Για σνιφάρισμα ταμπάκου ή για πολύτιμα κοσμήματα. Για τα φύλλα τσαγιού ή για τις εφημερίδες. Για τα μαχαιροπίρουνα ή για τις τράπουλες. Για καλλυντικά και πολύτιμα κασμίρια. Με περίτεχνους μηχανισμούς που παίζουν μουσική.
Η ηλικία τους φτάνει και τα 200 χρόνια. Και κάνουν ντεμπούτο ενώπιον του ελληνικού κοινού, αφήνοντάς το να κρυφοκοιτάξει στις πιο προσωπικές στιγμές της γαλλικής αριστοκρατίας του 19ου αιώνα. Είναι τα 200 κουτιά από την ελβετική ιδιωτική συλλογή Ζανίν Νεσί Παρμεντιέ που θα φιλοξενηθούν στο Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη. Ένας αιώνας πολυτέλειας (από το 1800 έως το 1900) χωρά στα κοσμημένα με φίλντισι, μέταλλο ή κόκαλο ξύλινα κουτιά, το περιεχόμενο των οποίων ορισμένες φορές μπορούσε να αγγίξει και τις πέντε αισθήσεις του ιδιοκτήτη τους. Όμως δεν είναι μόνο η τέχνη ή η χρήση τους που θα κλέψει την παράσταση. Είναι συνάμα και οι δύο ξεχωριστές, παράλληλες ιστορίες που μπορεί να διαβάσει ο επισκέπτης βλέποντας τα μικρά αυτά αριστουργήματα.
Η πρώτη αφορά τα μυστικά τους μέχρι να φτάσουν στα χέρια των εύπορων ανθρώπων που τα αγόραζαν από τις λαμπερές βιτρίνες του Παλέ Ρουαγιάλ. Οι έμποροι έπαιρναν μεν έτοιμα τα κουτιά από τους τεχνίτες, αλλά έκαναν τις απαραίτητες «βελτιώσεις» για να αυξήσουν κατακόρυφα την τιμή τους. Ο άσος που ανέβαζε την τιμή ήταν η πολύπλοκη διαδικασία του assemblage. Αυτή επέβαλε τη συνεργασία πολλών διαφορετικών τεχνιτών: ένας χρυσωτής αναλάμβανε τις επιχρυσώσεις, ειδικός τεχνίτης κατασκεύαζε τις κλειδαριές, άλλος φιλοτεχνούσε τον διάκοσμο από φίλντισι, μέταλλο ή ελεφαντόδοντο, άλλος πάλι κατασκεύαζε θήκες και εσωτερικά χωρίσματα επενδυμένα με μετάξι.
Πίσω όμως από τα πολύτιμα κουτιά, που χωρίζονται σε ανδρικά και γυναικεία ανάλογα με τον ιδιοκτήτη τους μπορεί κάποιος να ιχνηλατήσει την Ιστορία. Και να δει πως τα λιγοστά και πανάκριβα περίτεχνα κουτιά που πωλούνταν στις ακριβές βιτρίνες του Παρισιού όσο περνάνε οι δεκαετίες πολλαπλασιάζονται. Δεν είναι πια χειροποίητα, αλλά προϊόντα της πρώιμης βιομηχανοποίησης που έμελλε να αλλάξει ριζικά την ιστορία των διακοσμητικών τεχνών. Πωλούνται τα πολυκαταστήματα- όπως το Ρrintemps (1865)- και αποκτούν μια πιο ευτελή εκδοχή (demi-luxe) ώστε να είναι προσιτά στην ευκατάστατη αστική τάξη, ξεναγώντας τον επισκέπτη στην οικονομικοκοινωνική πραγματικότητα της Γαλλίας του 19ου αιώνα.

Πηγή: Τα Νέα, Μ. Αδαμοπούλου, 8/10/09