπως συμβαίνει και για άλλες γεωγραφικές περιοχές, παρατηρείται στην περίπτωση της Κριμαίας το φαινόμενο της επιρροής των παλαιών συγγραφέων και της αντιγραφής από τους νεότερους. Η παράδοση αυτή φαίνεται πως δεν ευνόησε τη διάδοση των γεωγραφικών γνωσεων για την περιοχή. Έτσι, οι λεπτομερείς περιγραφές της Κριμαίας εμφανίζονται στη λογοτεχνία πεντακόσια και πλέον χρόνια μετά την ίδρυση των πρώτων αποικιών εκεί. Οι συγγραφείς που επιχείρησαν να πρωτοτυπήσουν, εισάγοντας επιπλέον στοιχεία και νέες πληροφορίες στα έργα τους είναι ελάχιστοι, αν και οι μαρτυρίες τους ιδιαίτερα χρήσιμες για τη νεότερη έρευνα. Παρόλο που οι κάτοικοι της Κριμαίας και οι ταξιδιώτες φαίνεται πως γνώριζαν καλά την περιοχή, τα στερεότυπα στη λογοτεχνική παράδοση δεν επέτρεψαν τη διάδοση νέων πληροφοριών, ώστε ακόμα και στο Μεσαίωνα και παρά το εύρος των νέων γνώσεων, οι συγγραφείς βασίζονταν, σε μεγάλο βαθμό, στην «αυθεντία» των παλαιότερων.

Ενδεικτική βιβλιογραφία
Agbunov M. V., «Materialy po antichnoj geografii [severo-zapadnogo] Prichernomor’ja», Vestnik Drevnej Istorii 1981/1, σ. 124-143, 1984/4, σ. 124-141.
Agbunov M. V., Antichnaja Geografija Severnogo Prichernomor’ja, Μόσχα 1984.
Ajbabin A. I., Etnicheskaja Istorija Rannevizantijskogo Kryma, Σιμφερόπολη 1999.
Avram A. / Hind J. / Tsetschladze G., «The Black Sea Area», στο Hansen M. / Nielsen Th. (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Poleis, Οξφόρδη 2004, σ. 924-973.
Koshelenko G., et al. (επιμ.), Antichnye Gosudarstva Severnogo Prichernomor’ja, Μόσχα 1984.
Podossinov A. V., Vostochnaja Evropa v Rimskoj Kartograficheskoj Traditsii, Μόσχα 2002.
Podossinov A. V., «Das Schwarze Meer in der geokartographischen Tradition der Antike und des frühen Mittelalters», I: Ancient West and East 2/2 (2003), σ. 308-324, II: Ancient West and East 3/2 (2004), σ. 338-353.
Skrzhinskaja M. V., Severnoe Prichernomor’e v Opisanii Plinija Starshego, Κίεβο 1977.
Vasiliev A. A., The Goths in the Crimea, Cambridge Mass. 1936. 

Για τη διατριβή
Τύπος: Πανεπιστημιακή διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας.
Επόπτης καθηγητής: Μιχαήλ Κορδώσης
Μέλη της επιτροπής: (τριμελούς) Αικατερίνη Λιάμπη, Ιωάννης Τζαμτζής (επταμελούς) Αγγελική Κωνσταντακοπούλου, Ζωή Παπαστύλου, Παναγιώτης Αντωνόπουλος, Αικατερίνη Συνοδινού.
Περιγραφή: 1 τόμος, 298 σελίδες, 3 πίνακες εντός κειμένου, 3 πίνακες εκτός κειμένου, 4 χάρτες μεγέθους Α3.

Παντελής Χαραλαμπάκης
pantelcha@yahoo.com