Πριν από αιώνες στο Λαύριο υπήρχε η λάμψη του αργύρου, τώρα όμως η πατίνα του χρόνου απλώνεται πάνω σε αρχαίες πέτρες και σκουριές, καταπονημένα μεταλλεία, σκοτεινές στοές, βουβές μηχανές. Ένα δείγμα βιομηχανικής ανάπτυξης που φέρει πάνω του τα ίχνη του ανθρώπινου μόχθου. Ένα τοπίο ομορφιάς και τραγικότητας που αιχμαλώτισε με το φακό του ο Γιάννης Ιακωβίδης στο νέο λεύκωμα «Το χρώμα του χρόνου. Λαύριο – Εικόνες βιομηχανικής μνήμης».
Στην ίδια έκδοση («Τόπος»), η επιστημονική έρευνα και τα κείμενα του Γιώργου Ν. Δερμάτη αφηγούνται την ιστορία του Λαυρίου από την αρχαιότητα μέχρι τη δημιουργία του Τεχνολογικού-Πολιτιστικού Πάρκου Λαυρίου του Ε.Μ. Πολυτεχνείου.
Εκεί που τώρα δεσπόζει ένα μοναδικό μνημείο βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και τεχνολογίας, πριν από εκατοντάδες χρόνια «ανάβλυζε» αργυρούχος μόλυβδος που στήριξε την Αθήνα. «Στους κλασικούς χρόνους, «η αργύρου πηγή» και ο «θησαυρός χθονός» αποτέλεσε τη βάση της άμυνας και του πολιτισμού της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Οι στοές για την εξόρυξη του αργυρούχου μολύβδου έγιναν οι ανοιχτοί δρόμοι της δύναμης και του μεγαλείου της», επισημαίνει ο Γ. Ν. Δερμάτης στις σελίδες του λευκώματος.
«Τα ξύλινα τείχη, οι 200 νικηφόρες αθηναϊκές τριήρεις, αυτά τα πλωτά τείχη της ελευθερίας στη ναυμαχία της Σαλαμίνας κατά των Περσών, είχαν ναυπηγηθεί με πρόταση του Θεμιστοκλή από το ασήμι της λαυρεωτικής Μαρώνειας, σημερινής Καμάριζας. Το νόμισμα, οι «γλαύκες λαυρεωτικαί» κατά τον Αριστοφάνη και τα εξαίσια μνημεία της Αθήνας έχουν ως στέρεο βιομηχανικό κρηπίδωμα αυτήν την αργυρίτη γη. Θα έλεγε κανείς ότι ο χρυσούς αιώνας του Περικλέους είναι, από μιαν άποψη, ο αργυρούς αιώνας του Λαυρίου».
Από τον 3ο αιώνα π.Χ. αρχίζει η κάμψη της παραγωγής. «Το 563 μ.Χ., ο Σιλεντιάριος Παύλος, στον πανηγυρικό που εκφώνησε στα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει ότι η διακόσμησή της έγινε και με το ασήμι του Λαυρίου», συνεχίζει ο ερευνητής. «Είναι η τελευταία προσφορά του αρχαίου Λαυρίου». Έπρεπε να περάσουν πολλοί αιώνες μέχρι τα μέσα του 19ου, οπότε το Λαύριο αναδείχτηκε σε σπουδαίο μεταλλευτικό-μεταλλουργικό κέντρο. Σύντομα, ο έρημος όρμος μετατράπηκε σε λιμάνι και η τεχνολογία έδειξε τη δύναμή της στις εγκαταστάσεις μεγάλων εταιρειών: της ιταλογαλλικής Ilarion Roux et Cie (1865-1873) της Εταιρείας Μεταλλουργείων Λαυρίου (1873-1917) και της γαλλικής Compagnie Francaise des Mines du Laurion (1875-1981).

Τα «Λαυρεωτικά»

Αναπόφευκτο ήταν να δημιουργηθούν και προβλήματα όπως το περίφημο λαυρεωτικό ζήτημα την περίοδο 1871-73, όταν προέκυψαν ζητήματα ιδιοκτησίας και φορολογίας ανάμεσα στην Ilarion Roux et Cie και το ελληνικό κράτος. «Ήταν, μάλιστα, η αιτία για να υπάρξει οξεία κρίση ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ιταλία-Γαλλία», σημειώνει ο Γ. Ν. Δερμάτης. «Τελικά, η λύση επετεύχθη με την αγορά της Ilarion Roux et Cie, έναντι 11.500.000 φρ. από τον Έλληνα Α. Συγγρό, ως εκπρόσωπο της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως και μετονομάζεται σε Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου».
Η εταιρεία έφερε και τα νέα χρηματιστηριακά ήθη των μεγαλοαστών της διασποράς και «εξανεμίζοντας περιουσίες και μικροαποταμιεύσεις πολλών μετόχων, οι οποίοι επένδυσαν μεγάλες ελπίδες και χρήματα στον «ποταμό αργύρου ή και χρυσού» που θα έρρεε στο Λαύριο». Αυτό το κλίμα αποδίδει ο Μιχαήλ Μητσάκης όταν γράφει: «… Έμποροι, χειρώνακτες, καθηγηταί, λόγιοι, φοιτηταί, υπάλληλοι, αστοί, πολιτευόμενοι… συνωθούντο… Και ηγόραζον, ηγόραζον, αντί του χρήματός των του πολλού αυτού, του αληθούς, ηγόραζον οι άνθρωποι χαρτί, μετοχών χαρτί με το καντάρι, ψεύτικον χαρτί…».
Από τη μια ο πυρετός της ανάπτυξης και του κέρδους, από την άλλη ο ιδρώτας του μεροκάματου. Στις βάρδιες της καμινείας ένας διαρκής αγώνας με τη φωτιά, το καυτό μολύβι, τους καπνούς του μολύβδου, του αρσενικού, του αντιμονίου. Ο Β. Δασκαλάκης που δούλευε από παιδί 12 ετών στο Λαύριο, γράφει: «Και κάθε νύχτα, πάνω εκεί στις εργασίες της εξόρυξης, ώρα πολλή προτού να φέξει ακόμα οι μιναδόροι φτάνουνε (…) μπροστά στο ολόμαυρο στόμα κάθε μπούκας, φτάνουνε με τις αδύναμες λάμπες τους στο ένα χέρι και με το ψωμί τους στο άλλο, αρματώνουνται με λοστούς, με κασμάδες και με δυναμίτη, κι αραδιάζουνται στη σειρά…».
«Ναι, έχουν σκοτωθεί άνθρωποι», αναφέρει ο μεταλλωρύχος Κώστας Λουκάς στην εφημερίδα «Σούνιο» (6/2007). «Το έδαφος κάτω στη γη σε κάποια σημεία ήταν μπόσικο. Μια πέτρα να πέσει, καταλαβαίνεις. (…) Εκεί κάτω οι συνθήκες εργασίας ήταν τόσο ανθυγιεινές. Αλλά ο κόσμος είχε ανάγκη να ζήσει. Τι να κάνει; Πόσοι μεταλλωρύχοι δεν πέθαναν από πνευμονοκονίαση; Δεκάδες».

Πεδίο τεχνολογίας

Το Λαύριο αποτέλεσε ένα πρακτικό σχολείο τεχνικών στελεχών, ειδικευμένων εργατών αλλά και πρότυπο τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Ο ίδιος δυναμισμός φάνηκε και στις λιμενικές εγκαταστάσεις: στην ακμή του το λιμάνι των εργαστηρίων ήταν μέσα στα τρία πρώτα της χώρας.
Ο φωτογράφος Γ. Ιακωβίδης αιχμαλωτίζει στιγμές που μπορεί να σβήσουν στο χρόνο. Αλλ’ ανέτρεξε και σε παλιά βιβλία, είδε παλιές φωτογραφίες, μίλησε με πρώην εργαζομένους στο Λαύριο, χάνονταν όπως τονίζει μέσα στον κόσμο που ήθελε να ζωντανέψει.
«Αναδυόταν έτσι, σιγά σιγά, το αληθινό πρόσωπο του Λαυρίου, πότε θλιμμένο, βαρύ, πότε συλλογισμένο, στιβαρό και ένιωθα κι εγώ πάνω στο ψηφιδωτό της ψυχής του να ταιριάζω τις δικές μου φωτογραφίες, προσπαθώντας να ανακαλύψω εντέλει την εσωτερική του εικόνα».

Πηγή: Ελευθεροτυπία, Π. Σπίνου, 13/9/09
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=81363